Στο πλαίσιο των ΚΔ΄ Παυλείων, την Πέμπτη 21 Ιουνίου το απόγευμα πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό κέντρο του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ανατολικού εκδήλωση με τίτλο «Η σύγχρονη απαρχή της Ιεραποστολής στην Αφρική: π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος».
Στην αρχή ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων απηύθυνε χαιρετισμό και μίλησε για τη μορφή και το έργο του μακαριστού π. Χρυσοστόμου Παπασαραντόπουλου.
Η εκδήλωση έκλεισε με ύμνους και τραγούδια που αποδόθηκαν από το Βυζαντινό χορό «Μουσουργέτες» καί τη Χορωδία της Ενορίας υπό τη διεύθυνση του κ. Περικλή Μαυρουδή.
Την εκδήλωση παρουσίασε ο Αρχιερατικός Επίτροπος Καμπανίας Αρχιμ. Θεόφιλος Λεμοντζής.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ
Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καί πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου ἡ Ἱερά μας Μητρόπολη ὀργάνωσε καί πραγματοποιεῖ γιά 24η χρονιά τόν καθιερωμένο πλέον κύκλο τῶν ἑορταστικῶν, λατρευτικῶν καί πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων πρός τιμήν τοῦ ἱδρυτοῦ της, τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καί ἀποστόλου τῆς Μακεδονίας καί τῆς Ἑλλάδος, τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Τό θέμα τῶν ΚΔ´ Παυλείων εἶναι: «Εὐαγγελισμός καί Ἱεραποστολή», καθώς ὁ μεγάλος ἀπόστολος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συνέδεσε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον τό ὄνομά του μέ τόν εὐαγγελισμό τῶν Ἐθνῶν, δηλαδή μέ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ὄχι μόνο πρός τούς Ἰουδαίους καί τούς ἑλληνίζοντες ἀλλά καί πρός τούς ἐθνικούς καί τούς Ἕλληνες, χάριν τῶν ὁποίων ἀνέλαβε τίς ἀποστολικές του περιοδεῖες, τῶν ὁποίων τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες περιγράφει γλαφυρά ὁ φίλος καί μαθητής του εὐαγγελιστής Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Γιά τόν σκοπό αὐτό ἄλλωστε, γιά τόν εὐαγγελισμό δηλαδή τῶν ἐθνῶν, τόν εἶχε ἐπιλέξει ὁ Χριστός ὡς «σκεῦος ἐκλογῆς, τοῦ βαστάσαι τό ὄνομά του ἐνώπιον ἐθνῶν καί βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ».
«Εὐαγγελισμός καί Ἱεραποστολή» εἶναι, λοιπόν, τό γενικό θέμα τῶν ΚΔ´ Παυλείων, στό πλαίσιο τῶν ὁποίων ἐντάσσεται καί ἡ σημερινή Ἑσπερίδα μνήμης, ἀφιερωμένη στή σεπτή καί ἱερή μορφή τοῦ πρώτου συγχρόνου ἱεραποστόλου, τοῦ μακαριστοῦ π. Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου.
Δέν εἶναι δυνατόν νά μιλήσει κανείς σήμερα γιά ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή στήν Ἀφρική, χωρίς νά ἀναφερθεῖ στόν πρωτοπόρο αὐτό κληρικό πού ἄνοιξε τόν δρόμο γιά τό εὐαγγελικό κήρυγμα στούς «ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» ἀδελφούς μας τῆς μαύρης ἠπείρου. Δέν εἶναι δυνατόν νά μιλήσει κανείς γιά ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή στήν Ἀφρική, χωρίς νά μνημονεύσει μέ σεβασμό καί μέ τιμή τό ὄνομα τοῦ θαρραλέου αὐτοῦ ἱερομονάχου πού πῆγε ἐκεῖ καί ἔσπειρε τόν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, τόν σπόρο τῆς πίστεως «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ», στίς ψυχές τῶν Ἀφρικανῶν ἀδελφῶν μας, πού δέν εἶχαν ἀκούσει ποτέ μέχρι τότε γιά τόν Χριστό, πού ζοῦσαν στήν ἄγνοια καί τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας, τῶν προλήψεων καί τῶν προκαταλήψεων, δέσμιοι συχνά τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους.
