Την Κυριακή 12 Νοεμβρίου το απόγευμα στην αίθουσα του Μητροπολιτικού Κέντρου Πολιτισμού «ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ» στη Νάουσα, πραγματοποιήθηκε η επιστημονική εσπερίδα «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ : Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος – Άγιος Λουκάς Ιατρός».
Στις εργασίες της εσπερίδος παρουσιάστηκαν οι εξής εισηγήσεις : «Ποιμένες και ιατροί ψυχών» από τον ιατρό Πρωτοπρεσβύτερο π. Απόστολο Χατζηδήμου , «Διάκονοι του Θεού και των ανθρώπων» από την καθηγήτρια ιατρικής ΑΠΘ κ. Βασιλική Κώστα, και τέλος «Διωκόμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι» από τον Σεβ. Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμονα .
Στην επιστημονική εσπερίδα προήδρευσε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Εδέσσης κ. Ιωήλ, ενώ χαιρετισμούς απηύθυναν ο Δήμαρχος Ναούσης κ.Νικόλαος Κουτσογιάννης, η πρόεδρος του σωματείου υγειονομικής μονάδας Ναούσης κ. Ελένη Κεχαγιά ενώ μουσικά πλαισίωσε βυζαντινός χορός υπό την διεύθυνση του κ.Βασιλείου Μαυράγκανου.
Επίσης προβλήθηκε βίντεο αφιερωμένο στον Άγιο Λουκά Αρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως παραγωγή του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας.
Πριν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας κ.Παντελεήμων κηρύξει την λήξη των εργασιών της εσπερίδος, εγκρίθηκε από το σώμα των Συνέδρων κείμενο-διαμαρτυρία υπέρ του Νοσοκομείου Ναούσης.
Στην εκδήλωση παρέστησαν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Γρεβενών κ.Δαυίδ και Φιλίππων κ.Στέφανος
Την εκδήλωση παρουσίασε ο Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Χαλδαιόπουλος.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η εισήγηση του Σεβ.Μητροπολίτου Βεροίας κ.Παντελεήμονος :
«Διωκόμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι»
Ἀναφερόμενος στήν ἐπίγεια πορεία τῶν μαθητῶν του καί ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀνά τούς αἰῶνες ἐπρόκειτο νά πιστεύσουν στό ὄνομά του, ὁ Χριστός δέν δημιουργεῖ ἀνυπόστατες ἐλπίδες καί προσδοκίες. Ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι θά ἔκανε ὁποιοσδήποτε ἄλλος διδάσκαλος ἤ ἡγέτης, ὁ ὁποῖος θά ἐπεδίωκε νά συγκεντρώσει γύρω του μαθητές καί ὁπαδούς, προσφέροντας ἐλπίδες γιά ἄνετη καί εὔκολη ζωή, ὁ Χριστός ἀπευθύνεται πρός τούς μαθητές του μέ τή γλώσσα τῆς ἀληθείας. Δέν θά μποροῦσε νά συμβαίνει, ἄλλωστε, καί διαφορετικά, ἐφόσον ὁ ἴδιος ταυτίζεται μέ τήν ἀλήθεια λέγοντας: «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».
Καί ἡ ἀλήθεια σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τούς μαθητές του καί τό μέλλον τους ἐκφράζεται στούς λόγους τοῦ Κυρίου: «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν» καί «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε, ἀλλά θαρσεῖτε».
Διωγμοί καί θλίψεις καί κακουχίες εἶναι τό δοκίμιον τῆς πίστεως καί τῆς ὑπομονῆς γιά τούς πιστούς ἀκολούθους τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ὁδός τῶν ἐκλεκτῶν του, οἱ ὁποῖοι ἐπιλέγουν ἑκούσια τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό καί ἀποδέχονται τούς διωγμούς χάριν τῆς ἀγάπης καί τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ. Εἶναι ὁ κλῆρος ὅσων δέν διστάζουν νά βαστάσουν τά στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματί τους καί νά συσταυρωθοῦν μαζί του γιά νά συναναστηθοῦν ἐν τῇ βασιλείᾳ του.
