Εκδήλωση αφιερωμένη στον Μακαριστό Μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης Αλέξανδρο Δηλανά. (ΦΩΤΟ)

SamosEkdhlwshVeriasAlexandro.2018.jpg

SamosEkdhlwshVeriasAlexandro.2018.jpg

Την Κυριακή 5 Αυγούστου το πρωί πραγματοποιήθηκε εκδήλωση αφιερωμένη στον αείμνηστο Μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης κυρό Αλέξανδρο Δηλανά, στον τόπο καταγωγής του στον Μαραθόκαμπο Σάμου.

Ομιλητές ήταν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, Ζιχνών και Νευροκοπίου κ. Ιερόθεος,  και ο κ. Αλέξανδρος Ζαβος ανηψιός του αειμνήστου.

Την εκδήλωση  παρουσίασε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θράκης και πρόεδρος του τμήματος ιστορίας και φιλολογίας του πανεπιστημίου Θράκης κ. Βαρβούνης Εμμανουηλ.

Ο Μητροπολίτης Βεροίας Αλέξανδρος Δηλανάς γεννήθηκε το 1878 στη Σάμο. Μετά τις σπουδές του στη θεολογική σχολή Αθηνών, χειροτονείται διάκονος (1903) και τον επόμενο χρόνο διορίζεται σχολάρχης της Πατμιάδας σχολής. Το 1905 τοποθετείται αρχιερατικός επίτροπος στο Αδραμύτιο και τις Κυδωνιές. Η Εκκλησία τιμώντας το έργο του τον προάγει σε επίσκοπο Μυρίνης (1910) και στη συνέχεια Μητροπολίτη Ανέων (1917). Η εθνική του δράση προκαλεί την οργή των Τούρκων που τον εξορίζουν δύο φορές. Από το 1917 μέχρι το 1941 ποιμαίνει τη Μητρόπολη Ζιχνών, ενώ το 1943 εκλέγεται Μητροπολίτης Βεροίας και Ναούσης. Η αρχιερατεία του συνδέθηκε με σημαντικά γεγονότα, όπως η άφιξη της εικόνας της Παναγίας Σουμελά (1951), οι εκδηλώσεις για τα 1900 χρόνια από την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στη Βέροια (1951) και η θεμελίωση του Μητροπολιτικού μεγάρου, το οποίο δεν πρόλαβε να εγκαινιάσει, λόγω του θανάτου του (1958).

ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Βεροίας :

Τό Σάββατο, 7 Σεπτεμβρίου 1943, ἕξι μῆνες μετά τήν ἐκλογή του ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλλάδος ὡς Μητροπο­λίτου τῆς χηρευούσης Μητροπό­λεως Βεροίας καί Ναούσης, καί δύο περίπου χρόνια μετά τήν ἀνα­γκαστική ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ζιχνῶν, ἔφθασε στή Βέροια ὁ Μητροπο­λί­της Ἀλέξανδρος Δηλανᾶς, ὁ τιμώ­μενος σήμερα στή γενέτειρά του μέ τήν ἀξιέπαινη πρωτοβουλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολί­του Σάμου καί Ἱκαρίας κυρίου Εὐ­σεβίου, ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ τῆς συμ­πλη­ρώσεως ἑκατόν σαράντα ἐτῶν ἀπό τή γέννησή του καί ἑξήντα ἀπό τήν κοίμησή του.

Εἶχαν προηγηθεῖ ἐπίπονες προ­σπάθειες καί διαβήματα πρός τίς γερμανικές δυνάμεις κατοχῆς προ­κειμένου νά ἐπιτρέψουν τή μετά­βασή του στή Βέροια. Ἡ ἀντίδραση στήν τοποθέτησή του προερχόταν ἀπό τούς Βουλγάρους, οἱ ὁποῖοι κατά τή διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς ἤλεγχαν τμῆμα τῆς Μα­κε­δονίας καί ἀντιτίθεντο στήν πλήρωση τῶν κενῶν θέσεων Μη­τρο­πολιτῶν στίς περιοχές πού ἐπο­φθαλμιοῦσαν.

Ἡ δύσκολη κατάσταση πού ἐπι­κρα­τοῦσε στή Βέροια δέν ἄφηνε περιθώρια γιά ἐπίσημη ὑποδοχή καί ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτου, παρότι ὁ λαός τῆς Ἠμαθίας ἀνέμε­νε μέ μεγάλη συγκίνηση τόν νέο ποι­μενάρχη του. Ἡ φήμη τῆς πο­λυετοῦς καί λαμπρᾶς ποιμαντορι­κῆς του δράσεως, τόσο στή Μικρά Ἀσία ὅσο καί στή Μητρόπολη Ζι­χνῶν, τούς γέμιζε μέ τήν ἐλπίδα ὅτι στό σεβάσμιο πρόσωπό του θά ἔβρισκαν τόν συνετό καί θαρραλέο ἐπίσκοπο πού εἶχαν ἀνάγκη στά σκοτεινά αὐτά χρόνια.

