Στο πλαίσιο των ΚΔ´ Παυλείων, την Δευτέρα 18 Ιουνίου το πρωί στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικοδήμου του Βεροιέως και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Βεροίας, πραγματοποιήθηκε όπως κάθε χρόνο η ημερίδα Πνευματικών με τίτλο : «Κατήχηση και ποιμαντική δια του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως».
Στην αρχή χαιρετισμό απηύθυνε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο οποίος στο τέλος απένειμε και τα αναμνηστικά των ΚΔ΄ Παυλείων.
Ομιλητής της ημερίδας ήταν Αρχιμ. Νεκτάριος Καλύβας από την Ιερά Μητρόπολη Φωκίδος, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Κατήχηση και ποιμαντική δια του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως»
Την εκδήλωση παρουσίασε με επιτυχία ο Αρχιμ. Ιερεμίας Γεωργαλής.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Ο χαιρετισμός του Σεβασμιωτάτου :
Πρίν ἀπό μία περίπου ἑβδομάδα στήν Ἡμερίδα τῶν κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως μέ θέμα «Ἐξωτερική καί ἐσωτερική ἱεραποστολή» εἴχαμε τήν εὐκαιρία, μέ τίς δύο εἰσηγήσεις πού ἀφοροῦσαν στήν ἐσωτερική ἱεραποστολή, νά ἀκούσουμε καί συζητήσουμε γιά πολλά καί σημαντικά θέματα γιά τήν ποιμαντική διακονία τοῦ ἱερέως μέσα στήν ἐνορία του ἀλλά καί σέ ἰδιάζουσες συνθῆκες, ὅπως αὐτές τῆς φυλακῆς.
Τό θέμα τῆς σημερινῆς Ἡμερίδας τῶν πνευματικῶν τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως εἶναι βεβαίως πιό ἐξειδικευμένο καί ἑστιάζεται στήν κατήχηση καί τήν ποιμαντική, ὅπως αὐτές μποροῦν νά ἀσκηθοῦν μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ὅλοι ἀσφαλῶς γνωρίζουμε τόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, στό ὁποῖο ὁ πνευματικός ἀκούει καί ἀναδέχεται τή μετάνοια τοῦ ἐξομολογουμένου καί παρέχει διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Ὁ ρόλος τοῦ πνευματικοῦ στό μυστήριο αὐτό εἶναι νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά ἐξομολογηθεῖ ἐν εἰλικρινείᾳ τά ἐν γνώσει καί ἐν ἀγνοίᾳ παραπτώματα, λάθη καί πάθη του, νά συνειδητοποιήσει τήν ἁμαρτωλότητά του καί νά ἀποφασίσει νά ἀλλάξει τή συμπεριφορά καί τή στάση του εἴτε ὡς πρός κάτι συγκεκριμένο εἴτε καί γενικότερα. Εἶναι ἀκόμη νά τόν καθοδηγήσει στήν πνευματική ζωή ὑποδεικνύοντάς του τά κατάλληλα πνευματικά φάρμακα γιά τήν περίπτωσή του.
Τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως δέν εἶναι ἀσφαλῶς ὥρα κηρύγματος ἀπό τήν πλευρά τοῦ πνευματικοῦ, ὁ τρόπος ὅμως μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος βρίσκεται ἐνώπιόν του καί ἀποκαλύπτει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τά μύχια τῆς ψυχῆς του, ἔχει μεγάλη σημασία καί ἀποτελεῖ μέρος τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ πνευματικοῦ πρός τόν ἐξομολογούμενο πιστό.
Διότι ὁ τρόπος τοῦ πνευματικοῦ πρέπει νά ἐκφράζει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν μετανοοῦντα πιστό, πρέπει νά περιέχει τή στοργή καί τή φροντίδα πού δείχνει ὁ καλός Σαμαρείτης στήν εὐαγγελική παραβολή πρός τόν ἐμπεσόντα στούς ληστές ἄνθρωπο, πρέπει νά μιμεῖται τή στάση τοῦ ἀγαθοῦ πατρός πού βγαίνει ἀπό τό σπίτι του γιά νά ὑποδεχθεῖ καί νά ἐναγκαλισθεῖ τόν ἄσωτο υἱό ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει μετανοημένος στήν πατρική οἰκία.