Ἔχοντας προσωπική ἐμπειρία τῶν θλίψεων καί τῶν διωγμῶν ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος δέν δυσκολεύεται νά μνημονεύσει τούς διωγμούς, τίς θλίψεις καί τίς κακουχίες τίς ὁποῖες ὑπέμειναν ἀνά τούς αἰῶνες «πάντες» οἱ «μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως», «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι», δείχνοντας ἔτσι τόν κοινό δρόμο ὅλων τῶν ἁγίων, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν χρόνο καί τόν τόπο στόν ὁποῖο αὐτοί ἔζησαν ἤ θά ζήσουν.
Αὐτόν τόν δρόμο τῶν διωγμῶν καί τῶν θλίψεων βάδισαν καί οἱ δύο μεγάλοι ἅγιοι ἱεράρχες τούς ὁποίους τιμᾶ καί προβάλλει ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας μέ τή σημερινή ἑσπερίδα: τόν χρυσορρήμονα ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, καί τόν θαυματουργό ἅγιο Λουκᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως, τόν ἰατρό. Καί αὐτός ὁ κοινός δρόμος εἶναι πού κάνει τούς βίους τους πραγματικά παράλληλους. Διότι καί οἱ δύο βάδισαν διωκόμενοι, θλιβόμενοι καί κακουχούμενοι τήν τρίβο τῆς ἐπιγείου ζωῆς τους μέ κατεύθυνση τόν οὐρανό.
Γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο ὁ δρόμος αὐτός ξεκίνησε ἀπό τήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἡ κοινωνική, φιλανθρωπική καί ἀντιαιρετική του δράση του ἀλλά καί ἡ ρητορική του δεινότητα εἶχαν κάνει τό ὄνομά του γνωστό μέχρι τήν αὐτοκρατορική αὐλή τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἔτσι, ὅταν μετά τήν κοίμηση τοῦ Νεκταρίου ὁ ἀρχιεπισκοπικός θρόνος τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων χήρευσε, ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας ὑποστήριξε τήν ὑποψηφιότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὡς διάδοχό του καί οἱ ἀξιωματοῦχοι του τόν μετέφεραν κρυφά ἀπό τήν Ἀντιόχεια στήν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νά μήν ἀντιδράσει τό ποίμνιό του γιατί θά στεροῦνταν τόν καλό ποιμένα του.
Γιά τόν ἅγιο Λουκᾶ ὁ δρόμος ξεκινᾶ ἀπό τήν Τασκένδη, ὅπου ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος, ὁ ὁποῖος τόν συναντᾶ ὡς καθηγητή τῆς Ἰατρικῆς σέ μία δίκη μέ ἀφορμή τή δημιουργία ἑνός κρατικοῦ μορφώματος, τῆς λεγόμενης «ζωντανῆς Ἐκκλησίας», προκειμένου τό ἄθεο καθεστώς νά διαλύσει τήν πραγματική Ἐκκλησία, τοῦ προτείνει νά ἱερωθεῖ. Τήν πρόταση τήν ἐκλαμβάνει ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὡς κλήση τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἱερωσύνη, καί χειροτονεῖται ἄμεσα, ἐνῶ συνεχίζει νά διδάσκει ὡς καθηγητής τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καί τῆς χειρουργικῆς.
Δύο χρόνια ἀργότερα, τό 1923, κάτω ἀπό ἐξαιρετικά δύσκολες συνθῆκες, ὁ ἅγιος χειροτονεῖται μυστικά ἐπίσκοπος, καί καλεῖται νά γίνει ποιμένας καί διδάσκαλος τῶν ἀνθρώπων, ὁδηγός τους πρός τόν Χριστό μέσα σέ ἕνα περιβάλλον τό ὁποῖο ὄχι μόνο ἀρνεῖται τήν πίστη στόν Ἰησοῦ ἀλλά καί τήν διώκει μέ ἀπίστευτη σκληρότητα.