Ἐάν ἡ ἱστορία τῆς ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς στήν Ἀφρική ἔχει παρόν καί μέλλον, αὐτό ὀφείλεται στό παρελθόν της. Ἕνα παρελθόν ὄχι πολύ μακρινό. Ἕνα παρελθόν τό ὁποῖο δημιούργησε ἐκ τοῦ μή ὄντος ἡ θέληση καί ἡ ἀγάπη ἑνός ἀνθρώπου, ἑνός κληρικοῦ, τοῦ π. Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου.
Ἡ ζωή του ξεκίνησε στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰώνα, τό 1903, σέ ἕνα χωριό τῆς Μεσσηνίας. Ἦταν παιδί πολύτεκνης οἰκογενείας. Στά δέκα του χρόνια χάνει τόν πατέρα του καί ἀναγκάζεται νά σταματήσει τό σχολεῖο γιά νά δουλέψει. Ἡ δίψα του γιά τή μελέτη ἀλλά καί γιά τόν Θεό τόν κάνουν νά φύγει κρυφά, πέντε χρόνια ἀργότερα, ἀπό τήν οἰκογένειά του καί νά ἐγκατασταθεῖ στή γειτονική μονή τῆς Κορώνης. Οἱ συχνές ἐπισκέψεις τῶν οἰκείων του τοῦ διακόπτουν τήν ἡσυχία καί γιά τόν λόγο αὐτό ἐγκαταλείπει τή μονή καί ἐντάσσεται στή συνοδεία ἑνός ἐξαιρετικά αὐστηροῦ ἡγουμένου στήν Καλαμάτα.
Τό 1926 χειροτονεῖται ἱερέας, διορίζεται ἡγούμενος τῆς μονῆς Γαρδικίου τῆς Μεσσηνίας καί ἐξυπηρετεῖ τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῶν γύρων χωριῶν. Παράλληλα μέ τά ἐφημεριακά του καθήκοντα μελετᾶ καί κατορθώνει νά τελειώσει τό δημοτικό σχολεῖο, ἐνῶ συγχρόνως προσπαθεῖ νά μάθει καί τή γαλλική γλώσσα. Δέκα περίπου χρόνια ἀργότερα, τό 1938, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος τόν καλεῖ στήν Ἀθήνα καί τόν τοποθετεῖ ἡγούμενο τῆς Μονῆς Φανερωμένης Σαλαμίνος καί στή συνέχεια πνευματικό τῶν παιδιῶν τῶν Κατηχητικῶν σχολείων τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.
Στά ἑπόμενα δύσκολα χρόνια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς ὁ π. Χρυσόστομος διακονεῖ στήν Ἔδεσσα ὡς Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος, καί ὅταν τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1944 ἡ πόλη πυρπολεῖται ἀπό τούς Γερμανούς, τό κελί του καίεται καί μαζί μέ αὐτό ὅλα τά ὑπάρχοντά του.
Ὅμως ὁ π. Χρυσόστομος δέν πτοεῖται. Ἑπόμενοι σταθμοί τῆς διακονίας του ἡ Κοζάνη καί ἡ Θεσσαλονίκη καί στή συνέχεια καί πάλι ἠ Ἀθήνα, ὅπου τό 1954 εἰσάγεται στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Στό πανεπιστήμιο δέν τόν ὁδηγεῖ μόνο ἡ ἀγάπη του γιά τή μόρφωση ἀλλά ἀναμφίβολα καί ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ πού ἔχει ἄλλα σχέδια γιά τόν π. Χρυσόστομο.