«Τό ἔργο τοῦ ἐξομολόγου», γράφει ἕνας σύγχρονος Γέροντας, «δέν εἶναι μόνο ἡ ἁπλή ἀκρόαση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἐξομολογουμένου καί ἡ ἀνάγνωση στό τέλος τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς. Οὔτε πάλι περιορίζεται μόνο στήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως. Ὁ πνευματικός σάν καλός πατέρας φροντίζει συνεχῶς τό τέκνο του καί τό παρακολουθεῖ προσεκτικά, τό νουθετεῖ κατάλληλα, τό κατευθύνει εὐαγγελικά, δέν τοῦ θέτει ὑπερβολικά βάρη, τό κανονίζει μέτρια ὅταν πρέπει, τό οἰκονομεῖ ὅταν ἀπογοητεύται, βαρύνεται, δυσανασχετεῖ, ἀποκάμνει, τό θεραπεύει ἀνάλογα, δέν τό ἀποθαρρύνει ποτέ, μορφώνοντας στήν ψυχή του τόν Χριστό.
Ἡ ἀναπτυσσόμενη αὐτή πατρική καί υἱική σχέση πνευματικοῦ καί ἐξομολογουμένου», συνεχίζει, «δημιουργεῖ ἄνεση, ἐμπιστοσύνη, σεβασμό. Ὁ ἐξομολογούμενος ἀνοίγει τήν καρδιά του στόν πνευματικό καί τοῦ ἐκθέτει τά πιό κρύφια, ἀκόμη καί αὐτά πού δέν θέλει νά ὁμολογήσει στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.
Ὁ πνευματικός θά πρέπει νά σεβασθεῖ ἀπόλυτα αὐτή τήν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη, καθώς δεσμεύεται ἐπιπλέον καί ἀπό τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας γιά τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως.
Στήν ὀρθόδοξη ἐξομολογητική δέν ὑπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί ἡ πνευματική καθοδήγηση τῆς κάθε μοναδικῆς ψυχῆς γίνεται ἐξατομικευμένα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀνεπανάληπτος, μέ ἰδιαίτερη ψυχοσύνθεση, ἄλλο χαρακτήρα, διαφορετικές δυνατότητες, ἀντοχές, γνώσεις, ἀνάγκες καί διαθέσεις. Ὁ πνευματικός μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή θεία φώτιση θά πρέπει νά διακρίνει ὅλα αὐτά καί νά ἀποφασίσει τί εἶναι καλύτερο νά χρησιμοποιήσει γιά νά βοηθήσει τόν ἐξομολογούμενο. Ἄλλοτε χρειάζεται ἐπιείκεια καί ἄλλοτε αὐστηρότητα. Δέν εἶναι γιά ὅλους πάντοτε τά ἴδια. Οὔτε ὁ πνευματικός θά πρέπει νά εἶναι πάντα αὐστηρός, ἔτσι μόνο γιά νά λέγεται αὐστηρός καί νά ἐκτιμᾶται. Οὔτε πάλι ὑπερβολικά ἐπιεικής γιά νά προτιμᾶται καί νά εἶναι πνευματικός πολλῶν ἀνθρώπων».
Ὁ χειρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τόν πνευματικό εἶναι πολύ σπουδαία ὑπόθεση καί γι᾽ αὐτό θά πρέπει νά ἐπιτελεῖ τό ἔργο του μέ βαθειά συναίσθηση τῆς εὐθύνης πού ἔχει νά βοηθήσει τήν κάθε ψυχή καί νά τήν καθοδηγήσει στή σωτηρία, ἀντιμετωπίζοντας το ὡς πνευματική διακονία.
Σέ αὐτό ἀποβλέπουν καί οἱ συμβουλές καί οἱ κατευθύνσεις πού δίδει ὁ πνευματικός καί τίς ὁποῖες πρέπει νά τίς δίνει μέ μεγάλη προσοχή ὥστε νά ὠφελεῖται ὁ ἐξομολογούμενος. Ἡ χαλαρότητα καί ἡ ἄνευ ὁρίων ἐπιείκεια τοῦ πνευματικοῦ δέν βοηθᾶ τόν ἐξομολογούμενο νά συνειδητοποιήσει τήν πνευματική του κατάσταση καί νά διορθωθεῖ.
Ἀντίθετα ἡ καλῶς ἐννοούμενη αὐστηρότητα τοῦ πνευματικοῦ τόν βοηθᾶ καί τόν παρακινεῖ περισσότερο στό νά συναισθανθεῖ τό λάθος του καί νά μήν τό ἐπαναλάβει. Τόν βοηθᾶ νά ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά νά λάβει μέ τόν τρόπο αὐτό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά ὠφεληθεῖ ἀπό αὐτήν ψυχικά καί πνευματικά.