Καί ἐάν τό σπουδαῖο φιλανθρωπικό ἔργο πού ὀργανώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἱδρύοντας συσσίτια σέ ὁλόκληρη τήν Κωνσταντινούπολη γιά χάρη τῶν ἀπόρων, τῶν ὀρφανῶν, τῶν ξένων καί τῶν ἀρρώστων σέ συνδυασμό μέ τό θάρρος καί τήν τόλμη του νά ἐλέγχει τή διαφθορά, τήν ἀδικία, τήν κοσμική ζωή, τίς σπατάλες καί τήν ἀνηθικότητα καί ὅσους τίς ἐξέφραζαν εἴτε βρισκόταν στόν κλῆρο εἴτε ἀκόμη καί σέ αὐτά τά αὐτοκρατορικά ἀνάκτορα τόν κάνουν ἀντιπαθῆ σέ ὅσους ἐλέγχονται ἀπό τόν λόγο του καί ἀπό τήν ἀσκητική καί ἁγία ζωή του, ὁ λαός τῆς πρωτευούσης τοῦ Βυζαντίου βλέπει στό πρόσωπό του τόν στοργικό ποιμένα, τόν σοφό διδάσκαλο, τόν θεραπευτή τῶν ψυχῶν τους, τόν ὑποστηρικτή τους στήν ἀδικία καί τήν αὐθαιρεσία τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας.
Ἀντίστοιχα ἡ ἀφοσίωση τοῦ ἁγίου Λουκᾶ στή θεραπεία τῶν ἀσθενῶν, ὁπουδήποτε καί ἐάν τούς συναντᾶ, ἀκόμη καί στήν πιό μακρινή ἐξορία, παράλληλα μέ τό ἐκκλησιαστικό του ἔργο, τό κήρυγμά του, τή θαρραλέα του στάση ἔναντι τοῦ ἀθέου καθεστῶτος καί τή στήριξη πού προσφέρει στό ὀρθόδοξο ποίμνιό του τό ὁποῖο περνᾶ δύσκολες ὧρες τόσο ἀπό τούς διωγμούς πού ἔχει ἀρχίσει τό ἄθεο καθεστώς ὅσο καί ἀπό τήν προπαγάνδα τῆς ἀποκαλούμενης «ζωντανῆς» Ἐκκλησίας, τόν κάνει ἰδιαίτερα ἀγαπητό στούς πιστούς ἀλλά τόν φέρνει καί πολύ γρήγορα σέ ἀντίθεση μέ τό κράτος, πού τοῦ ἀπαγορεύει ἀκόμη καί νά εὐλογεῖ τούς ἀσθενεῖς στό νοσοκομεῖο.
Οἱ διωγμοί ἔχουν ἤδη ἀρχίσει γιά τόν ἅγιο Λουκᾶ, ὅπως εἶχαν ἀρχίσει καί γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Στήν ἀπαγόρευση τοῦ διευθυντοῦ τῆς ἀστυνομίας νά εὐλογεῖ τούς ἀσθενεῖς, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἀπαντᾶ θαρραλέα, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος: «τό ἀρχιερατικό μου καθῆκον δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά ἀρνηθῶ νά δώσω τήν εὐλογία μου στούς ἀνθρώπους πού μοῦ τή ζητοῦν. Ἄν θέλεις, μπορεῖς νά κρεμάσεις μία ἀνακοίνωση στίς πόρτες τοῦ νοσοκομείου πού νά ἀπαγορεύει στούς ἀσθενεῖς νά ζητοῦν εὐλογία».
Τίς διώξεις ἀκολουθοῦν οἱ ἐξορίες τόσο γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο ὅσο καί γιά τόν ἅγιο Λουκᾶ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης παίρνει τόν δρόμο γιά τήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας καί στή συνέχεια γιά τήν Πιτυοῦντα τοῦ Πόντου. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς γιά τή Σιβηρία καί ἀργότερα γιά τόν ἀρκτικό κύκλο. Τό ταξίδι πρός τήν ἐξορία εἶναι ὀδυνηρότατο καί γιά τούς δύο ἁγίους ἱεράρχες. Δέν εἶναι μόνο ἡ σκληρότητα ὅσων τούς συνοδεύουν, δέν εἶναι μόνο οἱ ἀντίξοες συνθῆκες, ἡ ὁδοιπορία, τό κρύο καί οἱ ταλαιπωρίες πού ἀντιμετωπίζουν. Εἶναι καί ἡ ἐξασθενημένη φύση καί τῶν δύο ἁγίων, τό ἀδύναμο ἀπό τήν ἄσκηση καί τίς ταλαιπωρίες σῶμα τους πού κάνει τήν πορεία τους πρός τήν ἐξορία ἕνα πραγματικό μαρτύριο.
