Μνημόσυνο για τον μακαριστό Γέροντα Φιλάρετο (1890-1963) καθηγούμενο της Ι.Μ. Κωνσταμονίτου Αγίου Όρους στη γενέτειρα του Φυτειά Ημαθίας. (Φωτο)

GerontasFilaretosFyteia.2018.jpg

GerontasFilaretosFyteia.2018.jpg

Το Σάββατο 3 Μαρτίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε και το θείο λόγο στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Φυτειάς.

Στο τέλος τελέστηκε μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του μακαριστού γέροντος Φιλαρέτου Κωνσταμονίτου, ο οποίος γεννήθηκε στη Φυτειά το 1890 και διετέλεσε καθηγούμενος της Ι.Μ. Κωνσταμονίτου Αγίου Όρους.

Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας στην αίθουσα εκδηλώσεων της Δημοτικής Κοινότητος του χωριού πραγματοποιήθηκε ομιλία απο τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας Αρχιμ. Πορφύριο Μπατσαρά για την οσιακή μορφή του εκλε­κτού γόνου της Φυτειάς, του μα­κα­­ρι­στού Γέροντος Φιλαρέτου Κων­­στα­­μονίτου.

ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :

«Παρακαλεῖτε ἑαυτούς καθ᾽ ἑκά­στην ἡμέραν … ἵνα μή σκληρυνθῇ τις ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας».

Σέ ἕνα ἀπό τά πιό δύσκολα ζη­τή­ματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐφι­στᾶ τήν προσοχή μας μέ τό ση­με­ρινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦ­λος. Προσέχετε, λέγει, καθημε­ρι­νά, μήπως σκληρυνθεῖ ἡ ψυχή σας ἀπό τήν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας.

Τί σημαίνει ὅμως, ἀδελφοί μου, αὐτός ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου;

Στήν παραβολή τοῦ Σπορέως ὁ Χρι­στός παρομοίασε τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ ἕναν ἀγρό, πού ἄλ­λοτε εἶναι καλλιεργημένος καί ὀρ­γωμένος καί μπορεῖ νά δεχθεῖ τόν σπόρο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί νά βλαστήσει καί νά καρποφορήσει «καρπόν ἑκαντοπλασίονα». Ἄλλο­τε πάλι, ὅπως συμβαίνει καί στή ζωή, καί στούς πραγματικούς ἀ­γρούς πού καλλιεργοῦμε ὡς ἄν­θρω­ποι, τό χῶμα εἶναι σκληρό, εἶ­ναι γεμάτο πέτρες, δέν ἔχει σκα­φθεῖ γιά πολύν καιρό, δέν ἔχει πο­τι­σθεῖ καί ἔτσι ἀδύνατο νά καλ­λι­ερ­γήσει κανείς ὁτιδήποτε σέ αὐτό.

Καί ἐάν ἡ καλλιέργεια τοῦ πνευ­ματικοῦ ἀγροῦ τῆς ψυχῆς γίνεται μέ τήν προσπάθεια, τήν ἄσκη­ση, τή νηστεία, τήν προσευχή, τή με­τά­νοια, ἀλλά καί μέ τίς δοκιμασίες καί μέ τίς θλίψεις καί μέ τίς ἀσθέ­νειες, πού ταπεινώνουν τόν ἄν­θρω­­πο καί τόν κάνουν νά αἰ­σθαν­θεῖ τήν ἀδυναμία του καί τήν ἀνε­πάρκειά του ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπουσία ὅλων αὐτῶν καί συγ­χρό­νως ἡ ἐμμονή τοῦ ἀνθρώπου στίς ἀδυναμίες του, στά πάθη του, στήν ἁμαρτία, στήν ἀποχή ἀπό τό μυ­στή­ριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογή­σεως, κάνουν τήν ψυχή σκληρή, ἀδιά­φο­ρη γιά τόν Θεό, ἀσυγκίνητη γιά ὅ,τι πνευματικό, ἀλλά καί γιά τήν κατάστασή της.

Καί ὅταν αὐτή ἡ κατάσταση χρο­νίζει, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύ­νε­ται ἀπό τόν Θεό, γίνεται ξένος πρός αὐτόν καί ὑποδουλώνεται στόν διάβολο, πού ἐπιχειρεῖ νά τόν ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια καί τήν καταστροφή.

Καί ἐπειδή, ἐάν δέν προσέξει ὁ ἄν­θρωπος, δέν εἶναι δύσκολο νά παρασυρθεῖ ἐξαιτίας τῆς ἀμελείας του καί νά φθάσει σέ αὐτή τή θλι­βερή καί δυσάρεστη κατάστα­ση, γι᾽ αὐτό καί ὁ οὐρανοβάμων ἀπό­στο­λος Παῦλος μᾶς παρακαλεῖ νά προ­σέχουμε καί νά φροντί­ζου­με τήν ψυχή μας, ἔτσι ὥστε νά μήν σκληρυνθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί κατά συνέπεια νά μήν ἀπομα­κρυν­θεῖ ἀπό τόν Θεό.