Τό ζητούμενο γιά τόν πνευματικό εἶναι νά βρεῖ τό μέτρο ἀνάμεσα στήν αὐστηρότητα καί τήν τήρηση τῶν κανόνων πού ἀπαιτεῖται καί στήν ἀγάπη, ὥστε νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο καί οὔτε νά τόν ἐξουθενώσει καί νά τόν συντρίψει οὔτε βεβαίως νά τοῦ δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι δέν πειράζει, μπορεῖ νά ἐπαναλαμβάνει ἐν γνώσει του τά ἴδια σφάλματα, τίς ἴδιες ἁμαρτίες καί νά ἔρχεται στή συνέχεια καί πάλι νά τίς ἐξομολογεῖται.
Καί τά δύο εἶναι ἐξίσου ἐπικίνδυνα καί γιά τόν ἴδιο τόν ἐξομολογούμενο ἀλλά καί γιά ἄλλους, διότι, δυστυχῶς, πολλές φορές ἀκοῦμε ἀνθρώπους πού συζητοῦν μεταξύ τους καί λένε «νά πᾶς στόν τάδε πνευματικό, γιατί τοῦ εἶπα τό α´ἤ τό β´ καί αὐτός μοῦ εἶπε ὅτι δέν πειράζει» ἤ καί τό ἀντίθετο «νά μήν πᾶς στόν τάδε γιατί δέν θά σέ ἀφήσει νά κοινωνήσεις».
Φυσικά γιά τέτοιους εἴδους συζητήσεις δέν εὐθύνεται ὁπωσδήποτε ὁ πνευματικός, θά πρέπει ὅμως νά εἶναι προσεκτικός στίς συμβουλές πού δίδει ἤ στά ἐπιτίμια πού ὁρίζει, ὥστε νά εἶναι ἀνάλογα μέ τήν πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἐνώπιόν του, καί ὁ ὁποῖος θά πρέπει νά κατανοήσει ὅτι οὔτε ἡ αὐστηρότητα ἔχει σκοπό καί στόχο νά τόν ἐξουθενώσει ἀλλά νά τόν φέρει σέ συναίσθηση τῆς καταστάσεώς του καί νά τόν βοηθήσει νά διορθωθεῖ, οὔτε ἡ ἐπιείκεια εἶναι χαλαρότητα, ἀλλά εἶναι ἕνα κίνητρο γιά νά ἀγωνισθεῖ μέ περισσότερο ζῆλο γιά νά προφυλάξει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν ἁμαρτία, ὥστε νά φανεῖ ἄξιος τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό τοῦ παρέχεται διά τοῦ πνευματικοῦ.
Σέ αὐτό ἔγκειται ἄλλωστε καί ἡ ποιμαντική διακονία μέσα στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Στήν περίπτωση αὐτή βεβαίως δέν ἔχει ἕνα γενικό χαρακτήρα, ὅπως ἄλλες μορφές ποιμαντικῆς διακονίας πού ἀφοροῦν πολλούς ἀνθρώπους, μία ἐνορία ἤ καί μία Μητρόπολη. Ἐδῶ πρόκειται γιά μία προσωποποιημένη διακονία πού ἀφορᾶ καί ἀπευθύνεται ἀποκλειστικά σέ ἕναν ἄνθρωπο, σέ μία ψυχή, καί αὐτό πρέπει νά τό συνειδητοποιήσει ὁ πνευματικός. Διότι ἕνας τρόπος πού λειτουργεῖ σέ ἕναν ἄνθρωπο, μπορεῖ νά μήν λειτουργεῖ σέ ἕναν ἄλλο ἤ καί νά παράγει διαφορετικά ἀποτελέσματα. Ὁ πνευματικός καλεῖται, εἴτε γνωρίζει τόν ἄνθρωπο πού ἔχει ἐνώπιόν του, ἐφόσον πρόκειται γιά κάποιον ὁ ὁποῖος συνδέεται μαζί του πνευματικά, εἴτε προσπαθώντας νά ἐκτιμήσει τήν πνευματική του κατάσταση ἀπό ὅσα τοῦ λέει, ἐφόσον δέν τόν γνωρίζει, νά βρεῖ τόν ἐνδεδειγμένο τρόπο γιά νά τοῦ μιλήσει καί νά τόν προσεγγίσει, ὥστε νά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος πνευματικά.
