Τήν Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ἡμἐρα ἐπετείου τῆς εἰς Ἐπίσκοπον ἐκλογῆς του πρίν ἀπό 26 χρόνια, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας,, Ναούσης καί Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καί κήρυξε τό θείο λόγο στό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἀθανασίου Σφηνίτσης. Ὁ Σεβασμιώτατος μεταξύ ἄλλων ἀνέφερε:
«Ὁ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ λαλῶν τήν δόξαν τήν ἰδίαν ζητεῖ· ὁ δέ ζητῶν τήν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν οὗτος ἀληθής ἐστιν».
Μία ἡμέρα ἀνάλογη μέ τήν σημερινή, τήν ἡμέρα πού εἶναι ἀκριβῶς στόν μέσον τοῦ διαστήματος μεταξύ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Χριστός πῆγε στόν ναό τοῦ Σολομῶντος καί ἐδίδασκε. Ὁ λόγος του ὅμως ἔκανε πολλούς ἀπό τούς Ἰουδαίους πού βρισκόταν ἐκείνη τήν ὥρα στόν ναό νά ἀποροῦν καί νά διερωτῶνται πῶς εἶναι δυνατόν νά μιλᾶ τόσο ἐκπληκτικά ἕνας ἄνθρωπος σάν τόν Ἰησοῦ, πού ὅλοι γνώριζαν ὅτι δέν εἶχε σπουδάσει.
Καί παρότι ἡ ἀπορία τῶν ἀνθρώπων δέν ἦταν ἰδιαίτερα δικαιολογημένη, διότι στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀρκετοί ἦταν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παρά τήν ταπεινή καταγωγή τους ἀνεδείχθησαν ὄργανα τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν ἐκεῖνοι διά τῶν ὁποίων ὁ Θεός διερμήνευε τό θέλημά του στούς ἀνθρώπους, ὁ Χριστός σπεύδει νά δώσει ἀπάντηση στήν ἀπορία τους, σπεύδει νά ἐπιβεβαιώσει ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος δέν εἶναι ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα, ἀλλά εἶναι ἔκφραση τῆς χάριτος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
«Ὁ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ λαλῶν τήν δόξαν τήν ἰδίαν ζητεῖ· ὁ δέ ζητῶν τήν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν οὗτος ἀληθής ἐστιν».
Ὅποιος ὁμιλεῖ καί κηρύττει ἀναπτύσσοντας τίς δικές του ἀπόψεις, τίς δικές του θέσεις καί ἰδέες, τίς δικές του ἀναλύσεις καί ἑρμηνεῖες, αὐτός ἐπιζητεῖ τή δική του δόξα. Αὐτός ὅμως πού ζητᾶ καί ἐπιδιώκει τή δόξα αὐτοῦ πού τόν ἔστειλε, αὐτός εἶναι ἀληθής καί κηρύσσει τήν ἀλήθεια, λέγει ὁ Χριστός μας σήμερα, ἀπαντώντας στήν ἀπορία τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά καί προσφέροντας καί σέ μᾶς ἕνα ἀλάνθαστο κριτήριο μέ βάση τό ὁποῖο μποροῦμε νά ἐξετάζουμε τόσο τόν ἑαυτό μας ὅσο καί ἐκείνους πού κηρύττουν καί ὁμιλοῦν περί τοῦ Θεοῦ.
Διότι ὑπάρχουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι, ὅπως εἶπε καί ὁ Χριστός, θά ἐμφανισθοῦν καί θά ὁμιλοῦν στό ὄνομά του, κάποιοι μάλιστα θά κάνουν καί θαύματα. Ὅμως αὐτοί πού τόν ἐκπροσωποῦν πραγματικά, αὐτοί τούς ὁποίους πρέπει νά ἀκοῦμε καί νά πιστεύουμε τόν λόγο τους ὡς λόγο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιζητοῦν μέσω τοῦ κηρύγματος τή δική τους προβολή καί τή δική τους δόξα, δέν ἐπιδιώκουν τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἐπιθυμοῦν νά τούς ὀνομάζουν οἱ ἀκροατές τους «διδάσκαλε» καί νά τούς ἀκολουθοῦν, ἀλλά ἐπιδιώκουν καί ἐπιζητοῦν νά δοξάζεται διά τοῦ κηρύγματος τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι παραμερίζουν καί κρύβουν τόν ἑαυτό τους γιά νά μήν κρύβουν τόν Θεό ἀπό τούς ἀκροατές τους. Εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι κάνουν πράξη αὐτό τό ὁποῖο ἔκανε καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἦλθε στόν κόσμο, δίδαξε καί θαυματούργησε, γιά νά ἐκπληρώσει τό θέλημα τοῦ Πατρός του καί γιά νά δοξασθεῖ ὁ Θεός διά τῶν πιστευόντων εἰς Αὐτόν.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἀνάγκη τίς γνώσεις ἤ τήν ρητορική δεινότητα τῶν κηρύκων του γιά νά φθάσει στούς ἀνθρώπους. «Τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς καταισχύνει», θά γράψει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ὁ Χριστός διάλεξε τούς ἀγραμμάτους καί ἀμαθεῖς κατά κόσμον μαθητές του, γιά νά ντροπιάσει τούς σοφούς τοῦ κόσμου πού τούς θεωροῦσαν ἀνίκανους καί τούς περιγελοῦσαν. Καί ὅμως αὐτοί οἱ ἀγράμματοι ἁλιεῖς κατόρθωσαν νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλο τόν κόσμο καί νά τόν κερδίσουν γιά τόν Χριστό.
