Με λαμπρότητα πανηγύρισε το διήμερο 2 και 3 Ιουνίου η Ιερά Μονή Αγίων Πάντων Βεργίνης.
Την παραμονή της εορτής το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Πανηγυρικό Εσπερινό και κήρυξε τον θείο λόγο.
Ανήμερα της εορτής το πρωί ο Σεβασμιώτατος τέλεσε αρχιερατική θεία λειτουργία και κήρυξε το θείο λόγο.
Στο τέλος της θείας λειτουργίας έγινε το καθιερωμένο μνημόσυνο για τις γυναίκες και τα παιδιά που θυσιάστηκαν πέφτοντας από το «Γαλακτό» προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των αλλοπίστων και εκφωνήθηκε σχετική ομιλία από τον Αν. Καθηγητή της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης κ. Δημήτριο Παπάζη.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στον Εσπερινό :
«Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων σου ὡς πορφύρα καί βύσσον τά αἵματα ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη, δι᾽ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χριστέ ὁ Θεός».
Κυριακή πάντων τῶν ἁγίων ἡ αὐριανή Κυριακή καί ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία τιμᾶ ὅλους «τούς καλῶς ἀθλήσαντας καί στεφανωθέντας» πιστούς, καί μνημονεύει «παντός ὀνόματος ἐγγεγραμμένου ἐν βίβλῳ ζωῆς». Μνημονεύει ὅμως ἰδιαιτέρως ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θυσίασαν τή ζωή τους χάριν τοῦ Χριστοῦ. Μνημονεύει καί τιμᾶ τούς ἁγίους Μάρτυρες, διότι αὐτοί μέ τή θυσία καί τό μαρτύριό τους ἀπέδειξαν ὅτι ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη στόν Χριστό εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό αὐτήν ἀκόμη τή ζωή.
Καί δέν τούς τιμᾶ ἁπλῶς, ἀλλά θεωρεῖ τά τίμια αἵματά τους ὡς τό πολυτιμότερο κόσμημά της, ὡς τό βασιλικό ἔνδυμα πού τήν περιβάλλει, καί τά ἱερά λείψανά τους ὡς τόν μεγαλύτερο πλοῦτο καί τόν οὐράνιο θησαυρό της.
Ἡ πίστη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ τιμή πού ἀπονέμει στούς ἁγίους Μάρτυρες ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, πού θεωρεῖ ὡς θησαυρό ὅτι ἀναγνωρίζεται ὡς τέτοιος ἀπό τόν κόσμο. Θεωρεῖ πολύτιμο αὐτό πού ἐπιζητοῦν καί ἐπιδιώκουν οἱ πολλοί. Θεωρεῖ κόσμημα αὐτό τό ὁποῖο λάμπει καί ἑλκύει τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων. Θεωρεῖ σημαντικό καί σπουδαῖο αὐτό τό ὁποῖο ἔχει τήν τιμή καί τή δόξα τοῦ κόσμου.
Ὅμως ὅλα αὐτά γιά τήν Ἐκκλησία δέν ἔχουν καμία ἰδιαίτερη ἀξία καί σημασία, δέν μποροῦν νά ἀποτελοῦν οὔτε κόσμημα οὔτε λαμπρή ἁλουργίδα, γιατί «εἰσίν ἐκ τοῦ κόσμου». Ἀνήκουν στόν κόσμο, στόν κόσμο πού ἔχει περιορισμένη διάρκεια ζωῆς, στόν κόσμο πού φθείρεται καί τοῦ ὁποίου ἡ δόξα φθίνει καί μαραίνεται.
Ἀνήκουν στόν κόσμο, ὁ ὁποῖος, κατά τόν ἀπόστολο καί εὐαγγελιστή Ἰωάννη, «παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ, ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα».