Γιά τόν ἴδιο ἀκριβῶς λόγο καί ἡ Ἐκκλησία μας, ἰδιαιτέρως κατά τήν περίοδο αὐτή, προσπαθεῖ νά μᾶς παρακινήσει, ὥστε νά καλ­λι­ερ­γήσουμε τήν ψυχή μας πνευ­μα­τικά, ἀκόμη καί ἐάν τήν ἔχουμε παραμελήσει ἐξαιτίας τῶν μερι­μνῶν καί τῶν φροντίδων τῆς κα­θημερινότητος ἤ καί τῆς προσωπι­κῆς μας ἀδρα­νεί­ας καί ἀμελείας, καί ἔχει ξερα­θεῖ, καί δέν ἔχουμε φροντίσει νά τήν ποτίσουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τά δάκρυα τῆς κατανύξεως καί τῆς μετανοίας μας.

Μᾶς παρακινεῖ, προσφέροντάς μας ὅλα ἐκεῖνα τά πνευματικά μέσα πού ἀνέφερα καί προηγου­μέ­νως, ἀλλά καί προβάλ­λο­ντάς μας παραδείγματα μετα­νοί­­ας καί ἁγίας ζωῆς τῶν ἁγίων καί τῶν ὁσίων πού μνημονεύει αὐτή τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρα­κο­­στῆς.

Καί σήμερα μᾶς προβάλλει ἕνα ἀκόμη πρότυπο διαρκοῦς πνευμα­τι­κοῦ ἀγῶνος γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή, τήν ὁσιακή μορφή τοῦ ἐκλε­κτοῦ γόνου τῆς Φυτειᾶς, τοῦ μα­κα­­ρι­στοῦ Γέροντος Φιλαρέτου Κων­­στα­­μονίτου, τοῦ ὁποίου τε­λοῦ­με σήμερα τό ἱερό μνημόσυνο μέ τήν εὐ­καιρία τῆς συμπλη­ρώσεως πε­νή­ντα πέντε ἀπό τῆς κοιμήσεώς του.

Πῆγε νέος στό Ἅγιο Ὄρος, μόλις εἰκοσιδύο ἐτῶν, ἐπιστρέφοντας ἀπό μία σύντομη παραμονή στήν Ἀμε­ρική. Πῆγε ὑπακούοντας στήν κλή­ση τοῦ Θεοῦ, πού τόν προσκά­λεσε διά τοῦ ἁγίου μεγαλομάρ­τυ­ρος Δημητρίου τοῦ μυροβλύτου, στοῦ ὁποίου τόν ἱερό ναό πῆγε νά προσκυνήσει, μόλις ἔφθασε στό λι­μάνι τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τό μα­κρινό του ταξίδι, στίς 26 Ὀκτω­βρίου τοῦ 1912, τήν ἡμέρα δηλαδή τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου ἀλλά καί τῆς ἀπε­λευ­θε­­ρώσεως τῆς πόλεως ἀπό τούς Τούρκους.

Καί ὁ ἅγιος Δημή­τριος ἐμφανί­σθηκε ἐκεῖνο τό βράδυ στόν ὕπνο τοῦ νεαροῦ Ἀντωνίου, ὅπως ἦταν τό κοσμικό ὄνομα τοῦ Γέροντα, καί τόν παρότρυνε νά μήν ἐπιστρέ­ψει στό χωριό του, στή Φυτειά, ἀλλά νά πάει ἀμέσως στό Ἅγιο Ὄρος καί νά γί­νει μοναχός.

Ὑπάκουος στήν οὐράνια πρόσ­κλη­ση ὁ νεαρός Ἀντώνιος πῆγε ὄντως στόν Ἄθωνα καί ἔγινε μο­να­χός στό πρῶτο μοναστήρι πού σταμάτησε, στήν Ἱερά Μονή Κων­σταμονίτου, καί παρέδωσε στόν ἀγωγιάτη πού τόν μετέφερε ὅλα τά πράγματα καί τά χρήματά του, ὅ,τι ἔφερνε ἀπό τήν Ἀμερική, ἐγκαταλείποντας γιά πάντα τόν κόσμο καί ἀφοσιού­με­νος διά τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό καί στήν Κυρία Θεοτόκο, τήν ἔφορο καί προστάτιδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὡς ἄνθρωπος τῆς ὑπακοῆς καί τῆς τα­πεινώσεως πέρασε ὅλη τή ζωή του στό Ἅγιο Ὄρος, πενήντα ἕνα χρό­νια· καί ἀκόμη καί ὅταν ἔγι­νε ἡ­γού­μενος τῆς μονῆς τῆς μετα­νοί­ας του, αὐτός συνέχισε νά ζεῖ καί συμπεριφέρεται ὡς ἕνας ἁπλός καί τα­πεινός μοναχός, πού προ­σέ­φερε τήν ἀγάπη του σέ ὅλους ὅσους τόν πλησίαζαν καί προσπα­θοῦσε νά βοη­­θήσει τούς πάντες μέσα στό μο­­ναστήρι, σέ ὅλα τά δια­κονή­μα­τα καί σέ ὅλες τίς ἀνά­γκες παρά τίς πολλαπλές ὑπο­χρεώ­σεις του καί τίς συνεχεῖς θεῖ­ες λειτουργίες πού τελοῦσε καθη­μερινά ἀπό τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἱερέας.

