Την Τρίτη 12 Ιουνίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στον Ιερό Ναό Αγίου Τιμοθέου Βεροίας.
Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος ευχήθηκε στον εφημέριο του Ναού Αρχιμ. Τιμόθεο Χαλικιά για την ονομαστική του εορτή.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :
Τιμᾶ ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας ὅλον αὐτόν τόν μήνα τόν ἱδρυτή της, τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἦρθε ἐδῶ στήν πόλη μας καί ἔσπειρε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου, καί προσείλκυσε τούς πατέρες μας ἀπό τήν εἰδωλολατρεία στήν πίστη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία.
Καί ὁ σπόρος αὐτός πού ἔσπειρε ὁ μέγας ἀπόστολος βλάστησε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀπέδωσε πολλούς καί γλυκεῖς καρπούς, ἀπέδωσε τούς ἁγίους, τούς ἱεράρχες, τούς ὁσίους, τούς μάρτυρες καί τούς νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι πλούτισαν τήν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, πλούτισαν καί πλουτίζουν ὅμως καί τήν πόλη μας μέ τήν ἁγιότητά τους, μέ τήν προστασία τους, μέ τίς ἀκοίμητες πρεσβεῖες τους.
Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἅγιος νεομάρτυς Τιμόθεος, τόν ὁποῖο πανηγυρίζουμε στόν μικρό αὐτό ναό τῆς πόλεώς μας πού τιμᾶται στή χάρη του.
Εἶναι ὁ ἅγιος Τιμόθεος πού δέν ἔφερε μόνο τό ὄνομα τοῦ ἀγαπητοῦ μαθητοῦ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἁγίου Τιμοθέου, ἐπισκόπου Ἐφέσου, ἀλλά ἀνεδείχθη ὄντως μαθητής του γνήσιος, διότι ἄκουσε τῆς φωνῆς του καί ἀκολούθησε τό παράδειγμά του. Ἔγινε μιμητής τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κατά τήν προτροπή του, «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ», στήν ἀγάπη καί στήν ἀφοσίωση στόν Χριστό.
Γι᾽ αὐτό καί μετά τόν θάνατο τῆς συζύγου του ἐγκατέλειψε τόν κόσμο, ἐγκατέλειψε τά πάντα, θυσίασε τά πάντα καί πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος. Ἔγινε μοναχός στή Μονή Κωνσταμονίτου, ἐπιλέγοντας τή ζωή τῆς πλήρους ἀφοσιώσεως στόν Χριστό, τή ζωή τῆς αὐστηρῆς ἀσκήσεως, τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί τῆς ἀπολύτου ὑπακοῆς, προετοιμαζόμενος ἔτσι, χωρίς καί ὁ ἴδιος νά τό γνωρίζει, γιά τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός θά τόν καλοῦσε νά ἀποδείξει τήν ἀγάπη του πρός αὐτόν μέ τή θυσία τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς.
Γιατί στή δύσκολη ἐποχή πού ζοῦσε ὁ ἅγιος Τιμόθεος, στήν ἐποχή πού τό Γένος μας ζοῦσε σκλαβωμένο σέ ἕναν ἀλλόθρησκο δυνάστη, τό μαρτύριο δέν ἦταν σπάνια ὑπόθεση, ἦταν καθημερινότητα, διότι μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦσαν νά ξερριζώσουν τήν πίστη ἀπό τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
Ἔτσι μία ἡμέρα συνέλαβαν καί τόν ἅγιο Τιμόθεο μαζί μέ ἄλλους πατέρες τῆς Μονῆς καί τόν ὁδήγησαν στή Θεσσαλονίκη. Προσπάθησαν νά τόν πείσουν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του γιά νά σώσει τή ζωή του. Προσπάθησαν νά τόν δελεάσουν μέ ὑποσχέσεις καί δῶρα. Προσπάθησαν νά τόν ἐκφοβήσουν, ἀλλά δέν ἐπέτυχαν τίποτε. Τόν φυλάκισαν, τόν βασάνισαν, ἀλλά ἐκεῖνος παρέμενε σταθερός στήν πίστη του. Ὡς γνήσιος μαθητής τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τή δύσκολη αὐτή ὥρα θά ἐπαναλάμβανε ὁ ἅγιος Τιμόθεος τούς λόγους του: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί … οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι».
Καί πράγματι, τίποτε δέν μπόρεσε νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τίποτε δέν στάθηκε ἱκανό νά τόν κάνει νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Προτίμησε τό μαρτύριο, προτίμησε τόν θάνατο γιά τήν ἀγάπη του, γιατί γνώριζε ὅτι ὁ θάνατος δέν τόν χωρίζει ἀλλά τόν ἑνώνει μέ τόν Χριστό, μέ τόν Χριστό πού ἀγάπησε καί ἀκολούθησε σέ ὅλη του τή ζωή, μέ τόν Χριστό ὁ ὁποῖος χαρίζει σέ ὅσους τόν πιστεύουν καί μένουν πιστοί μέχρι τέλους τήν αἰώνια ζωή καί μακαριότητα.