Στά πανεπιστημιακά ἕδρανα γνωρίζει κάποιους ὑποτρόφους τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καί ἀπό αὐτούς μαθαίνει γιά τήν ἱεραποστολή στήν Οὐγκάντα. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «πῦρ ἦλθον βαλεῖν εἰς τήν γῆν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη» ἰσχύει καί στήν περίπτωση τοῦ π. Χρυσοστόμου. Τό πῦρ τῆς ἀγάπης γιά τά παιδιά τῆς Ἀφρικῆς, τό πῦρ τοῦ θείου ζήλου γιά τήν πραγμάτωση τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου «καί ἄλλα πρόβατα ἔχω ἅ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης, κἀκεῖνα με δεῖ ἀγαγεῖν καί γενήσεται μία ποίμνη εἷς ποιμήν», κατακαίει ἤδη τήν ψυχή του.
Καί εἶναι τόσο μεγάλη ἡ φλόγα τῆς ἱεραποστολῆς μέσα του πού οὔτε οἱ δυσκολίες οὔτε ἡ ἡλικία του οὔτε ἡ ταλαιπωρημένη ἤδη ἀπό τήν ἄσκηση τῶν νεανικῶν του χρόνων ὑγεία του τόν ἀπασχολοῦν. Πιστεύει ὅτι αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά ἐκεῖνον, ἀλλά ἀναζητεῖ τήν ἐπιβεβαίωση, ὥστε νά μήν ἐνεργήσει αὐτόκλητος. Πηγαίνει στήν Πάτμο γιά νά βρεῖ καί νά συμβουλευθεῖ τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο Μακρῆ, καί ἐκεῖνος τόν ἐνθαρρύνει νά κάνει αὐτό τό μεγάλο βῆμα, ἀντίθετα πρός τούς περισσότερους φίλους του πού τόν ἀποτρέπουν λόγω τῆς ἡλικίας του καί τῶν δυσκολιῶν τοῦ ἐγχειρήματος.
Τό Πάσχα τοῦ 1960 ἐπισκέπτεται προσκυνηματικά τούς Ἁγίους Τόπους μαζί μέ τόν τότε μητροπολίτη Πατρῶν Κωνσταντίνο καί στή συνέχεια τόν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Χριστόφορο. Ἡ συνάντηση αὐτή εἶναι καθοριστική. Λίγους μῆνες ἀργότερα, τόν Ἰούνιο τοῦ 1960, ὁ π. Χρυσόστομος φθάνει στήν πρωτεύουσα τῆς Οὐγκάντα. Γιά πρώτη φορά βρίσκεται μπροστά στίς δυσκολίες πού τοῦ περιέγραφαν καί τίς ὁποῖες καί ὁ ἴδιος φανταζόταν. Ἀλλά τώρα οἱ δυσκολίες εἶναι πραγματικές καί εἶναι πολλές. Βρίσκεται σέ ἕναν ἐντελῶς διαφορετικό κόσμο. Ἡ γλώσσα, οἱ συνήθειες τῶν Ἀφρικανῶν, τά ἤθη καί τά ἔθιμά τους, ἡ ἀπουσία ὑποδομῶν, οἱ ἀχανεῖς ἐκτάσεις καί οἱ μεγάλες ἀποστάσεις πού καλεῖται νά διανύσει, ἡ ἔλλειψη χρημάτων, κάνουν ὄχι μόνο τό ἔργο του ἀλλά καί τήν παραμονή του στήν Οὐγκάντα ἐξαιρετικά δύσκολη. Ὅμως στήν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές πού ἔρχεται στόν νοῦ του «Ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλαντίου καί πῆρας καί ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήσατε;», ὁ π. Χρυσόστομος δίδει τήν ἴδια ἀπάντηση μέ ἐκείνους: «Οὐθενός». Τίποτε δέν τοῦ λείπει, ἔστω καί ἄν τοῦ λείπουν τά πάντα, γιατί εἶναι πλήρης ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι γεμάτη ἡ ψυχή του ἀπό τή λαχτάρα νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στούς ἀνθρώπους πού περιμένουν νά ποτίσει τίς ψυχές τους πού διψοῦν γιά τήν ἀλήθεια μέ κάθε τρόπο.