Ἀντίθετα ἡ Ἐκκλησία, ἄν καί εὑρίσκεται ἐν τῷ κόσμῳ, ἄν καί δρᾶ μέσα στόν κόσμο καί γιά τόν κόσμο, δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου, γιατί οὔτε καί ὁ ἀρχηγός της, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου, διότι ἐάν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου, δέν θά μποροῦσε νά σώσει τόν κόσμο. Ἀλλά οὔτε καί οἱ μαθητές του, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καί ὅσοι πίστευσαν διά τῶν ἀποστόλων στόν Χριστό καί ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἔγιναν μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου», ὅπως τό διακηρύσσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό καί οὔτε ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ὁ πλοῦτος της, οὔτε ὁ θησαυρός της, οὔτε τό ἔνδυμά της μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τά ἀντίστοιχα τοῦ κόσμου.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς στολίδι καί δόξα καί πλοῦτο της ἔχει ὅ,τι ὁ κόσμος θεωρεῖ αἰσχύνη καί μωρία καί βδέλυγμα.
Ὡς ἀποδιοπομπαῖοι ὁδηγήθησαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες στό μαρτύριο καί ὑπέμειναν τά βασανιστήρια καί τόν ἐξευτελισμό καί τίς ὕβρεις τῶν διωκτῶν τους, καί ἔγιναν βορά τῶν ἀγρίων ζώων καί χλεύη τῶν ἀνθρώπων, καί τά αἵματά τους ἔρρευσαν ἄφθονα καί τά μαρτυρικά τους σώματα ρίχθηκαν στή θάλασσα καί κάηκαν καί ἀτιμάσθηκαν, ἀντίθετα ἀκόμη καί μέ τούς ἀνθρώπινους νόμους πού ἐπιβάλλουν τόν σεβασμό τοῦ νεκροῦ. Καί ὅμως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ αὐτούς τιμᾶ, τά δικά τους αἵματα θεωρεῖ ὡς πολύτιμο ἔνδυμα πού τήν περιβάλλει καί τά ἱερά λείψανά τους ὡς τόν πιό ἀκριβό θησαυρό της. Γιατί ὅσοι ἑκούσια ταπεινώνουν τόν ἑαυτό τους, αὐτοί ὑψώνονται ἀπό τόν Θεό, καί ὅσοι ἑκούσια προσφέρουν τή ζωή τους, αὐτοί κερδίζουν τήν αἰώνια ζωή καί ἀποτελοῦν κόσμημα καί στολίδι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰσχύει γιά τούς ὁσίους, τούς ἱεράρχες καί τούς ὁμολογητές, γιατί μάρτυρες θεωροῦνται καί αὐτοί γιά τήν Ἐκκλησία. Διότι μπορεῖ νά μήν ὑπέμειναν τό μαρτύριο τοῦ αἵματος, ἀλλά ὑπέμειναν τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως καί ἔδωσαν τή μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς εἰς αὐτόν πίστεως μέ τή ζωή τους στόν κόσμο καί στούς ἀνθρώπους. Βάδισαν ἀντίθετα στίς ἐπιταγές καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου. Χλευάσθηκαν καί αὐτοί, γιατί προτίμησαν τήν πτωχεία ἀπό τόν πλοῦτο, τήν ἀγρυπνία ἀπό τήν ἀνάπαυση τῆς σαρκός, τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τῆς κατανύξεως ἀπό τίς διασκεδάσεις, τήν ἐγκράτεια ἀπό τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, τή μωρία κατά Χριστόν ἀπό τή σοφία τοῦ κόσμου, τήν ἀδολεσχία τῆς προσευχῆς ἀπό τή φλυαρία καί τήν ἀργολογία, τήν αὐτομεμψία ἀπό τήν κατάκριση.
