Άγιος Νικόλαος ο Κοκοβίτης

AgNikolaosKokoviths.jpg

Γόνος του χωριού Πολυδένδρι της Ημαθίας, που τότε ονομαζόταν Κόκοβα, ο Νικόλαος ήταν κατά πνεύμα μαθητής του αγίου ιερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος είχε περάσει και κηρύξει στο χωριό του. Σε νεαρή ηλικία πήγε στη Νάουσα για να εργασθεί ως ράπτης. Εκεί τον βρήκε ο μεγάλος χαλασμός του 1822.

Ο νεαρός Νικόλαος ήταν ανάμεσα στους Ναουσαίους, τους οποίους συνέλαβαν οι Τούρκοι, όταν μπήκαν στην πόλη μετά τη μεγάλη καταστροφή, και τους οδήγησαν στο Κιόσκι ενώπιον του Λουμπούτ πασά. Ένας-ένας περνούσαν οι Ναουσαίοι μπροστά από τον Τούρκο πασά που ρωτούσε το όνομά τους και τι πιστεύουν. Μόλις έλεγαν ότι ήταν χριστιανοί και ήθελαν να πεθάνουν χριστιανοί, το σπαθί του δημίου τους αποκεφάλιζε.

Έφθασε και η σειρά του Νικολάου. Με θάρρος και γενναιότητα στάθηκε ενώπιον του Τούρκου πασά, είπε το όνομά του και διακήρυξε ότι είναι χριστιανός και χριστιανός θα πεθάνει. Με την ίδια γενναιότητα βάδισε και στο μαρτύριο. Το σπαθί του δημίου του έκοψε το κεφάλι και του άνοιξε την πύλη του ουρανού. Γιατί, ενώ το ακέφαλο και άψυχο σώμα του μάρτυρος έπεσε επάνω στον σωρό με τα σώματα όσων είχαν ήδη μαρτυρήσει, ξαφνικά σηκώθηκε και κρατώντας στα χέρια του το κεφάλι, που μόλις του το είχαν κόψει, άρχισε να βαδίζει προς τον Τούρκο πασά. Έντρομος εκείνος από το παράδοξο γεγονός που έβλεπε μπροστά του, έδωσε αμέσως εντολή να σταματήσει η άδικη σφαγή των αθώων.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Αυγούστου, αλλά τιμάται και μαζί με τους άλλους Ναουσαίους νεομάρτυρες την Κυριακή του Θωμά.

Απολυτίκια

Ἦχος δ’. Κανόνα πίστεως.

Μαρτύρων ἀγλάϊσμα* καί ἐνεγκαμένης καύχημα* ἐν Ναούσῃ σφαττόμενος* ἀναδέδειξαι, Νικόλαε*, καρατομηθείς, γεναιότατε*. Διά τοῦτο τήν μνήμην τῆς σῆς σφαγῆς ἐκτενῶς* μεγαλύνωμεν σήμερον*. Χαῖρε, Νεομάρτυς, τρισόλβιε*, καί πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ* σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ἐν πλατάνῳ Ναούσης ἀπετμήθης, τρισόλβιε, κάραν τήν τιμίαν σου, μάρτυς, Νικόλαε θεόλεκτε, βαδίζων δέ πρός πλάτος οὐρανοῦ ἐτρόμαξας ἀδίκους φονευτάς καί κατέστης, ἀθλοφόρε, τῆς σωτηρίας πολλῶν, μάκαρ, ὁ πρόξενος. Δόξα τῇ παρρησίᾳ σου, σοφέ, δόξα τῇ καρτερίᾳ σου, δόξα τῆς ἐνεγκαμένης σε κώμης, ἥτις σέ ἔτεκεν.