«Πῶς δέ πιστεύσωσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δέ ἀκούσωσιν χωρίς κηρύσσοντος; πῶς δέ κηρύξωσιν ἐάν μή ἀποσταλῶσιν;» διερωτᾶται καί ὁ ἴδιος ὁ π. Χρυσόστομος μαζί μέ τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο καί οἱ ἐρωτήσεις αὐτές τόν κάνουν νά θέλει ὅλο καί περισσότερο νά μείνει στήν Ἀφρική καί νά διακονήσει τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς χωρίς νά ἀποθαρρύνεται ἀπό τίς ἀνυπέρβλητες δυσκολίες καί τίς ἀντίξοοες συνθῆκες πού ἀντιμετωπίζει. Δέν ὑπάρχουν οὔτε ναοί, οὔτε ἱερά σκεύη. Δέν ὑπάρχουν οὔτε μέσα μετακινήσεως οὔτε δρόμοι σέ καλή κατάσταση. Ὑπάρχουν ὅμως ἀρρώστιες, ἐπιδημίες καί βροχές πού ἐπιτείνουν τά προβλήματά του. Ὁ π. Χρυσόστομος ἔχει συνηθίσει στίς δυσκολίες ἀπό τά παιδικά του χρόνια. Ἀγωνίζεται καί ζητᾶ βοήθεια ἀπό γνωστούς καί ἀγνώστους στήν Ἑλλάδα, στήν Εὐρώπη, στήν Ἀμερική. Γράφει ἐπιστολές πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις καί ζητᾶ στήριξη, ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τήν ἱεραποστολή. «Οὔτε κατοικία, οὔτε ναός, οὔτε κλῆρος … αἱ ὀλίγαι ἑλληνικαί οἰκογένειαι, μίλια μακρυά ἤ μία ἀπό τήν ἄλλην. Οἱ μαῦροι Ὀρθόδοξοι ὁμοίως διεσπαρμένοι κατά δεκάδας καί ἑκατοντάδας μιλίων εἰς τά τέσσερα σημεῖα τού ὁρίζοντος. Οἱ ἰθαγενεῖς ἱερεῖς ἀδαέστατοι καί ἐπτοημένοι …», γράφει.
Ὁ τρόπος πού γράφει, ἡ φλόγα καί ἡ ἀγάπη πού ξεπηδᾶ μέσα ἀπό τά λόγια του, ὁ σεβασμός καί ἡ ἀγάπη πού αἰσθάνονται πρός αὐτόν πολλοί ἀπό ἐκείνους πού γνώρισε ὡς κληρικός σέ διάφορες πόλεις τῆς Ἑλλάδος ὅπου διακόνησε, συνεγείρει τούς ἀνθρώπους. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού σπεύδουν νά συνδράμουν τό ἔργο του μέ χρήματα, μέ ἐκκλησιαστικά εἴδη, μέ ροῦχα, μέ κάθε τρόπο. Στήν Ἑλλάδα ἀρχίζουν νά ἱδρύονται σύλλογοι ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, ὅπως «Οἱ φίλοι τῆς Οὐγκάντα» στή Θεσσαλονίκη, πού ἀναλαμβάνουν νά συστηματοποιήσουν τή βοήθεια καί τή στήριξη στό ἔργο του. Ἱερές Μητροπόλεις καί Ἀδελφότητες σπεύδουν νά προσφέρουν καί αὐτές τήν ἀρωγή τους στόν Ἕλληνα ἱεραπόστολο.
Ὁ ἀγρός ὅμως τόν ὁποῖο καλεῖται νά διακονήσει εἶναι μεγάλος, τεράστιος, καί οἱ ἀνάγκες πολλές. Ἕνα χρόνο σχεδόν μετά τήν ἄφιξή του στήν Οὐγκάντα ὁ π. Χρυσόστομος κατορθώνει νά ἐγκαινιάσει ἕνα μικρό ἱερό ναό στήν ἕδρα τοῦ ἱεραποστολικοῦ κλιμακίου. «Στίς 22 τοῦ λήγοντος μηνός (Μάρτιος τοῦ 1961) ἐτελέσθησαν τά ἐγκαίνια τοῦ μικροῦ ναοῦ τῆς ἱεραποστολῆς μας. Λουγκάντα δέν ἔμαθα ἀκόμη, ἔχω μάθει ὅμως ἀρκετά Σουαχίλι. Τά λέω ἀνακατωτά μέ τά ἀγγλικά καί συνεννοοῦμαι σχεδόν καλά», γράφει καί πάλι.