Καί οἱ δικοί τους ἀγῶνες, οἱ ἀσκητικοί πόνοι καί τά δάκρυα ἀποτελοῦν μαζί μέ τά τίμια αἵματα τῶν ἁγίων Μαρτύρων τόν πλοῦτο καί τόν θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀποτελοῦν ὅμως καί γιά μᾶς σημεῖο ἀναφορᾶς καί πηγή δυνάμεως καί ἐμπνεύσεως. Ἀποτελοῦν πλοῦτο, τόν ὁποῖο καλούμεθα νά ἀξιοποιήσουμε γιά νά ἀγωνισθοῦμε καί ἐμεῖς «τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως». Ἀποτελοῦν τή δύναμή μας γιά νά ἀντιμετωπίσουμε καί ἐμεῖς τόν νοητό ἐχθρό καί νά τόν νικήσουμε, ὅπως τόν νίκησαν καί ἐκεῖνοι.
Ἄς προσβλέπουμε σ᾽ αὐτή τή δόξα καί τόν πλοῦτο καί τή δύναμη τῆς Ἐκκλησίας μας ὄχι μόνο γιά νά καυχώμεθα ἀλλά γιά νά παρακινούμεθα στόν δικό μας ἀγώνα καί στή δική μας καθημερινή προσπάθεια, ὥστε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων νά ἀξιωθοῦμε νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπολαύσουμε τῆς αἰωνίου καί μακαρίας ζωῆς τήν ὁποία ἀπολαμβάνουν καί ὅλοι οἱ ἅγιοι πού τιμοῦμε σήμερα.
Σήμερα τό ἑσπέρας καί αὔριο τό πρωί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία κατατάσσει ἐπίσημα στόν κατάλογο τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕναν ὅσιο πατέρα, τόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν Τσαλίκη, ὁ ὁποῖος ἔζησε μία ταπεινή ζωή, σέ ἕνα μοναστήρι τῆς Εὐβοίας, στή Χαλκίδα, στή Μονή τοῦ ὁσίου Δαβίδ τοῦ Γέροντος. Καί ἔζησε ἐν ὁσιότητι καί ἐν ταπεινώσει. Πολλοί, πολλές φορές τόν ἐχλεύαζαν, ἐπειδή τόν θεωροῦσαν ἀγράμματο, ὅμως τά μωρά καί τούς ἀγραμμάτους ἐξελέξατο ὁ Θεός «ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ». Καί ὁ ἅγιος Ἰάκωβος, ὁ ἔχων καί προφητικό χάρισμα, ἐντάσσεται μέσα στή χορεία πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πρίν ἀπό λίγες ὧρες γύρισα ἀπό τή Γερμανία, ἀπό τή Στουτγκάρδη, ἀπό τό Esslingen, ὅπου μετέφερα τά λείψανα ἑνός σύγχρονου ἁγίου, ἑνός ἁγίου ὁ ὁποῖος ὑπέστη καί αὐτός τά πάνδεινα, γιατί ἀγάπησε καί αὐτός τόν Χριστό, γιατί θεώρησε τά πάντα σκύβαλα «ἵνα κερδίσῃ τόν Χριστόν». Ἦταν σοφός κατά κόσμον, ἦταν ἰατρός, καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ἀρχιεπίσκοπος μετέπειτα Συμφερουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἀπό τή στιγμή πού ἐνεδύθη τό τίμιο ράσο, ὡς καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς ὑπέστη διωγμούς, συκοφαντίες, φυλακίσεις, ἐξορίες στή Σιβηρία· καί ὅλα αὐτά τά ὑπέστη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ζώντας μέσα στήν ἄθεη τότε Ρωσία ἤθελε νά βοηθήσει τούς συνανθρώπους του καί σωματικά καί πνευματικά. Ἕνας, λοιπόν, ἅγιος, σύγχρονος, πού ὅλοι αὐτοί πού