Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας

DCIM102GOPRO

Το ακριβές έτος ιδρύσεως της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά και τα ονόματα των ιδρυτών και πρώτων οικιστών της παραμένουν μέχρι σήμερα άγνωστα. Κτητορικό σημείωμα σε ειλητάριο του 12ου αιώνα, αποτελεί την πρώτη ιστορική μαρτυρία για την ύπαρξη της μονής το 1635.

Πολλές είναι οι υποθέσεις και οι θεωρίες σχετικά με την προέλευση του ονόματος του χωριού Δοβρά, από το οποίο πήρε το όνομά της η Μονή. Αξίζει να αναφερθεί η μαρτυρία του έτους 1149 σχετικά με χωριό «τοῦ θέματος Βερροίας, οὕτω πως λεγομένου Δοβροχουβίστα», που ταυτίζεται με το σημερινό χωριό Δοβρά, όπου συναντήθηκε ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α´ Κομνηνός με τον ηγούμενο της Μονής Παντοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς η Μονή της Παναγίας Δοβρά ταυτίζεται με τη βυζαντινή μονή της Κοκουμητριώτισσας. Το όνομα «Κοκουμητριώτισσα» προέρχεται πιθανόν από το όνομα γνωστής αρχοντικής οικόγενειας της Βέροιας, της οικογένειας Κουκούμη. Σύμφωνα με άλλη άποψη ενδεχομένως το όνομα της βυζαντινής μονής «Κοκουμητριώτισσα» συνδέεται με τη Μονή Κουκούμων, η οποία αναφέρεται στον βίο της πρώτης πολιούχου της Βεροίας Αγίας Ιερουσαλήμ. 

Σε σημείωση του 1770 του Χατζή Σάββα Παναγιώτη που σώζεται στη Δημόσια βιβλιοθήκη της Βέροιας η Μονή ονομάζεται «Ντοβρά» και μέχρι το 1822 διέρχεται από φάσεις μικρότερης και μεγαλύτερης ακμής τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε περιουσιακά στοιχεία.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1822 κηρύσσεται στη Νάουσα η έναρξη της Επαναστάσεως για όλη την περιοχή της Μακεδονίας και ευλογούνται στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου τα επαναστατικά λάβαρα.

Την επόμενη ημέρα ο οπλαρχηγός Τάσος Καρατάσος και οι συναγωνιστές του εγκαθιστούν το στρατηγείο τους στο μοναστήρι της Δοβρά με στόχο την κατάληψη της Βέροιας. Επιλέγουν τη Μονή, διότι βρίσκεται κοντά στη Βέροια, είναι όμως αθέατη από αυτήν εξαιτίας των λόφων που υπάρχουν στη γύρω περιοχή, αλλά και είναι οικεία στον Καρατάσο λόγω της καταγωγής του από το χωριό Δοβρά.

Η Μονή οχυρώνεται, κατασκευάζονται προμαχώνες και τοποθετούνται φρουρές στους γύρω λόφους. Μέσα στη Μονή μένει ο Καρατάσος με 240 περίπου άνδρες, ενώ ένα δεύτερο σώμα υπό τις διαταγές του καταλαμβάνει τα υψώματα κοντά στον δρόμο από τον οποίο θα περνούσε ο τουρκικός στρατός.

Δεκαεννέα ημέρες μετά την οχύρωση των αγωνιστών στη Μονή Δοβρά, στις 12 Μαρτίου 1822, 4.000 Τούρκοι με αρχηγό τους τον Κεχαγιά Μπέη Αγά επιτίθενται στη Μονή, αλλά αναγκάζονται να τραπούν σε φυγή. Η καλύτερη γνώση της  μορφολογίας του εδάφους από τους Έλληνες ανάγκασαν τους Τούρκους, παρά την υπεροπλία τους, να τραπούν σε φυγή και νά αναζητήσουν νέο σχέδιο για να επιτεθούν στη Μονή. Η δεύτερη επίθεση αντιμετωπίστηκε με επιτυχία από τον Καρατάσο και τους στρατιώτες του. Οι Τούρκοι δεν καταφέρνουν να πλησιάσουν το οχυρωμένο μοναστήρι και ζητούν ενίσχυση. Το ίδιο βράδυ φθάνουν με αρχηγό τους τον Μεχμέτ Εμίν πασά επιπλέον 6.000 άνδρες.