Δέν περιορίζεται ὅμως ἐκεῖ. Τελεῖ τή θεία Λειτουργία παντοῦ, στήν ὕπαιθρο ἀλλά σέ καλύβες, διδάσκει, κατηχεῖ, βαπτίζει καί ἀρχίζει τή μεγάλη προσπάθεια τῆς ἀνεγέρσεως ναῶν, ὅπου ἔχει δυνατότητα. Παράλληλα ἀγωνίζεται νά προετοιμάσει καί κληρικούς, ὀργανώνοντας ἱερατικά σεμινάρια. Τό βλέπει, τό γνωρίζει, «ὁ θερισμός πολύς, οἱ δέ ἐργάται ὀλίγοι». Οἱ ἐπανειλημμένες ἐκκλήσεις του γιά συνεργάτες δέν βρίσκουν ἀνταπόκριση. Οἱ δύσκολες συνθῆκες πού ἐπικρατοῦν στήν Ἀφρική ἀποτρέπουν τούς πάντες. «Δέν θά βρεθεῖ κάποιος νά μέ λυπηθεῖ;» ρωτᾶ ὁ π. Χρυσόστομος. Ἀλλά ἡ ἐρώτησή του μένει χωρίς ἀπάντηση ἀπό τούς ἀνθρώπους. Μόνο μέσα στήν ψυχή του ἀκούει τήν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ, ὅμοια μέ αὐτή πού εἶχε ἀκούσει καί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος: «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται».
Καί πράγματι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ τελειοῖ τό ἔργο τοῦ ἱεραποστόλου του, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀσθενική φύση καί τά ἐλάχιστα μέσα πού ἀγωνίζεται μέ αὐτοθυσία γιά νά κάνει γνωστό τό ὄνομά του στά ἔθνη. Πῶς θά μποροῦσε νά συμβεῖ ἄλλωστε διαφορετικά; Δικό του ἦταν τό ἔργο, γι᾽ αὐτό καί «ὁ Θεός ηὔξανε», ἀλλά καί ἔστειλε στά ἑπόμενα χρόνια κάποιους συνεργάτες.
Παρά τήν ἔλλειψη τῶν συνεργατῶν πού εἶχε ἀνάγκη, ὁ π. Χρυσόστομος ἐπεκτείνει τήν ἱεραποστολική του δράση στήν Κένυα. Ἀπό τό 1966 ἐργάζεται ἐκεῖ καί σύντομα ἐπιτυγχάνει νά ἀναγνωρισθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στή μεγάλη αὐτή χώρα, γεγονός πού διευκολύνει τήν ἀνέγερση ἱερῶν ναῶν, τήν ἵδρυση ἐνοριῶν καί ἱερατικῶν σεμιναρίων, τή λειτουργία κατηχητικῶν σχολείων. Μέσα σέ τέσσερα χρόνια ἡ Ὀρθοδοξία στήν Κένυα ἔχει ἤδη διαδοθεῖ ἀρκετά καί αὐτό δίνει τή δυνατότητα στόν ἀκάματο ἱεραπόστολο νά στραφεῖ καί σέ ἄλλες χῶρες.