τόν ταλαιπώρησαν, πού τόν ἐδίωξαν, ποῦ εἶναι τά ὀνόματά τους; Χάθηκαν· κι ὅμως ὁ Λουκᾶς παραμένει, ἐγγεγραμμένος καί αὐτός στόν κατάλογο τῶν ἁγίων τῆς οἰκουμενικῆς μας Ἐκκλησίας, καί ἔτσι ἔχουμε τή χαρά νά ἔχουμε τά χαριτόβρυτα λείψανά του. Καί στήν πόλη αὐτή πού πήγαμε ἦταν χιλιάδες οἱ ἄνθρωποι πού ἦλθαν γιά νά προσκυνήσουν τά λείψανά του καί νά ἐκζητήσουν τή βοήθειά του. Ποῦ εἶναι ὁ Στάλιν, ποῦ εἶναι ὅλοι αὐτοί πού τόν ἐδίωξαν, αὐτοί πού τόν φυλάκισαν, αὐτοί πού τόν ὑπέβαλαν σέ ὅλα ἐκεῖνα τά μαρτύρια πού διαβάζοντάς τα κανείς φρίττει, ἀλλά καί ἀγαπᾶ περισσότερο τόν ἅγιο Λουκᾶ; Χάθηκαν, ἐνῶ ὁ ἅγιος Λουκᾶς εἶναι ἕνας οἰκουμενικός διδάσκαλος, ἕνας μάρτυρας καί αὐτός καί ὁμολογητής τῆς ἀληθείας.
Εὔχομαι, λοιπόν, σέ ὅλους σας, ἀδελφοί μου, καί ἰδιαιτέρως στήν Ἱερά αὐτή Ἀδελφότητα, ἡ ὁποία ἀπό ἐτῶν μέ τή συνετή καθοδήγηση τοῦ Γέροντός της, τοῦ π. Παύλου, ἀνακαίνισε καί ἔφερε νέα πνοή στήν Ἱερά αὐτή Μονή τῶν ἁγίων Πάντων πού τιμᾶται στή χάρη τους καί πανηγυρίζει σήμερα, καί μέ τή φίλεργη καί ἀκάματη προσπάθεια τῆς Γερόντισσας καί ὅλων τῶν ἀδελφῶν ἔγινε καί πάλι ἕνα ἐργαστήριο προσευχῆς καί ἁγιότητος, ἕνας πνευματικός λειμώνας, στόν ὁποῖο ἀναπαύονται οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί δοξάζεται ὁ Θεός, ὁ ἐνδοξαζόμενος ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ. Ἀμήν.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Θεία Λειτουργία :
«Πολλοί δέ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καί ἔσχατοι πρῶτοι».
Αὐτούς τούς λόγους τοῦ Κυρίου μᾶς ὑπενθύμισε ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, ἡ ζωή τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ συγχρόνως τή περιφανέστερη καί ἀσφαλέστερη ἐπιβεβαίωσή τους.
Δέν εἶναι ὅμως ἡ μοναδική φορά κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός τονίζει στούς μαθητές του ὅτι ἡ ἱεράρχηση τῶν προτεραιοτήτων καί τῶν ἐπιλογῶν πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τή δική του. Εἶναι ἀπολύτως ἀντίστροφη. Καί αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς τό ἐπαναλαμβάνει, ἔτσι ὥστε νά μήν ὑπάρχουν παρανοήσεις καί παρεξηγήσεις τῶν λόγων του.
Οἱ ἄνθρωποι ἀντιδροῦμε στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα κάποιοι ἀμφισβητοῦν τήν πίστη καί ἀμφιβάλλουν γιά τό Εὐαγγέλιο μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ πίστη εἶναι ξεπερασμένη ὑπόθεση στήν ἐποχή μας καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τήν προσεγγίσει καί νά τήν ἀποδεχθεῖ, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά τήν κατανοήσει μέ τή λογική.