Καί δέν διαψεύσθηκαν. Ἡ μακρά ἐμπειρία τοῦ Μητροπολίτου Ἀλε­ξάν­δρου στήν ἀντιμετώπιση δυ­σκό­λων καταστάσεων ὑπῆρξε πο­λύ­τιμη, καί ὁ ἴδιος ἀποδείχθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὁ καλός ποιμήν πού μεριμνοῦσε γιά τή σω­τηρία τοῦ ποιμνίου του, ἀκόμη καί ἀπό τόν θάνατο.

Μέ τή στιβαρή καί συνετή προ­σω­πικότητά του κέρδισε σύντομα τήν ἐκτίμηση καί τόν σεβασμό τοῦ Γερμανοῦ φρουράρχου τῆς Βε­ροίας. Ἔτσι κατόρθωσε, σέ συνερ­γασία μέ τόν τότε δήμαρχο Προκό­πιο Καμπίτογλου, νά σώσει ἐπα­νειλημμένα ἀπό τό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα μεγάλο ἀριθμό ἀθώων Βεροιέων, πού θά ἐκτελοῦντο σέ ἀντίποινα γιά τήν ἐκτέλεση Γερ­μα­νῶν ὁπλιτῶν καί ἀξιωματικῶν ἀπό τά ἀνταρτικά σώματα.

Καθοριστική ἦταν ἡ στάση του καί στήν ταραγμένη περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, πού ἀκολού­θησε μετά τήν ἀποχώρηση τῶν Γερμανῶν καί τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τίς κατοχικές δυνάμεις. Κίνητρο τῶν ἐνεργειῶν τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου ἦταν ὁ γνήσιος πατριωτισμός του καί ἡ ἀγάπη του πρός τό ποίμνιό του πού κινδύνευε ἀπό τίς αἱμα­τηρές συγκρούσεις μεταξύ τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ ἀδελφο­κτό­νου ἐμφυλίου πολέμου. Οἱ συγ­κρού­σεις αὐτές εἶχαν ὡς ἀποτέ­λεσμα μεγάλες καταστροφές τόσο στή Βέροια ὅσο καί σέ ὅλη τήν Ἠμαθία, ὅπως ἔγραφε ὁ ἴδιος ὁ Ἀλέξανδρος στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Δαμασκηνό καί τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, γεγονός πού προκαλοῦσε φόβο καί ἀνη­συ­χία στόν πληθυσμό.

Μέ τίς δικές του ἐνέργειες ἐπι­σκέφθηκαν τή Βέροια ὁ ὑπουργός Βορείου Ἑλλάδος καί ὁ Διοικητής τοῦ Γ´ Σώματος Στρατοῦ προκειμέ­νου νά ἐξετάσουν πῶς μπορεῖ νά προστατευθεῖ ὁ ἄμαχος πληθυ­σμός. Ἡ ἀποστολή στρατιωτικῶν ἐνισχύσεων, ἡ ὁποία ἀποφασί­σθηκε, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἑδραίωση αἰσθήματος ἀσφαλείας στούς κατοίκους τῆς Ἠμαθίας πού εἶχαν πληρώσει βαρύ τίμημα ἐξαιτίας τῶν συμπλοκῶν, μέ ἐκτε­λέσεις ἱερέων καί πυρπολήσεις ναῶν, ἀλλά καί καταστροφή ἐπαρχιακῶν ὁδῶν καί γεφυρῶν.

Ἡ μέριμνα τοῦ Μητροπολίτου Ἀλεξάνδρου γιά τήν ἀσφάλεια τῆς ἐπαρχίας του δέν τόν ἐμπόδιζε κα­θόλου ἀπό τίς καθαρά ποιμαντικές του δραστηριότητες. Λειτουργεῖ, κηρύσσει, διδάσκει, παρηγορεῖ. Ὁ λαός τῆς Βεροίας τόν ἀκολουθεῖ καί κρέμεται ἀπό τά χείλη του, ὅταν ὁμιλεῖ. Διαβάζουμε σχετικά στό φύλλο τῆς 24ης Νοεμβρίου 1947 στήν ἐφημερίδα «Νέα Βέρ­ροια». «Προχθές Κυριακήν καί ὥραν 11ην ὁ Σεβασμιώτατος Μη­τροπολίτης Βερροίας καί Ναούσης κ.κ. Ἀλέξανδρος εἰς τήν ἀσφυκτι­κῶς πεπληρωμένην αἴθουσαν τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Βερροίας ὡμίλησε μέ θέμα: «Ἡ θρησκεία». Εἶναι ἀδύνατον νά φαντασθῆ τις τήν συγκίνησιν τῶν ἀκροατῶν οἵ­τινες ἐκρέμαντο κυριολεκτικῶς ἀπό τά μειδιῶντα χείλη τοῦ σεβα­στοῦ ἱεράρχου ἀναπτύξαντος μέ … εὐγλωττίαν συναρπάζουσαν, μέ ρητορείαν γοητεύουσαν, μέ παρα­δείγματα ἀδιάσειστα» τό θέμα. «Οἱ ἀκροαταί», συνεχίζει ἡ ἐφημερίδα, «ἀπεχώρησαν τῆς αἰθούσης μέ πραγματικήν ἀγαλλίασιν καί εὐ­χό­μενοι μακροημέρευσιν εἰς τόν ἀκούραστον Ἱεράρχην μας ὅστις καίτοι τήν αὐτήν ἡμέραν εἰς τήν θείαν λειτουργίαν τῆς Ἱερᾶς Μη­τρο­πόλεως ἐκήρυξε τόν θεῖον λό­γον ἐπί μίαν ὥραν καί πλέον, μετά τήν λειτουργίαν ὡμίλησε εἰς τήν αἴθουσαν τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώ­σεως».