Στόχος του εἶναι τώρα ἡ ἱεραποστολή στό Ζαΐρ, ὅπου πηγαίνει τό 1972, μαζί μέ τήν ἀνηψιά του Ὄλγα Παπασαράντου, νοσοκόμο τοῦ Ἀντικαρκινικοῦ Νοσοκομείου Ἀθηνῶν, πού εἶχε ἔρθει στήν Ἀφρική γιά νά τόν βοηθήσει. Κανάγκα, Λουμπουμπάσι, Κινσάσα, Κολουέζει εἶναι οἱ πρῶτοι σταθμοί τοῦ ἱεραποστολικοῦ του ἔργου. Ἐκεῖ κατηχεῖ καί βαπτίζει τούς πρώτους χριστιανούς. Ἑκατό περίπου ἰθαγενεῖς, ἀλλά ὁ π. Χρυσόστομος γνωρίζει τήν προτροπή τοῦ Κυρίου του, γιά τόν ὁποῖο ἐργάζεται: «μή φοβοῦ τό μικρόν ποίμνιον». Καί αὐτός δέν φοβᾶται, ἐλπίζει καί ὁραματίζεται, μά πάνω ἀπό ὅλα ἐργάζεται ἀκαταπόνητα γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τί καί ἄν «ἡ σάρξ ἀσθενεῖ»; Τό πνεῦμα εἶναι τόσο ζέον πού δέν τήν ἀφήνει νά τόν καταβάλλει. Ἐργάζεται, λειτουργεῖ, ὁμιλεῖ, διακονεῖ ὅλες τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἀφρικῆς καί ὁραματίζεται τήν ἵδρυση ἑνός μεγάλου ἱεραποστολικοῦ ἔργου στό Κονγκό, ἐνῶ παράλληλα ἐργάζεται ἱεραποστολικά καί στήν Τανζανία. «Τό ἔργον προχωρεῖ, ἡ Ὀρθοδοξία ἐξαπλοῦται», γράφει χαρούμενος ὁ π. Χρυσόστομος καί δέν παύει νά ζητᾶ βοήθεια μέσω ἐπιστολῶν πού στέλνει πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις.
Παράλληλα μέ τήν ἱεραποστολική του δράση ἀσχολεῖται καί μέ τή μετάφραση λειτουργικῶν κειμένων καί τῆς θείας Λειτουργίας στήν πιό διαδεδομένη ἀφρικανική γλώσσα, τή Σουαχίλι. Ἀγωνίζεται νυχθημερόν γιά νά προλάβει νά κάνει ὅσα περισσότερα μπορεῖ γιά τήν ἱεραποστολή, γιά τούς ἀγαπημένους του ἀφρικανούς χριστιανούς, τά πνευματικά του παιδιά πού ἀναγέννησε στήν κολυμβήθρα τοῦ θείου βαπτίσματος, ἀδιαφορώντας γιά τόν ἑαυτό του καί τίς συνέπειες στήν ὑγεία του.
Στίς 13 Δεκεμβρίου τοῦ 1972, στόν δρόμο ἀπό τήν Κανάγκα στό Μπουζμάζι, εἶχε μία ἀκατάσχετη αἱμορραγία πού τόν ἀνάγκασε νά ἐπιστρέψει στήν Κανάγκα. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, τά Χριστούγεννα, λειτούργησε γιά τελευταία φορά. Στίς 29 Δεκεμβρίου ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο διακόνησε μέ ἀπόλυτη ἀφοσίωση, τόν κάλεσε κοντά του γιά νά τόν ἀναπαύσει ἀπό τούς κόπους του καί νά τοῦ χαρίσει τό βραβεῖο «τῆς ἄνω κλήσεως», τόν μισθό «τῶν φρονίμων καί πιστῶν οἰκονόμων» του.
«Τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς». Δώδεκα χρόνια στήν Ἀφρική ὁ π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος ἔκανε ἕνα τεράστιο ἔργο χωρίς καμία σχεδόν βοήθεια, χωρίς καμία σχεδόν ὑποδομή. Ἔσπειρε τόν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου στίς ψυχές τῶν Ἀφρικανῶν ἀδελφῶν του. Τόν πότισε μέ τόν ἱδρῶτα τῆς ἀγωνίας καί τῆς προσευχῆς του καί ἔδωσε «καρπόν ἑκατονταπλασίονα».
Οἱ Ἀφρικανοί τόν ἀγάπησαν σάν πατέρα τους, γιατί σάν πατέρας στάθηκε δίπλα τους σέ ὅλες τίς ἀνάγκες τους. Τό παράδειγμά του παρακίνησε τελικά καί ἄλλους νά ἔρθουν στήν Ἀφρική καί νά συνεχίσουν τό ἔργο του. Ἕνα ἔργο πού σφράγισε ἡ προσωπικότητά του, ἡ ἁγιότητα, ὁ ζῆλος, ἡ ἀρετή, ἡ κατά Θεόν ζωή, ἀπό τά ὁποῖα τίποτε δέν ἐστερεῖτο ὁ π. Χρυσόστομος, ὅπως ἔγραφε ἀργότερα ὁ φίλος καί συνεχιστής τοῦ ἔργου του π. Χαρίτων Πνευματικάκης.