Την επόμενη μέρα και έπειτα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες καταλήψεως της Μονής, ο Μεχμέτ αγάς διατάζει γενική έφοδο και οι στρατιώτες του κατορθώνουν να περικυκλώσουν το μοναστήρι. Παρατηρώντας τη συνεχή επίθεση και την επιμονή των Τούρκων ο οπλαρχηγός Ζαφειράκης ανησυχεί για τον συναγωνιστή του Καρατάσο και σπεύδει στη Μονή. Αντικρύζει εκατοντάδες πτώματα έξω από το τείχος της Μονής και τον Καρατάσο με τους άνδρες του να μάχονται. Η άφιξή του δημιουργεί πανικό στους Τούρκους και υποχωρούν. Ο Καρατάσος, κρίνοντας πως δεν ωφελεί άλλο να παραμένει στη Μονή, αλλά μάλλον τη θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο,  αποφασίζει να εξέλθει με τους άνδρες του κρυφά από το μοναστήρι, ώστε να σωθούν και να συνεχίσουν την επανάσταση στη Νάουσα. Εκμεταλλευόμενος την εξουθένωση των Τούρκων, έπειτα από πολιορκία δεκατριών συνεχόμενων ωρών αδιάκοπης μάχης φεύγει κρυφά από τους Τούρκους και κατευθύνεται προς τη Ροδιά της Νάουσας. 

Ο Κεχαγιά Μπέης πιστεύει πως κατάφερε να εγκλωβίσει τον Καρατάσο στη Μονή και έπειτα από ανασυγκρότηση των δυνάμεών του την επόμενη μέρα επιτίθεται. Μόλις συνειδητοποιεί ότι οι Έλληνες εγκατέλειψαν το μοναστήρι, δίνει διαταγή να καταστραφούν τα πάντα. Τα κτίρια της μονής καίγονται και από το μένος των Τούρκων, που εμπαίχθηκαν με αυτόν τον τρόπο, δεν γλιτώνει ούτε το χωριό Δοβρά, το οποίο καταστρέφεται ολοσχερώς. Στο πέρασμα τους δεν μένει κανένας και τίποτε όρθιο. Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους τον ηγούμενο της μονής Γεράσιμο, τον οποίο και κρεμούν για παραδειγματισμό στην πλατεία Ωρολογίου στη Βέροια, ενώ πωλούν ως σκλάβους στα σκλαβοπάζαρα της Θεσσαλονίκης τους κατοίκους του χωριού Δοβρά, δείχνοντας έτσι τη μοίρα που περιμένει όποιον τολμήσει να βοηθήσει τους επαναστάτες.

Το μοναστήρι και ο εθνομάρτυρας ηγούμενος Γεράσιμος γίνονται σύμβολα θυσίας, θρύλος και τραγούδι, φως στο σκοτάδι της σκλαβιάς της Μακεδονίας, η σπίθα που έμελλε να ανάψει τη φλόγα της Επαναστάσεως. 

Το 1842 γίνεται ανασύσταση της μονής και το 1844, όπως μαρτυρεί η επιγραφή στο υπέρθυρο του καθολικού, ανοικοδομείται νέος ναός στα ερείπια του προηγούμενου. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι την απελευθέρωση το 1912 η Μονή παραμένει χωρίς ηγούμενο και αδελφότητα.

Το 1947 δωρίζεται στη φιλανθρωπική Οργάνωση «Ελβετική Δωρεά θυμάτων πολέμου» η έκταση  85 στρεμμάτων γύρω από το καθολικό, μαζί με τα κτίρια και τις εγκαταστάσεις, με σκοπό την ανέγερση και λειτουργία παιδούπολης με το όνομα «Καλή Παναγιά», καταφύγιο ορφανών και απόρων παιδιών, θυμάτων του πολέμου. Κτίζονται σχολεία, κοιτώνες, αναρρωτήριο, μαγειρεία, διοικητικές εγκαταστάσεις κλπ. Τελικά, το 1950 η έκταση και οι εγκαταστάσεις αποφασίζεται να παραχωρηθούν στον Οργανισμό Βασιλικής Πρόνοιας και η παιδούπολη λειτουργεί κανονικά μέχρι το 1986. Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών στην Ελλάδα οδήγησε στην οριστική διακοπή λειτουργίας της παιδουπόλεως λόγω ελλείψεως παιδιών.

Η σύγχρονη ιστορία της Μονής από το 1994 μέχρι και σήμερα περνά στα χέρια της νέας αδελφότητας. Το 1994 οι πρώτοι μοναχοί, πνευματικά τέκνα του νεοεκλεγέντος τότε Μητροπολίτου Βεροίας κ. Παντελεήμονος Καλπακίδη, αλλά και ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος, εγκαθίστανται και εξελίσσονται σε νέους κτίτορες.

