Την Πέμπτη 6 Αυγούστου πανηγύρισε ο Μητροπολιτικός Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναούσης. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε, κήρυξε τον θείο Λόγο και στο τέλος της θείας Λειτουργίας ευλόγησε τους καρπούς της αμπέλου.
Στην ομιλία του ο Σεβασμιώτατος τόνισε:
«Λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τό φῶς σου τό ἀΐδιον».
Μέ αὐτή τήν ἱκεσία πρός τόν ἐν τῷ ὄρει Θαβώρ μεταμορφωθέντα Χριστό κατακλείει ὁ ἱερός ὑμνογράφος τό ἀπολυτίκιο τῆς μεγάλης δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως πού ἑορτάζουμε σήμερα, ἰδιαιτέρωςστόνπανηγυρίζοντααὐτόνἱερόναό.
Καί ἡ ἱκεσία αὐτή περιλαμβάνει συγχρόνως τρεῖς παραδοχές: ἡ πρώτη ὅτι ζοῦμε στό σκοτάδι καί ἔχουμε ἀνάγκη τό φῶς. Ἡ δεύτερη ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί καί ἡ τρίτη ὅτι τό φῶς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀΐδιο, δηλαδή διαρκές καί αἰώνιο.
«Λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τό φῶς σου τό ἀΐδιον».
Στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας τό σκότος συνδέεται μέ τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τό φῶς μέ τήν παρουσία του, διότι τό φῶς ἀποτελεῖ συστατικό στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί ἐνέργεια τῆς θείας οὐσίας.
Φῶς εἶναι τό πρῶτο πού δημιουργεῖ ὁ Θεός ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί μέ αὐτό ὑποδηλώνει τήν παρουσία του στόν κόσμο. Φῶς, μέ τή μορφή φαεινοῦ ἀστέρος ἐπάνω ἀπό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, εἶναι αὐτό τό ὁποῖο σηματοδοτεῖ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦρθε στόν κόσμο γιά νά λάμψει «τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις» καί ὁ ὁποῖος μᾶς διαβεβαιοῖ ὅτι αὐτός εἶναι «τό φῶς τό ἀληθινό, τό φῶς τοῦ κόσμου».
Ἡ ἔννοια τοῦ φωτός διατρέχει τή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, καί πρός τό φῶς του, πού δέν εἶναι φῶς τεχνητό, δέν εἶναι φῶς κτιστό, ἀλλά φῶς ἀΐδιο καί ἄκτιστο πού προέρχεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, διότι εἶναι ἔκφραση τοῦ Θεοῦ, ἐπιδιώκει νά ὁδηγήσει ὁ Χριστός τούς μαθητές του καί ὅλο τόν κόσμο.
Αὐτό τό ἀΐδιο καί ὑπερκόσμιο φῶς τῆς Θεότητός του, ἕνα φῶς τό ὁποῖο ὁ Χριστός συγκάλυπτε, ὅταν κυκλοφοροῦσε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, διότι δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν τή θέα του, δείχνει ὁ Χριστός στούς τρεῖς μαθητές του κατά τήν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεώς του. Τούς ἀφήνει νά δοῦν ἕνα ἐλάχιστο τμῆμα τῆς θείας ἐλλάμψεώς του, τούς ἀφήνει νά δοῦν πῶς εἶναι πραγματικά ὁ Θεός, πῶς θά τόν δοῦν οἱ ἄνθρωποι κατά τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας του παρουσίας καί πῶς θά τόν βλέπουν οἱ ἅγιοι, «ὅταν ἐκλάμψωσι» καί αὐτοί «ὡς ὁ ἥλιος»στή βασιλεία του.
Καί εἶναι τόσο τό φῶς καί εἶναι τόση ἡ λάμψη τῆς Θεότητος, ὥστε οἱ τρεῖς μαθητές ἀδυνατοῦν νά τήν ἀτενίσουν. Γι’ αὐτό καί πέφτουν στό ἔδαφος καί καλύπτουν τά πρόσωπά τους, γιατί δέν μποροῦν νά ἀντέξουν τό φῶς τῆς Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ πού ἀποκαλύπτεται ἐνώπιόν τους.
