Απόστολος Παύλος, ιδρυτής της Εκκλησίας της Βεροίας

Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος γεννήθηκε γύρω στο 15 μ.Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Iουδαίους γονείς. Ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος και είχε και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος. Οι εύποροι γονείς του έδωσαν υψηλή παιδεία, ενώ ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητός του. Γύρω στο 34 μ.Χ. βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ (Πράξ. 22.3). Ο Σαύλος έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την Ιουδαϊκή θρησκεία. Τον συναντούμε στο μαρτύριο του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου να φυλάσσει τα ρούχα αυτών που τον λιθοβολούσαν (Πραξ.7.54), ενώ αργότερα να πορεύεται προς τη Δαμασκό προκειμένου να συλλάβει τους Ιουδαίους που είχαν γίνει χριστιανοί (Πραξ. 9.1).

Στον δρόμο όμως προς τη Δαμασκό έγινε το μεγάλο θαύμα. Ο διώκτης Σαύλος είδε ένα εκτυφλωτικό φως και έπεσε στη γη, ενώ άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;» Έντρομος Παύλος ρώτησε: «Ποιός είσαι, Κύριε;» Και εκείνος του απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς τον οποίο εσύ διώκεις. Σήκω και είσελθε στην πόλη και θα σου πω τι πρέπει να κάνεις» (Πραξ. 9.4-6). Πράγματι ο Σαύλος εισήλθε στην πόλη και παρέμεινε τυφλός για τρεις ημέρες. Εκεί τον συνάντησε ο Ανανίας, στον οποίο είχε εμφανισθεί ο Χριστός και του είχε δώσει εντολή να θεραπεύσει και να κατηχήσει τον Σαύλο στην πίστη του. Το γεγονός αυτό έγινε πιθανότατα γύρω στο 36 μ.Χ.

Προκειμένου να αποφύγει ο Παύλος, πλέον, τη μανία των Ιουδαίων, οι χριστιανοί της Δαμασκού τον φυγάδευσαν από την πόλη και τον έστειλαν στα Ιεροσόλυμα. Με τη βοήθεια του αποστόλου Βαρνάβα συναντήθηκε με τους μαθητές του Κυρίου, στους οποίους εξήγησε τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο γνώρισε τον Χριστό. Ύστερα από προετοιμασία και με τη συνοδεία του αποστόλου Βαρνάβα και του ανηψιού του Μάρκου, του μετέπειτα ευαγγελιστού, ξεκίνησε ο Παύλος την πρώτη μεγάλη αποστολική περιοδεία για τον εκχριστιανισμό κυρίως των εθνικών.

Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και στη συνέχεια η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες. Κατόπιν πέρασαν στη Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη, Αντιόχεια της Πισιδίας, Ικόνιο, Λύστρα, Δέρβη και σε άλλες. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία και ίδρυσαν σε όλες αυτές τοπικές εκκλησίες. Στη συνέχεια επέστρεψαν μέσω της Αττάλειας στην Αντιόχεια και από εκεί στα Ιερουσολυμα, όπου ο απόστολος Παύλος συμμετείχε στη Σύνοδο που συγκροτήθηκε το 48 μ.Χ. και στην οποία κατόρθωσε να πείσει τους συμμετέχοντες ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και ότι η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο που πιστεὐει στον Χριστό.

Ακολούθησε η δεύτερη αποστολική περιοδεία του. Μέσω της Συρίας και της Κιλικίας περιόδευσε στις πόλεις της Μικράς Ασίας Δέρβη και Λύστρα, όπου γνώρισε τον νεαρό Τιμόθεο και την οικογένειά του. Ο Τιμόθεος τον ακολούθησε στην υπόλοιπη περιοδεία, που περιελάμβανε τη Φρυγία, τη Γαλατία και τη Μυσία. Στην Τρωάδα, μετά από το όραμα που είδε και στο οποίο ένας νεαρός Μακεδόνας τον προσκαλούσε να έρθει στη Μακεδονία και να τους βοηθήσει («Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» Πραξ. 16.9), ο απόστολος Παύλος και οι συνεργάτες του πέρασαν στη Μακεδονία και κήρυξαν το Ευαγγέλιο στην Ελλάδα, ιδρύοντας εκκλησίες στους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο. Στην Κόρινθο παρέμεινε περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι των χριστιανών σκηνοποιών Ακύλα και Πρισκίλας, και στη συνέχεια επέστρεψε στην Έφεσο και από εκεί στα Ιεροσόλυμα.

Μετά από σύντομη ανάπαυση στην Αντιόχεια ο απόστολος Παύλος ξεκίνησε την τρίτη περιοδεία, κατά τη διάρκεια της οποίας επισκέφθηκε αρκετές από τις πόλεις στις οποίες είχε ιδρύσει χριστιανικές εκκλησίας (Έφεσο, Τρωάδα, Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Βέροια και Κόρινθο). Κατά την επιστροφή του στα Ιεροσόλυμα ο απόστολος συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη. Επικαλούμενος την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτου ζήτησε να δικασθεί από το αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι προς τη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε

Από την Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη και τοποθέτησε εκεί επίσκοπο τον εκλεκτό και πιστό συνεργάτη του Τίτο. Στη συνἐχεια επισκέφθηκε την Κόρινθο, τη Μακεδονία και πιθανότατα τη Νικόπολη της Ηπείρου το φθινόπωρο του 66 μ.Χ., όπου και παραχείμασε. Κατά την επιστροφή του πέρασε από την Έφεσο, στην οποία όρισε επίσκοπο τον μαθητή του Τιμόθεο.

Ο απόστολος Παύλος συνελήφθη για δεύτερη φορά στη Ρώμη, όπου βρισκόταν, κατά τη διάρκεια των διωγμών του Νέρωνα, και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό γὐρω στο 67 μ.Χ., επισφραγίζοντας με τον τρόπο αυτό το τεράστιο ιεραποστολικό του έργο.

Αν και δεν ανήκει στη χορεία των δώδεκα μαθητών του Χριστού ο απόστολος Παύλος αξιώθηκε να γίνει «ὁ κλητός ἀπόστολος», να ζήσει ουράνιες αποκαλύψεις, να ονομασθεί «στόμα τοῦ Χριστοῦ» και «πρῶτος μετά τόν  Ἕνα». Οι δεκατέσσερις επιστολές του προς τις κατά τόπους εκκλησίες έχουν σημαντική θέση στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Η μνήμη του εορτάζεται μαζί με αυτή του αποστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου.

Η Εκκλησία της Βεροίας τον τιμά ως ιδρυτή της και έχει την ευλογία να σώζεται μέχρι σήμερα το Βήμα από το οποίο κήρυξε για πρώτη φορά το Ευαγγέλιο στην πόλη.

Ἀπολυτίκιον.

Ἦχος δ’. Κανόνας πίστεως.

Ἐθνῶν σε κήρυκα καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, Ημαθίας διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν, τὸ σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Το Βήμα του Αποστόλου Παύλου στη Βέροια

Ap.PaulosVeria.jpg