Επίσημα η Μονή επανιδρύεται το 1995 και λίγο αργότερα εκλέγεται ο μέχρι και σήμερα ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρχιμ. Παντελεήμων Κορφιωτάκης. Η Μονή ανακαινίζεται εκ βάθρων. Όλα τα παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής με εξωνάρθηκα συντηρούνται, τη θέση της στέγης που τυλίχτηκε στις φλόγες κατά το ολοκαύτωμα έλαβε κομψή ξύλινη μακεδονική οροφή, το παλαιό κτιστό τέμπλο αντικαταστάθηκε από περίτεχνο ξυλόγλυπτο και  ο ναός ιστορήθηκε με σύγχρονες τοιχογραφίες. Τη μακεδονική αρχιτεκτονική ακολούθησαν και όλα τα νεότερα κτίρια της Μονής.

Ο εξωτερικός χώρος αναπλάστηκε και το θαυματουργό Αγίασμα της Παναγίας κατέχει πλέον περίοπτη θέση. Άξιο αναφοράς είναι πως η ακατάπαυστη ροή υδάτων από το Αγίασμα δημιουργούσε προβλήματα στις τεχνικές εργασίες κατά την ανάπλαση του εξωτερικού χώρου και το κτίσιμο της πρώτης πτέρυγας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών η ροή σταμάτησε γεμίζοντας με θλίψη τους πατέρες. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών όμως κατά θαυμαστό τρόπο επανήλθε και το Αγίασμα μέχρι και σήμερα ρέει αδιάκοπα.

Το 1999 η πρώτη πτέρυγα εγκαινιάζεται από την Α.Θ.Π., τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, ενώ το 2000 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου εγκαινιάζουν και φιλοξενούνται στη νέα πτέρυγα των κελιών της μονής. Λίγα χρόνια αργότερα ανεγείρεται το κτίριο φιλοξενίας, στο ισόγειο του οποίου βρίσκεται το Παύλειο Κειμηλιαρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως «Ιεροί Θησαυροί», στο οποίο εκτίθενται εκκλησιαστικά κειμήλια από όλες τις περιοχές της Μητροπόλεως.

Εντός των εγκαταστάσεων της Μονής λειτουργεί το εκπαιδευτικό κέντρο Βυζαντινών Τεχνών (Αγιογραφίας, ψηφιδωτού, ξυλογλυπτικής, συντηρήσεως), το εργαστήριο ψηφιακών εκτυπώσεων και εικόνων σε ξύλο με τεχνητή παλαίωση και στίλβωμα, το εργαστήριο παρασκευής θυμιάματος καθώς και το στούντιο ηχογραφήσεων του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Μητροπόλεως.

Ιδιαίτερη είναι η σχέση της Μονής με τους νέους. Στους χώρους της φιλοξενείται το Γραφείο Ποιμαντικής Διακονίας και Νεότητας της Iεράς Mητροπόλεως, ενώ υπάρχουν και γήπεδα ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ και τένις. Κατά τους θερινούς μήνες λειτουργεί επίσης το κατασκηνωτικό πρόγραμμα «Φιλοξενία Δοβρά».

Από το 2005 η Μονή συνδέεται με τον Άγιο Λουκά, Αρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως. Ως θησαυρός πολύτιμος φυλάσσεται στην ιερή αυτή μάνδρα το μεγαλύτερο εκτός Ρωσίας απότμημα ιερού λειψάνου του Αγίου Λουκά, του ιατρού. Η ταχεία ιαματική του επέμβαση, τα πολλά θαύματα και οι εμφανίσεις του Αγίου υπήρξαν αφορμή για την ανοικοδόμηση ενός μεγαλοπρεπούς ιερού ναού, η κατασκευή του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα. Στην καθιερωμένη Παράκληση του Αγίου, κάθε Τρίτη, συρρέουν εκατοντάδες προσκυνητές για να προσευχηθούν, να ευχαριστήσουν και να ασπαστούν το θαυματουργό λείψανο του Αγίου Λουκά.

Η Μονή πανηγυρίζει την Παρασκευή της Διακαινησίμου, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, αλλά και στις 15 Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πανηγυρίζει επίσης την 29η  Μαΐου, ημέρα ελεύσεως του ιερού λείψανου του Αγίου Λουκά, του ιατρού, και την 11η Ιουνίου, ημέρα κοιμήσεως του Αγίου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ηγούμενος: Αρχιμ. Παντελεήμων Κορφιωτάκης

Σύνολο εγγεγραμμένων Μοναχών: 41  

Εγκαταβιούντες Μοναχοί: 24

Τηλ. Επικοινωνίας: 2331027599

Τηλ. Εξυπηρέτησης Προσκυνητών: 6946933493

Τηλ. Επικοινωνίας Εργαστηρίου εικόνων και θυμιάματος: 6970952120

Ώρες επισκέψεως κοινού: Καθημερινά, 9:00-13:00 & 17:30-20:30

Διεύθυνση: Ι. Μ. Παναγίας Δοβρά, Τ.Θ.241, Τ.Κ. 591 00, Βέροια

Dovra-2.jpg