Αὐτήν ζεῖ καί ἀπολαμβάνει, ἀδελφοί μου, καί ὁ ἅγιος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ὑπενθυμίζει καί σέ μᾶς σήμερα πού τιμοῦμε τή μνήμη του τήν ἀνάγκη νά μένουμε σταθεροί στήν πίστη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Μπορεῖ ἐμεῖς νά μήν ἀντιμετωπίζουμε τό μαρτύριο, ἀντιμετωπίζουμε ὅμως καθημερινά πολλές προκλήσεις πού ἐπιδιώκουν νά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Χριστό, πού ἐπιδιώκουν νά μᾶς χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη του. Καί πολλές φορές οἱ προκλήσεις αὐτές δέν εἶναι μόνο ἐξωτερικές, δέν εἶναι προκλήσεις πού προέρχονται ἀπό τόν κόσμο ἤ ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά εἶναι προκλήσεις πού προέρχονται καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, ἀπό τίς ἀδυναμίες μας, ἀπό τά πάθη μας, ἀπό τίς κακές μας συνήθειες, πού εἶναι ἀντίθετες πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά ζήσουμε σύμφωνα μέ αὐτό.
Ὅμως, ἀδελφοί μου, σέ ὅλους αὐτούς τούς πειρασμούς εἴτε προέρχονται ἀπό ἔξω εἴτε προέρχονται ἀπό τόν ἑαυτό μας, θά πρέπει νά ἀντιστεκόμεθα. Γιατί ἡ ὑποχώρηση σέ αὐτούς μπορεῖ νά μήν εἶναι εὐθεία καί ὁλοκληρωτική ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά προοδευτικά καί χωρίς νά τό κατανοήσουμε μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Χριστό καί μᾶς χωρίζει ἀπό τήν ἀγάπη του. Καί ὁ χωρισμός ἀπό τόν Χριστό εἶναι θάνατος.
Ἄς τό ἔχουμε, λοιπόν, αὐτό κατά νοῦν καί ἄς εἴμαστε προσεκτικοί καί ἄς ἀντιστεκόμαστε, ἐνθυμούμενοι πάντοτε τόν συμπολίτη μας ἅγιο νεομάρτυρα Τιμόθεο καί τούς ἄλλους ἁγίους μάρτυρες πού θυσίασαν τή ζωή τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καί ἄς κάνουμε καί ἐμεῖς ὅποια μικρή θυσία ἀπαιτεῖται, ὥστε νά μήν χωρισθοῦμε ἀπό τόν Χριστό καί νά ζήσουμε ἑνωμένοι μαζί του καί ἐδῶ στή γῆ ἀλλά καί στόν οὐρανό αἰωνίως.
Αὐτό τήν προτροπή μᾶς ἀπευθύνει ὁ ἅγιος Τιμόθεος, τόν ὁποῖο τιμοῦμε σήμερα. Καί ἐκεῖνος γνώρισε τή ζωή, παντρεύτηκε, ἔχασε τή σύζυγό του, ἀλλά δέν ἔχασε τόν Χριστό του. Δέν ἔχασε τήν πίστη του στόν Θεό. Καί γι᾽ αὐτό στή συνέχεια τόν ἀκολούθησε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του, ἐγκατέλειψε τά πάντα, γιατί ἕνα τόν ἀπασχολοῦσε, πῶς νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, πῶς νά κερδίσει τήν οὐράνια βασιλεία. Γι᾽ αὐτό τά πάντα τά θεώρησε σκύβαλα, τά θεώρησε σκουπίδια, ὅ,τι προσφέρει ἡ προσωρινή αὐτή ζωή, ἐκεῖνος ἔστρεψε τά βλέμματά του στήν αἰώνια ζωή. Γι᾽ αὐτό καί δέν δείλιασε, ὅταν ἦρθε ἀκόμη καί τό μαρτύριο, ὅταν ἦρθε ὁ θάνατος, ἐκεῖνος σκέφτηκε ὅτι «τί θά χάσω; Αὐτή τήν προσωρινή ζωή πού μπορεῖ νά εἶναι ἕνα, δύο, πέντε χρόνια, ἀλλά θά κερδίσω αἰώνια τή σχέση μου μέ τόν Θεό. Θά κερδίσω αἰώνια τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί θά βλέπω πλέον πρόσωπο πρός πρόσωπο τόν ἴδιο τόν Θεό».
Καί ἐμεῖς ὅμως, ἀδελφοί μου, καλούμεθα κάτι νά ἐγκαταλείψουμε· καί αὐτό δέν εἶναι τίποτε μᾶς στοιχίζει. Νά ἐγκαταλείψουμε τά πάθη μας, τίς ἀδυναμίες μας, τίς ἁμαρτίες μας, γιά νά τύχουμε καί ἐμεῖς αὐτῆς τῆς εὐλογημένης στιγμῆς, ὅταν μᾶς καλέσει ὁ Θεός καί ὅπως μᾶς καλέσει ὁ Θεός νά εἴμεθα ἕτοιμοι καί νά ποῦμε «ἰδού, Κύριε, ἰδού ὁ δοῦλος σου». Ἀμήν.