Αὐτό χρειάζεται ἀσφαλῶς διάκριση καί προσευχή, χρειάζεται σοβαρότητα καί ταπείνωση ἀπό τήν πλευρά τοῦ πνευματικοῦ, γιατί ἡ εὐθύνη του εἶναι μεγάλη γιά τήν ψυχή πού τόν ἐμπιστεύεται. Καί ἔχουμε ἀκούσει ὅλοι γιά περιπτώσεις ἀνθρώπων πού πῆγαν νά ἐξομολογηθοῦν σέ κάποιους πατέρες στό Ἅγιο Ὄρος καί ἀλλοῦ καί ἀπογοητεύθηκαν ἀπό κάποια ἀψυχολόγητη ἤ ἀδιάκριτη ἀντιμετώπιση καί ἔφθασαν στήν ἀπόγνωση, ἀπό τήν ὁποία τούς ἔσωσε τελικά ἡ χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού ἔφερε στόν δρόμο τους κάποιον φωτισμένο πνευματικό, ὁ ὁποῖος μέ τή διακριτική του ἀγάπη κατόρθωσε νά ἐπαναφέρει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγήσει προοδευτικά στή σωτηρία.
Θυμοῦμαι τόν Γέροντά μου νά διηγεῖται τήν ἱστορία ἑνός ἀνθρώπου ἀπό τή Χαλκιδική πού ἦρθε κάποτε στό Ἅγιο Ὄρος, στήν Ἁγία Ἄννα, γιά νά ἐξομολογηθεῖ. Ἦρθε μάλιστα μετά ἀπό ἐπίμονη παρότρυνση τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε «πήγαινε καί σύ νά ἐξομολογηθεῖς γιά νά κοινωνήσεις».
Ὑπῆρχαν τότε δύο πνευματικοί στήν Ἁγία Ἄννα. Ὁ ἕνας ἦταν πολύ αὐστηρός, καί σέ αὐτόν ἔτυχε νά πάει ὁ ἄνθρωπος. Ἐξομολογήθηκε τίς ἁμαρτίες του καί τοῦ εἶπε ὅλα ὅσα εἶχε κάνει στή ζωή του. Ὁ πνευματικός κρατοῦσε σημειώσεις καί ὅταν τελείωσε τήν ἐξομολόγηση τοῦ εἶπε ὅτι ἀκόμη καί ὅταν πεθαίνεις, δέν πρέπει νά κοινωνήσεις.
Ταράχθηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτό πού ἄκουσε. Ἔφυγε ἀπό τόν πνευματικό ἀπογοητευμένος, συντετριμμένος. Αὐτός εἶχε ἔρθει μέ τήν ἐλπίδα νά ἐξομολογηθεῖ καί νά μπορέσει νά κοινωνήσει, καί ὁ πνευματικός τοῦ εἶπε ὅτι δέν εἶναι ἄξιος. Περπατοῦσε σκεφτικός, προβληματισμένος, στεναχωρημένος πῶς θά ἐπιστρέψει πίσω στό σπίτι του, τί θά πεῖ στή γυναίκα του καί σκεφτόταν μάλιστα νά βάλλει τέρμα στή ζωή του, ἐφόσον δέν εἶχε πλέον καμία ἐλπίδα.
Στόν δρόμο συνάντησε ἕναν μοναχό πού ἀνῆκε στή συνοδεία τοῦ ἄλλου πνευματικοῦ. Τόν εἶδε στενοχωρημένο ὁ μοναχός καί τόν ρώτησε τί τοῦ συμβαίνει, μήπως χρειάζεται κάποια βοήθεια. Ὁ ἄλλος τοῦ ἀπήντησε ὅτι ἦρθε στό Ἅγιο Ὄρος νά ἐξομολογηθεῖ καί ὁ πνευματικός τοῦ εἶπε ὅτι δέν θά ἔπρεπε νά κοινωνήσει οὔτε πρίν νά πεθάνει.
Ὁ μοναχός κατάλαβε τί συνέβη καί γιά νά τόν βοηθήσει τοῦ εἶπε «μήπως πῆγες στόν τάδε πνευματικό; Αὐτός δέν εἶναι καλά, γι᾽ αὐτό σοῦ εἶπε τέτοια πράγματα», θέλοντας νά μήν ἐκθέσει καί τόν πνευματικό. «Ἔλα», τοῦ εἶπε, «θά σέ πάω ἐγώ στόν γέροντά μου πού εἶναι πολύ καλός πνευματικός».