«Μόλις πήραμε μία ἀνάσα, φθάνοντας στήν Κουκουσό, καί εἴδαμε λίγο φῶς μέσα ἀπό τόν καπνό καί τήν νεφέλη τῶν ποικίλων κακῶν πού μᾶς βρῆκαν στόν δρόμο», γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος πρός τή διακόνισσα Ὀλυμπιάδα. «Τριάντα σχεδόν ἤ καί περισσότερες ἡμέρες πάλευα μέ φοβερό πυρετό βαδίζοντας τόν μακρύ καί φοβερό αὐτό δρόμο καί βασανιζόμενος συγχρόνως καί ἀπό ἄλλες πολύ σκληρές ἀρρώστιες», συνεχίζει περιγράφοντας τήν κατάστασή του στήν ἴδια ἐπιστολή του (ἐπιστολή πρός Ὀλυμπιάδα 6).
Ἑπτά μῆνες διήρκεσε ἡ ὁδοιπορία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τόν τόπο τῆς ἐξορίας του, τήν Κουκουσό, ἕναν τόπο πού δέν ὑπάρχει πιό ἔρημος ἀπό αὐτόν, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος στόν ἐπίσης ἐξόριστο ἐπίσκοπο Κυριακό (ἐπιστ. 125, PG 52, 685). Πολλές ἦταν οἱ θλίψεις πού ἀντιμετώπισε στόν δρόμο, ὅμως ὁ ἅγιος δέν ἔπαυσε νά δοξάζει τόν Θεό γιά ὅ,τι ζοῦσε. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν», ἐπαναλάμβανε συνεχῶς, ἀκόμη καί ὅταν τό αὐτοκρατορικό περιβάλλον ἐξοργισμένο ἀπό τό πλῆθος τῶν πιστῶν πού συνέρρεε στήν Κουκουσό γιά νά συναντήσει τόν μεγάλο ἐξόριστο, τόν ἔστειλε ἀπό τήν Κουκουσό στήν Πιτυούντα τοῦ Πόντου. Δέν ἔφθασε ποτέ ἐκεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, γιατί ἐξαντλημένος ἀπό τίς κακουχίες καί βαρειά ἄρρωστος ἐκοιμήθη στά Κόμανα τοῦ Πόντου στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407.
Τό ἴδιο συνέβαινε καί μέ τόν ἅγιο Λουκᾶ. Τήν πρώτη σύλληψη, μία ἑβδομάδα μετά τή χειροτονία του διαδέχεται ἡ φυλάκιση καί ἡ ἐξορία. Ἕνδεκα χρόνια φυλακίσεων καί ἐξοριῶν, ἕνδεκα χρόνια ἀπερίγραπτων ταλαιπωριῶν καί κακουχιῶν γιά νά κάμψουν τό φρόνημά του, γιά νά τόν ἀναγκάσουν νά μή μιλᾶ, νά μή διδάσκει καί νά μήν παρηγορεῖ τούς ἀνθρώπους· γιά νά τόν ἀναγκάσουν νά ἀρνηθεῖ τήν ἀρχιερωσύνη.
Πολύωρες καί ἐξοντωτικές ἀνακρίσεις στά γραφεῖα τῆς κρατικῆς ἀσφαλείας γίνονται ἡ καθημερινότητά του. Ἀτελείωτες ἡμέρες φυλακίσεως ἄλλοτε μέ κοινούς κακοποιούς καί ἄλλοτε μέ πολιτικούς κρατουμένους καταβάλλουν τό σῶμα του, ἀλλά ὄχι τήν ψυχή του.