Ἔτσι εἵλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή του, πού ὄχι μόνο δέν σκληρύνθηκε ἀπό τή ὄντως σκλη­ρή ζωή πού ζοῦσε ὁ Γέροντας στή Μονή Κωνσταμονίτου, ἀλλά ἀντί­θετα ἀρδεύθηκε πλούσια ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τά δάκρυα τῆς κατα­νύξεως, πού ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του, καί ἔδωσε καρπούς ἀρε­τῶν πολλούς καί ἀγαθούς, καί ἀξιώ­θη­κε οὐρανίων δωρεῶν, ἀνά­μεσα στίς ὁποῖες τό θεῖο φῶς τό ὁποῖο τόν κα­τηύγαζε καί ἡ χαρά ἡ ὁποία πληροῦσε τήν ψυχή του, ὅταν λει­τουρ­γοῦσε ἤ μᾶλλον ὅταν συλ­λει­τουργοῦσε μέ τούς ἀγγέ­λους, ὅπως ἔλεγαν ὅσοι τόν γνώ­ριζαν, καί ὑπερήπτατο τοῦ ἐδάφους. Γι᾽ αὐτό καί τίποτε δέν τόν εὐ­χα­ρι­στοῦσε περισσότερο ἀπό τό νά τε­λεῖ τή θεία Λειτουργία καθη­με­­ρι­νά σέ ὅλη του τή ζωή.

Ἡ θεία χάρη, τήν ὁποία εἶχε στήν ψυχή του καί τήν κάλυπτε μέ τήν ἀπαράμιλλη ἁπλότητα καί τήν τα­πείνωσή του, ἦταν αὐτή πού ἀνέ­παυε ὅσους τόν πλησίαζαν γιά νά ἐξομολογηθοῦν ἤ γιά νά τόν συμ­βουλευθοῦν, καί πολλοί ἦταν ἐκεῖ­νοι οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦσαν ὅτι στό πρόσωπό του εἶχαν βρεῖ ἕνα πραγματικό πατέρα, ἕνα πραγμα­τι­κά ἅγιο καί σημειοφόρο μοναχό. Γι᾽ αὐτόν ἄλλωστε, ὅπως σημειώ­νει καί ὁ μακαριστός πατήρ Μωυ­σῆς ὁ Ἁγιορείτης, ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος ὅτι μέ τήν καθαρότητά του ὁ Γέρων Φιλάρετος ἔβλεπε τό παρελθόν καί τό μέλλον, τίς σκέ­ψεις, τά διανοή­μα­τα καί τούς δια­λογισμούς τῶν ἀν­θρώπων, ἀκόμη καί τί εἶχαν στήν τσέπη τους.

Καί εἶναι σημαντικό, ἀδελφοί μου, ὅτι ὁμιλεῖ ἔτσι γιά τόν μα­κα­ρι­στό Γέροντα Φιλάρετο ἕνας ἅγι­ος, ὁ ἅγιος Παΐσιος, πού τόν γνώρισε καί ὁ ὁποῖ­ος διέ­θετε ἐπίσης πολλά καί οὐ­ράνια χαρίσματα, ὥστε νά μπορεῖ νά τά διακρίνει καί στούς ἄλλους.

Ἔχοντας, λοιπόν, τέτοια παρα­δείγ­ματα ἐν Χριστῷ ζωῆς ζω­ντα­νά ἀνάμεσά μας, σάν τόν Γέροντα Φι­λάρετο, τόν γόνο τῆς Φυτειᾶς, ἄς παρακινηθοῦμε καί ἐμεῖς στόν πνευ­ματικό μας ἀγώνα, ὥστε νά κα­θαρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τίς ἁμαρτίες μέ τή μετάνοια καί νά καλλιεργοῦμε ἀντί τῶν παθῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν μας τίς ἀρε­τές, γιά νά ζοῦμε κατά τό δυνατόν καί ἐμεῖς τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί νά ἀξιω­θοῦμε νά διέλθουμε ἐν κα­τανύξει τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί νά ἑορτάσουμε ἐν ἀγαλλιάσει τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυ­ρίου διά τῶν εὐχῶν τοῦ μα­κα­ριστοῦ καί ἁγίου Γέροντος Φιλαρέτου τοῦ Κωνσταμονίτου.

ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

GerontasFilaretosFyteia.2018-2.jpg