Ἀναθάρρησε ὁ ἄνθρωπος καί ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τόν μοναχό. Πῆγε ὄντως, ἐξομολογήθηκε στόν γέροντά του, πού ξέροντας τήν ὑπόθεση, ἔδειξε πολλή ἀγάπη καί πολλή κατανόηση, συζήτησαν καί ὅταν τελείωσαν, τοῦ εἶπε νά μείνει κοντά τους γιά μερικές ἡμέρες, νά νηστεύσουν μαζί καί νά ξαναμιλήσουν.
Αὐτό καί ἔγινε. Ὁ ἄνθρωπος ἔμεινε μερικές ἡμέρες μαζί μέ τή συνοδεία, νήστευσε μαζί μέ τούς μοναχούς καί τόν γέροντα, ἐξομολογήθηκε καί πάλι, καί πρίν νά φύγει γιά νά ἐπιστρέψει στό σπίτι του ὁ γέροντας τοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία νά κοινωνήσει. Ἔτσι ἀπό ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος πήγαινε γιά νά αὐτοκτονήσει, μπῆκε μέ τή βοήθεια τοῦ γέροντα σέ ἕνα δρόμο καί βοηθήθηκε, ὥστε νά προοδεύσει σιγά-σιγά στήν πνευματική ζωή.
Αὐτό εἶναι πραγματική ποιμαντική διακονία. Βέβαια, δέν ἔχουν ὅλοι τό χάρισμα, ἀλλά ὅλοι θά πρέπει νά προσπαθοῦμε καί νά προσευχόμεθα στόν Θεό, ὥστε μέ τή χάρη του καί μέ τόν φωτισμό του νά χειριζόμεθα τίς ψυχές μέ τόν κατάλληλο τρόπο, ὥστε νά προκύπτει πνευματική ὠφέλεια καί ὄχι βλάβη γιά τήν ψυχή.
Ὁ Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, αὐτή ἡ ὁσιακή καί ἁγία μορφή, ὅταν πήγαινε κάποιος νά ἐξομολογηθεῖ σέ αὐτόν καί ἤθελε σοφό χειρισμό, τόν ἔστελε στόν πατέρα Διονύσιο, τόν πνευματικό, πού εἶχε ὄντως μεγάλο χάρισμα, ἦταν γλυκύτατος καί σοφός καί ἀντιμετώπιζε τούς ἀνθρώπους μέ μεγάλη κατανόηση καί πολλή ἀγάπη. Καί ἀκόμη καί ἐάν ἔλεγε σέ κάποιον ὅτι δέν μπορεῖ νά κοινωνήσει, τό ἔλεγε μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά διακρίνει τήν ἀγάπη του καί νά μήν τό θεωρήσει ὡς τιμωρία ἀλλά ὡς βοήθεια γιά τήν ψυχή του.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης συνιστοῦσε: «ὄχι μεγάλες τιμωρίες ἀλλά σωστές συμβουλές. Γιατί οἱ μεγάλες τιμωρίες τροφοδοτοῦν τόν διάβολο μέ πλούσια πελατεία. Καί αὐτός αὐτό περιμένει».
Καί τό ἔλεγε αὐτό ὁ ὅσιος καί σέ σχέση μέ κάποια κυρία, ἡ ὁποία πῆγε γιά πρώτη φορά νά ἐξομολογηθεῖ καί ὁ πνευματικός τήν ἀποπῆρε καί ἔκανε πολύν καιρό νά ξαναπάει νά ἐξομολογηθεῖ.
Ὅταν ὁ σύζυγός της τό ἀνέφερε στόν ὅσιο Προφύριο ἐκεῖνος εἶπε: «Εἶδες τί κάνει ἡ πολλή αὐστηρότητα; Γι᾽ αὐτό σᾶς λέω νά προσέχετε σέ τί πνευματικούς πηγαίνετε γιά νά ἐξομολογεῖσθε».
Ὅλα ὅσα εἴπαμε εἶναι μία παράμετρος τῆς κατηχήσεως καί τῆς ποιμαντικῆς διακονίας διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως μέσα στό ἴδιο τό μυστήριο.