«Ἔφτασα στή φυλακή λαχανιασμένος», γράφει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Λουκᾶς στήν Αὐτοβιογραφία του. «Ὁ σφυγμός μου ἦταν ἀδύναμος καί γρήγορος καί τά πόδια μου πρήστηκαν μέχρι τό γόνατο. Ἦταν ἡ πρώτη ἐκδήλωση μυοκαρδίτιδας, ἡ ὁποία μᾶλλον προκλήθηκε ἀπό τόν ἐξανθηματικό τύφο πού κόλλησα στήν Τασκένδη, ἕνα χρόνο μετά τή χειροτονία μου σέ ἱερέα. Μείναμε στίς φυλακές τοῦ Τιουμέν περίπου δύο ἑβδομάδες, καί ὅλο αὐτό τό διάστημα ἔμεινα δίχως ἰατρική περίθαλψη».
Ἀπό ἐκεῖ μεταφέρεται διαδοχικά σέ διάφορες πόλεις, ὅλο καί πιό μακριά. Μία ἡμέρα, ἐνῶ βρισκόταν ἐξόριστος στήν πόλη Τουρουχάνσκ, τόν κάλεσαν στήν κρατική ἀσφάλεια καί τοῦ δήλωσαν ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἀνυπακοῆς του στό σοβιέτ ἔπρεπε νά ἐγκαταλείψει τήν πόλη μέσα σέ μισή ὥρα. «Ποῦ μέ ἐξορίζουν αὐτή τή φορά;», ρώτησε τόν διοικητή. «Στόν ἀρκτικό ὠκεανό», ἦταν ἡ ἀπάντηση.
Τό ταξίδι ἐπάνω στόν παγωμένο ποταμό Γενισέι ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολο καί ὀδυνηρό. «Ἐκείνη ὅμως ἀκριβῶς τή δύσκολη ἐποχή εἶχα διαισθανθεῖ ἔντονα δίπλα μου τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Ἔνιωθα πώς μέ στηρίζει καί μέ ἐνθαρρύνει», γράφει ὁ ἅγιος Λουκᾶς.
Μέ τή στήριξη καί τήν ἐνθάρρυνση τοῦ Χριστοῦ θά ἀντέξει καί ὅλες τίς δοκιμασίες καί τίς κακουχίες πού θά ἀντιμετωπίσει, ἀνάμεσα σ᾽ αὐτές καί τίς πολυήμερες ἀνακρίσεις πού ὑπέστη τόν Νοέμβριο τοῦ 1937 καί γιά τίς ὁποῖες γράφει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος. «Εἶχαν ἐπινοήσει τή λεγόμενη μέθοδο τῆς ἁλυσιδωτῆς ἀνακρίσεως. Αὐτή ἡ ἁλυσίδα συνεχιζόταν ἀδιαλείπτως, μέρα-νύκτα. Οἱ ἀνακριτές ἄλλαζαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἐνῶ τόν ἀνακρινόμενο δέν τόν ἄφηναν νά κοιμηθεῖ οὔτε γιά μία στιγμή καθ᾽ ὅλη τή διάρκεια τοῦ εἰκοσιτετραώρου. Δεκατρία μερόνυκτα διήρκεσε ἡ ἀνάκριση … καί ἀρκετές ἦταν οἱ φορές πού μέ πῆγαν νά μοῦ ρίξουν νερό στό πρόσωπό μου γιά νά συνέλθω» καί μετά ἀπό αὐτή στάλθηκε γιά τρίτη φορά ἐξορία στή Σιβηρία.
Ἀλλά καί ὅταν ἀκόμη ἐπιστρέφει ἀπό τίς ἐξορίες καί καλεῖται νά διακονήσει τόν λαό τοῦ Θεοῦ ὡς ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως, ὑποφέρει ἀπό τίς συνέπειες τῶν διωγμῶν, τῶν φυλακίσεων καί τῶν ταλαιπωριῶν πού ὑπέμενε γιά πολλές δεκαετίες. Προοδευτικά ἡ ὑγεία του ἐξασθενοῦσε, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὅμως συνέχιζε τό ἔργο του.