Ὅμως, ἀδελφοί μου, ἡ πίστη εἶναι θεμελιώδης ἀρχή τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ ἄνθρωπος πιστεύει χωρίς νά ἐλέγχει τήν ἀκρίβεια ἤ τήν ὀρθότητά τους ἀναρίθμητα δεδομένα τῆς ζωῆς καί τῆς καθημερινότητός του. Πιστεύει ὡς ὀρθά χωρίς νά ἐλέγχει καί νά μπορεῖ νά ἐλέγξει τά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης, ἔστω καί ἄν ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη στή συνέχεια τά ἀναιρεῖ καί τά ἀνατρέπει.
Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο δέν μπορεῖ ἤ δέν θέλει νά πιστεύσει ὁ ἄνθρωπος στόν Χριστό καί νά ἀκολουθήσει τό Εὐαγγέλιό του εἶναι διότι ὁ λόγος του ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, ὄχι τήν ἀληθινή, ὄχι αὐτή πού ἔπλασε ὁ Θεός, ἀλλά τήν πεπτωκυῖα ἀνθρώπινη φύση, τή ἀνθρώπινη φύση ὅπως ἔγινε μετά τήν πτώση καί τήν παραμόρφωση καί διαστροφή πού τῆς προξένησε ἡ ἁμαρτία.
Δέν μπορεῖ καί δέν θέλει νά πιστεύσει ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι δυνατόν ἡ πίστη στόν Χριστό νά τοῦ ἀνατρέπει τίς βεβαιότητές του, νά ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τίς φιλοδοξίες του καί τόν ἐγωισμό του.
Δέν εἶναι εὔκολο νά τό δεχθεῖ αὐτό ὁ ἄνθρωπος. Τό βλέπουμε ἀκόμη καί στούς δύο μαθητές του, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι τόσα εἶχαν ἀκούσει καί ζήσει κοντά του καί ὅμως λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος του ἐπιδιώκουν τήν πρωτοκαθεδρία, ὅταν θά ἔλθει ἐν δόξῃ.
Γνωρίζει πολύ καλά ὁ Χριστός ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση δυσκολεύεται νά κατανοήσει τή θεία αὐτή ἱεράρχηση, γιατί ἀνατρέπει ὅσα θεωροῦσε ἐπιδιωκτέα καί ἐπιθυμητά. Ποιός ἄνθρωπος δέν ἐπιθυμεῖ νά πρωτεύσει καί νά διακριθεῖ; Καί ὅμως ἀκούει τόν Χριστό νά τοῦ λέει ὅτι οἱ τελευταῖοι θά γίνουν πρῶτοι καί οἱ πρῶτοι τελευταῖοι, καί ἀντιδρᾶ. Ἀντιδρᾶ, γιατί ἀντιδρᾶ ὁ ἐγωισμός του πού νομίζει ὅτι τά πάντα τελειώνουν σέ αὐτή τή ζωή, ὅτι ἐπάνω ἀπό ὅλα εἶναι ἡ τιμή καί ἡ δόξα πού προσφέρουν οἱ ἄνθρωποι, καί ἀρκεῖ νά ἐπιδιώκουμε αὐτή τή δόξα γιά νά εὐτυχήσουμε στή ζωή μας.
Ὅμως ὁ Χριστός δέν ἀναφέρεται σέ αὐτή τή ζωή, στήν ἐπίγεια ζωή, γιατί αὐτή εἶναι ἕνα πέρασμα, εἶναι μία προετοιμασία γιά τήν αἰώνια· γι᾽ αὐτό καί ἐπιμένει ὅτι ὅσοι εἶναι πρῶτοι θά γίνουν τελευταῖοι.
Δέν ἀντιτίθεται ὁ Χριστός στή φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου νά προοδεύει καί νά πρωτεύει. Αὐτός ἄλλωστε τοῦ τήν ἔδωσε. Ἐπιδιώκει ὅμως νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν προσκόλληση σέ αὐτή πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐγωιστικῆς διαστροφῆς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Δέν ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τόν ἄνθρωπο νά ἐγκαταλείψει τήν προσπάθεια γιά διάκριση. Θέλει ὅμως νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἐμμονή σέ αὐτή πού μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσει σέ δεκάδες ὑποχωρήσεις καί πτώσεις ἠθικές καί ἀξιακές.