Ὁ πνευματικός ὅμως διακονεῖ τίς ψυχές ὄχι μόνο μέ ὅσα λέγει μέσα στό μυστήριο πρός τόν ἐξομολογούμενο, ἀλλά ἀκόμη καί μέ ὅσα λέγει στό περιθώριο τοῦ μυστηρίου καί ἐκτός αὐτοῦ. Διότι οἱ ἄνθρωποι πού συνδέονται μέ ἕναν πνευματικό ἀπευθύνονται σέ αὐτόν καί γιά θέματα πού δέν ἅπτονται τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας, πού δέν εἶναι δηλαδή θέματα ἐξομολογήσεως, ἀλλά εἶναι θέματα πού ἀπασχολοῦν τόν κάθε ἄνθρωπο, θέματα οἰκογενειακά, ἐπαγγελματικά, προσωπικά καί ἄλλα, τά ὁποῖα τά θέλουν νά συζητήσουν προκειμένου νά ἀκούσουν τή γνώμη καί νά δεχθοῦν τή συμβουλή τοῦ πνευματικοῦ.
Μέσα ἀπό αὐτή τή συζήτηση ὁ πνευματικός ἔχει τήν εὐκαιρία νά καθοδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν πνευματική ζωή, νά τοῦ δείξει μέ διακριτικότητα καί μέ ἀγάπη «τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ», χωρίς ὅμως νά ἐπιδιώκει νά ἐπιβάλλει τή γνώμη του καί νά καθορίσει τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου πού τόν ρωτᾶ, ἐπεμβαίνοντας ἀδιάκριτα σέ αὐτήν.
Ὁ πνευματικός συμβουλεύει, συστήνει ἀλλά σέβεται καί τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καί ἐάν αὐτός εἶναι πνευματικό του τέκνο. Καί ὅταν ὁ πνευματικός ἔχει τόν σωστό τρόπο, ἔχει ἀγάπη καί διάκριση, ἔχει ταπείνωση, τότε μέ τόν τρόπο του αὐτό διδάσκει καί καθοδηγεῖ τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά φανεῖ ὅτι ἀντιδρᾶ καί δέν ἀποδέχεται τή γνώμη τοῦ πνευματικοῦ, ἀλλά στή συνέχεια, βλέποντας τή διάκριση τοῦ πνευματικοῦ, τίς περισσότερες φορές ξανασκέφτεται τή γνώμη του καί εἶναι πολύ πιθανό ὅτι θά τήν ἀποδεχθεῖ καί θά τήν ἀκολουθήσει.
Ἡ ζωή τοῦ πνευματικοῦ εἶναι, ἄλλωστε, ἡ τρίτη παράμετρος τῆς ποιμαντικῆς διακονίας πού ἀσκεῖ διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει στό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ του ἕναν πραγματικό πατέρα πού ζεῖ ὁ ἴδιος ὅσα τόν συμβουλεύει νά κάνει, πού ἀγωνίζεται, πού προσεύχεται, πού εἶναι προσεκτικός στή ζωή του, ὅπως ζητᾶ καί ἀπό τό πνευματικό του τέκνο νά κάνει· ὅταν βλέπει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ πνευματικός του κινεῖται μόνο ἀπό ἀγάπη σέ ὅσα λέει καί κάνει καί ὄχι μέ διάθεση ἐξουσιαστική ἤ χειραγωγήσεως τῆς ψυχῆς του, τότε τό ὄφελος αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας εἶναι πολύ μεγάλο καί γιά τόν ἐξομολογούμενο, ἐπειδή ὠφελεῖται πνευματικά, ἀλλά καί γιά τόν πνευματικό, ὁ ὁποῖος ἀνταποκρίνεται μέ τόν τρόπο αὐτό στήν ὑψηλή διακονία πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία μέ φόβο Θεοῦ ἀλλά καί μέ ἀγάπη γιά τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε», καί ἰσχύει καί γι᾽ αὐτόν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὅτι «ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν ἐκ πλάνης … σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου καί καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν».
Μέ αὐτές τίς σκέψεις θά ἤθελα νά παραχωρήσω τό βῆμα στόν προσκεκλημένο ὁμιλητή μας, τόν π. Νεκτάριο Καλύβα, ἱεροκήρυκα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος, τόν ὁποῖο καλωσορίζω μέ πολλή χαρά καί ἀγάπη στήν Ἱερά Μητρόπολή μας καί τόν εὐχαριστῶ ἀπό καρδίας γιά τήν ἀποδοχή τῆς προσκλήσεώς μας καί τήν παρουσία του στήν Ἡμερίδα τῶν πνευματικῶν.
Ὁ π. Νεκτάριος θά μᾶς μιλήσει μέ θέμα: «Ἡ ἱερά ἐξομολόγηση, ἔκφραση τῆς μετανοίας».
Τόν εὐχαριστῶ καί πάλι καί τόν παρακαλῶ νά ἔρθει στό βῆμα.