Ἡ ἐμπειρία τῶν τριῶν μαθητῶν εἶναι ἀναμφίβολα συγκλονιστική, εἶναι μοναδική. Ἄν καί δέν ἀντέχουν νά κοιτάξουν τό φῶς, τό φῶς τούς ἑλκύει, γιατί τό φῶς πού μέ δυσκολία βλέπουν εἶναι ὁ ἀποκεκαλυμμένος Θεός. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος ζητᾶ ἀπό τόν Ἰησοῦ νά μείνουν ἐκεῖ, μαζί μέ τόν προφήτη Μωυσῆ καί τόν προφήτη Ἠλία, γιά νά βλέπουν συνεχῶς τό φῶς τῆς Θεότητος, τό φῶς τοῦ Θεοῦ. «Καλόν ἐστι ἡμᾶς ὧδε εἶναι», λέει.
Ἡ ἐπιθυμία πού ἐξέφρασε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀποτέλεσε καί ἀποτελεῖ εὐχή καί ἐπιθυμία ὅλων τῶν πιστῶν, ἀποτέλεσε καί ἀποτελεῖ εὐχή καί ἐπιθυμία ὅλων τῶν ἁγίων, εὐχή καί ἐπιθυμία τῆς Ἐκκλησίας μας. Χωρίς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ὁ κόσμος εἶναι σκοτεινός, οἱ ψυχές μας εἶναι σκοτεινές, οἱ ζωές μας εἶναι σκοτεινές. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτό πού διεισδύει μέσα μας καί φωτίζει ὅλα τά σκοτεινά σημεῖα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου μας καί τά ἀνακαινίζει καί τά μεταμορφώνει ὑπό μία ὅμως προϋπόθεση.
Καί ἡ προϋπόθεση αὐτή εἶναι νά συνειδητοποιήσουμε καί νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας.
Ἄν νομίζουμε ὅτι δέν εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τότε εἶναι σάν νά νομίζουμε ὅτι ἔχουμε τό φῶς, ἄρα δέν χρειαζόμεθα τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καί τότε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ δέν ἔρχεται καί παραμένουμε στό σκοτάδι μας.
Πολλές φορές συγχέουμε τά φῶτα τοῦ κόσμου μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καί νομίζουμε πώς τά ἐξωτερικά φῶτα τῆς δόξης, τῆς ἐπιτυχίας, τῶν ἀνέσεων καί τῶν ἀπολαύσεων τοῦ κόσμου μποροῦν νά φωτίσουν τή ζωή μας καί νά διαλύσουν τά σκοτάδια μας. Ὅμως αὐτά ἐπιτυγχάνουν τό ἀντίθετο ἀκριβῶς. Ἀκόμη καί ἄν προσωρινά μᾶς παρέχουν κάποιο φῶς, στή συνέχεια μᾶς ἀφήνουν σ’ ἕνα βαθύτερο σκοτάδι.
Ἄν ὅμως παραδεχθοῦμε τήν ἀδυναμία μας καί τήν ἁμαρτωλότητά μας, τότε ὁ Χριστός θά λάμψει καί σέ μᾶς τό φῶς του τό ἀΐδιον, τό ὁποῖο θά μᾶς φωτίζει ὄχι μόνο προσωρινά ἀλλά διαρκῶς μέχρι τήν ἡμέρα τῆς παρουσίας του. Ἀρκεῖ νά τοῦ τό ζητοῦμε. Ἀρκεῖ νά τόν παρακαλοῦμε καί ἐμεῖς: «Λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τό φῶς σου τό ἀΐδιον». Ἀρκεῖ νά θέλουμε καί νά ἀγωνιζόμεθα νά γίνουμε «τέκνα φωτός» καί νά περιπατοῦμε στό φῶς τῆς θείας του χάριτος. Καί αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, ἐφόσον ἐπιθυμοῦμε αὐτό τό φῶς, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη, ὅποιοι καί ἄν εἴμεθα, διότι χωρίς τό φῶς ἡ ζωή μας εἶναι σκοτεινή. Ἄς ζητοῦμε, λοιπόν, καί ἄς ἐπικαλούμεθα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιατί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό φῶς, τό ὁποῖο φωτίζει τά σκοτάδια μας καί μᾶς ὁδηγεῖ στό φῶς τό ἀληθινό πού εἶναι ὁ Χριστός.