Ἐπιδιώκει νά κατανοήσουμε ὅτι, ἐάν θέλουμε νά ζήσουμε μαζί του αἰώνια, θά πρέπει νά εἶναι Ἐκεῖνος ἡ πρώτη προτεραιότητά μας. Ἀσφαλῶς καί μποροῦμε καί πρέπει νά ἀγωνιζόμασθε καί γιά ὅλα τά ἄλλα στή ζωή μας, ἀρκεῖ αὐτά νά μήν μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν κύριο στόχο μας. Ἀρκεῖ νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά τά θυσιάσουμε γιά τήν ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Καί αὐτό, ἀδελφοί μου, μᾶς διδάσκουν μέ τό παράδειγμά τους οἱ ἑορταζόμενοι ἅγιοι Πάντες.
Πολλοί ἀπό αὐτούς ἦταν διακεκριμένοι κατά κόσμον. Ἦταν ἔνδοξοι στρατηγοί, διαπρεπεῖς ἐπιστήμονες, φημισμένοι σοφοί, ἄρχοντες καί βασιλεῖς, ἦταν πρῶτοι γιά τά μέτρα τοῦ κόσμου καί ἀπολάμβαναν τή δόξα καί τίς τιμές τῶν ἀνθρώπων. Δέν δίστασαν ὅμως νά τά ἀπαρνηθοῦν ὅλα αὐτά, νά τά θεωρήσουν τιποτένια, νά τά θεωρήσουν σκύβαλα, προκειμένου νά μήν χωρισθοῦν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔγιναν μέ τή θέλησή τους ἔσχατοι γιά τόν κόσμο, καί ἀναδείχθηκαν ἔτσι πρῶτοι κατά Θεόν. Δοξάσθηκαν ἀπό τόν Χριστό καί δοξάζονται καί ἀπό τήν Ἐκκλησία του καί ἀποτελοῦν γιά ὅλους μας, ἀδελφοί μου, τή ζωντανή ἐπιβεβαίωση ὅτι καμία θυσία πού γίνεται γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι χαμένη καί καμία ἐπιλογή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μάταιη καί ἄσκοπη, ἀλλά χαρίζει στόν ἄνθρωπο τήν αἰώνια μακαριότητα κοντά στόν Θεό καί τόν καθιστᾶ ἄξιο τῆς ἀγάπης του, αὐτῆς πού ἀπολαμβάνουν οἱ ἅγιοι Πάντες στόν οὐρανό, ἀλλά καί αὐτῆς πού ἀπολαμβάνουν οἱ ἡρωικές γυναῖκες, οἱ ὁποῖες σέ χρόνια δύσκολα καί σκοτεινά ἐπέλεξαν τή θυσία τῆς ζωῆς τους, προκειμένου νά μήν ἀτιμασθοῦν ἀπό τούς Τούρκους, πού κατέπνιξαν τήν ἐπανάσταση τοῦ Κολινδροῦ μέ φοβερές σφαγές. Θυσιάστηκαν, ὅπως οἱ γυναῖκες στήν Ἀράπιτσα καί στό Ζάλογγο, γιά νά μήν ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους στόν Χριστό καί τήν ἀγάπη τους στήν πατρίδα, δίνοντας ἕνα παράδειγμα ἡρωισμοῦ καί θυσίας γιά τήν πατρίδα καί σέ μᾶς σήμερα, πού καλούμεθα νά βάλλουμε τήν ἀγάπη μας γιά τόν Χριστό ἀλλά καί γιά τήν πατρίδα πάνω ἀπό κάθε συμφέρον καί σκοπιμότητα, ἔχοντας ὡς πρότυπο τούς τιμωμένους ἁγίους Πάντες ἀλλά καί τίς ἡρωϊκές γυναῖκες πού ἔπεσαν ἐδῶ τό 1878.