Ἡ μορφή του παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα στήν ἱεραποστολή τῆς Ἀφρικῆς. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπικαλοῦνται τή βοήθειά του καί ἀμέσως τήν λαμβάνουν, ὅπως χαρακτηριστικά ἀνέφερε πρίν ἀπό χρόνια ὁ π. Χαρίτων Πνευματικάκης στόν νῦν μητροπολίτη Κινσάσα, κύριο Νικηφόρο. «Ὅταν ὑπάρχει κάποιο πρόβλημα», διηγεῖτο ὁ μακαριστός πλέον π. Χαρίτων, «πηγαίνω στόν τάφο του», τοῦ π. Χρυσοστόμου, «καί τοῦ λέω μέ παράπονο καί πάντα μέ δυνατή φωνή: “πάτερ Χρυσόστομε, γιατί μέ ἔφερες ἐδῶ καί τώρα ὑποφέρω; Λύσε τό πρόβλημα” καί ἀμέσως λύνεται».
Αὐτόν τόν ἀγωνιστή καί ζηλωτή κληρικό πού μέ τό ἔργο του ὑπῆρξε ἡ ἀπαρχή τῆς ὀρθοδόξου ἱεραποστολῆς στήν Ἀφρική μνημονεύουμε σήμερα καί ἐμεῖς γιά νά μήν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἱεραποστολή ἐσωτερική καί ἐξωτερική εἶναι χρέος ὅλων μας, εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί γιά νά θυμόμαστε πάντοτε αὐτούς πού προσέφεραν τόν ἑαυτό τους στό ἔργο αὐτό ἀλλά καί τούς ἀδελφούς μας στήν Ἀφρική καί σέ ὅλο τόν κόσμο πού περιμένουν ἀκόμη νά ἀκούσουν τό μήνυμα τῆς σωτηρίας, τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ.
«Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τήν εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τά ἀγαθά».
Ἡ Ἑσπερίδα μνήμης γιά τόν μακαριστό π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο πλαισιώνεται ὅμως σήμερα καί ἀπό τή Συναυλία βυζαντινῆς καί παραδοσιακῆς μουσικῆς, ἡ ὁποία περιλαμβάνεται στό πρόγραμμα τῶν ΚΔ´ Παυλείων.
Ἀπόψε θά ἔχουμε τή χαρά νά παρακολουθήσουμε τό πρόγραμμα πού ἑτοίμασε ἡ Βυζαντινή χορωδία τῆς ἐνορίας τοῦ Ἀνατολικοῦ ὑπό τή διεύθυνση τοῦ κ. Περικλῆ Μαυρουδῆ, καί περιλαμβάνει ἐκκλησιαστικούς ὕμνους καί παραδοσιακά τραγούδια.
Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες εἴχαμε τή χαρά νά ἀπολαύσουμε τή χορωδία στήν ἐκδήλωση πού πραγματοποιήθηκε στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων Ἀθανασίου καί Ἰωάννου τῶν Κουλακιωτῶν στή Χαλάστρα, καί σήμερα θά τήν ἀκούσουμε καί ἐδῶ στό Ἀνατολικό.
Πρίν νά ἔρθει ἡ χορωδία μας καί νά ἀποδώσει τούς ὕμνους θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω ὅλα τά μέλη της καί ἰδιαιτέρως τόν χοράρχη κ. Μαυρουδῆ γιά τήν προσπάθειά τους καί γιά τή συμμετοχή τους μέ τόν τρόπο αὐτό στίς ἐκδηλώσεις τῶν ΚΔ´ Παυλείων, πού εὐλαβῶς ἀφιερώνει ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας στόν μεγάλο ἱεραπόστολο, στόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