Ἄν καί ἀπό τό 1956 εἶχε χάσει τήν ὅρασή του ὑπέμενε καί αὐτή τή δοκιμασία μέ καρτερία καί συνέχισε νά λειτουργεῖ καί νά κηρύττει. «Δέχθηκα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά μείνω τυφλός μέχρι τόν θάνατό του μέ ἤρεμη ψυχή, μέ εὐγνωμοσύνη καί πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό».
Καί μέσα σ᾽αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη θά παραδώσει τήν ψυχή του στόν Θεό, τόν δρόμον τελέσας καί τήν πίστιν τηρήσας, στίς 11 Ἰουνίου 1961.
Παρότι ὁ ἅγιος Λουκᾶς δέν πεθαίνει ἐξόριστος, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τό καθεστώς ἐμποδίζει μέ κάθε τρόπο τήν ἀπόδοση τιμῆς στόν κεκοιμημένο ἱεράρχη, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τόν λόγο τοῦ ἁγίου Λουκᾶ πού εἶχε πεῖ στούς μαθητές του πρίν ἀπό τήν κοίμησή του: «Δέν θά ἐπιτρέψουν νά μοῦ ψάλετε οὔτε τό Ἅγιος ὁ Θεός».
Ὅμως ὁ Θεός ἐπιφυλάσσει στόν ἅγιο Λουκᾶ τή δική του οὐράνια ἀνταμοιβή καί τιμή. Ὁ τάφος του ἀναδεικνύεται ἀκένωτη πηγή θαυμάτων καί ἰάσεων γιά ὅσους προσέτρεχαν καί ζητοῦσαν τή χάρη τοῦ ἁγίου, καί ἡ πίστη τοῦ λαοῦ στήν ἁγιότητά του ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας νά ἀποφασίσει τόν Νοέμβριο τοῦ 1995 τήν ἀναγραφή του στίς ἁγιολογικές δέλτους. Λίγους μῆνες ἀργότερα, τόν Μάρτιο τοῦ 1996, τριάντα πέντε χρόνια μετά τήν κοίμησή του, τά ἱερά λείψανά του μεταφέρονται πανηγυρικά στόν ἱερό καθεδρικό ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Συμφερουπόλεως, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς ἱερουργοῦσε ἐπί 15 χρόνια, καί τοῦ ἀποδίδονται ὅλες οἱ τιμές πού τό ἄθεο καθεστώς τοῦ εἶχε στερήσει κατά τήν κοίμησή του.
Κάτι ἀνάλογο εἶχε συμβεῖ καί μέ τά ἱερά λείψανα τοῦ ἄλλου μεγάλου ἱεράρχου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Τριάντα χρόνια μετά τήν κοίμησή του στήν ἐξορία, στά Κόμανα τοῦ Πόντου, μεταφέρθηκαν τιμητικά ἀπό τόν διάδοχό του, ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Πρόκλο, καί ἐνθρονίσθηκαν πανηγυρικά στόν ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη, ἀποκαθιστώντας ἔτσι τήν ἀδικία πού εἶχε γίνει στόν μεγάλο ἱεράρχη.
«Διωκόμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι» οἱ δύο ἅγιοι ἱεράρχαι πορεύθηκαν διά πολλῶν θλίψεων στήν ἐπίγεια ζωή τους. Ὑπέμειναν ὅμως εἰς τέλος καί ἔλαβαν τό βραβεῖο τῆς ἄνω κλήσεως γιά νά ἀναπαύονται ἀπό τούς κόπους καί τούς πόνους τῆς ζωῆς στήν αἰώνια μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ καί νά ἀπολαμβάνουν τήν ἀγαλλίαση τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ στή βασιλεία του καί νά ἀποτελοῦν φάρους φωτεινούς καί πυξίδες καί τῆς δικῆς μας πορείας, ὥστε νά φθάσουμε καί ἐμεῖς ἐκεῖ πού μᾶς περιμένουν «ἵνα μή χωρίς ἡμῶν τελειωθῶσι».
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