Ὅσοι, λοιπόν, ἔχουν ἐμπιστοσύνη στίς ἱκανότητές τους, ὅσοι αἰσθάνονται ἐπαρκεῖς μέ τίς γνώσεις καί τή μόρφωση πού διαθέτουν, ὅσοι, πολλοί περισσότερο, ἐνδίδουν στόν πειρασμό τῆς αὐτοϊκανοποιήσεως, γιατί οἱ ἄνθρωποι τούς ἀκοῦν, τούς ἐπαινοῦν καί τούς ἀκολουθοῦν, αὐτοί εἶναι προφανές ὅτι χρησιμοποιοῦν τό κήρυγμα ὡς μέσο γιά νά δοξασθοῦν καί νά προβληθοῦν οἱ ἴδιοι καί ὄχι ὁ Θεός, τόν λόγο τοῦ ὁποίου κηρύττουν.
Κατά συνέπεια ἰσχύει καί γι᾽ αὐτούς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πού ἀκούσαμε σήμερα ὅτι «ὁ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ λαλῶν τήν δόξαν τήν ἰδίαν ζητεῖ». Αὐτός πού ἐπιδιώκει τή δική του δόξα, αὐτός δέν κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τόν δικό του λόγο, ὁ ὁποῖος εἶναι λόγος ἀνθρώπινος καί δέν ἔχει τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Τό ἴδιο ἰσχύει ὄχι μόνο γιά τούς λόγους ἀλλά καί γιά τά ἔργα μας. Ἐάν τά κάνουμε πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου μας, «ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσιν τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς», τότε εἶναι ἀληθινά καλά ἔργα καί ἑλκύουν τή χάρη τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας.
Μέ αὐτό τό κριτήριο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς προσωπικῆς μας προβολῆς θά πρέπει νά προσπαθοῦμε νά πορευόμεθα στή ζωή μας ὅλοι μας, καί πολύ περισσότερο ἐμεῖς οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί, ὥστε διά τῶν λόγων καί τῶν ἔργων μας νά δοξάζεται μόνο ὁ Θεός, στόν ὁποῖο ὀφείλουμε ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη γιά τήν τιμή πού μᾶς ἔκανε νά μᾶς συγκαταριθμήσει στούς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος του καί νά μᾶς ἐμπιστευθεῖ τό τάλαντο τῆς διακονίας τῶν ἀδελφῶν μας.
Καί ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά ἐκφράσω κι ἐγώ τήν εὐγνωμοσύνη μου πρός τόν τρισάγιο Θεό, ἰδιαιτέρως κατά τή σημερινή ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, κατά τήν ὁποία πρίν ἀπό 26 χρόνια ἐξελέγην Μητροπολίτης τῆς ἀποστολικῆς αὐτῆς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας, ἡμερομηνία βέβαια 25 Μαΐου, ἀλλά ἑορτή τῆς Μεσοπεντηοστῆς, τήν ὁποία ἀπό τότε μέ ἀξίωσε νά ποιμαίνω, διακονώντας τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὅλους ἐσᾶς, καί νά προσπαθῶ μέ τίς δυνάμεις πού Ἐκεῖνος μοῦ χαρίζει νά ἐργάζομαι πρός δόξαν τοῦ ἁγίου Ὀνόματός του καί πρός σωτηρία τῶν ψυχῶν, τίς ὁποῖες ἡ ἀγάπη καί τό ἄπειρο ἔλεός του μοῦ ἔχει ἐμπιστευθεῖ.