Ἀκαταπόνητος ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξανδρος ἐργάζεται ἀπό τό πρωί μέχρι ἀργά τό βράδυ, συμπα­ριστάμενος μέ κάθε τρόπο στό ποίμνιό του καί ἐνθαρρύνοντάς το νά σταθεῖ ὄρθιο στίς δύσκολες αὐτές ὧρες. Θεωρεῖ, ἄλλωστε χρέος του νά ἐνημερώνει τίς κρα­τικές ἀρχές γιά τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν Ἠμαθία καί τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. «Ὡς Ἕλλην Ἱεράρχης καί ὡς ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀρχή τῆς περιο­χῆς ταύτης», γράφει πρός τόν ὑπουργό τῶν Στρατιωτικῶν, «πα­ρα­κολουθῶν ἀγρύπνως τήν κατά­στασιν καί περιοδεύων διαρκῶς τήν ὕπαιθρον χώραν πρός ἀνα­ζω­πύρωσιν τοῦ θρησκευτικοῦ καί ἐθνικοῦ φρονήματος τῶν χριστια­νῶν μας, ἐθεώρησα καθῆκον μου ἐπιβαλλόμενον νά περιγράψω δι᾽ ὀλίγων μόνον λέξεων τήν κρα­τοῦ­σαν ἐνταῦθα κατάστασιν …».

Καί τό ποιμαντικό του καθῆκον τό ἐπιτελοῦσε ὁ μακαριστός ἱε­ράρ­χης μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, καθώς πολλοί ἀπό τούς ἐπαρχια­κούς δρόμους ἦταν ὄχι μόνο σέ κακίστη κατάσταση, ἀλλά καί συχνές ἦταν οἱ ναρκοθετήσεις, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων δέν ὑπῆρχε καμία ἀσφάλεια.

Οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς μαρ­τυροῦν τίς ποιμαντικές ἐπισκέψεις του στά χωριά τοῦ Κάμπου, ἀλλά καί στίς ἄλλες μητροπολιτικές πε­ριφέρειες. «Ὁ Μητροπολίτης μας κ.κ. Ἀλέξανδρος», γράφει ἡ ἐφη­μερίδα «Ὁ Νέος Ἀγών» τόν Ἀπρί­λιο τοῦ 1948, «ὅστις ἀπό τά μαῦρα ἐκεῖνα χρόνια τῆς Γερμανικῆς κα­τοχῆς ἀπέδειξε ὅτι γνωρίζει νά ἀγωνίζεται καί νά πολεμᾶ τό κακόν, … ἐγκαινίασε ἀπό μηνός καί πλέον μίαν νέαν πνευματικήν ἐκστρατείαν εἰς τά διψῶντα ἀλη­θείας χωριά τοῦ κάμπου μας. … Ὁ Σεβασμιώτατος κατεσυνεκίνει τά πλήθη τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μέ δάκρυα στά μάτια πολλές φορές τόν παρεκάλουν νά τούς ἐπισκέ­πτε­ται τακτικά διά νά τούς το­νώνη τήν πίστιν εἰς τόν λυτρωτήν Χριστόν καί τήν αἰωνίαν καί Με­γάλην Ἑλλάδα. Ὁ Μητροπολίτης μας καί ἐθνικός οὗτος ἀγωνιστής τούς διαβεβαίωσε ὅτι καθ᾽ ὅλον τό διάστημα τοῦ θέρους θά περιοδεύη ἀπό χωριό σέ χωριό καί πάντοτε θά προσεύχεται καί θά ἐνδιαφέ­ρε­ται διά τά πνευματικά του τέκνα».

Ἰδιαίτερη εἶναι ἡ μέριμνά του γιά τήν παιδεία, τούς ἐκπαιδευτικούς καί γιά τά ἀθῶα θύματα τοῦ ἐμ­φυλίου πολέμου, τά παιδιά. Ἡ σπουδαία συμβολή του ἀναγνωρί­ζεται ἀπό ὅλους καί ὁ Μητρο­πολίτης Ἀλέξανδρος τιμᾶται μέ τό μετάλλιο ἐξαιρέτων πράξεων, τό ὁποῖο τοῦ ἀπονέμεται τόν Δεκέμ­βριο τοῦ 1948.

Ἡ διάκρισις αὐτή δέν τόν κάνει νά ἐφησυχάζει. Ἀγωνίζεται μέ κά­θε τρόπο γιά τήν πνευματική πρό­οδο τοῦ λαοῦ, μέ ὁμιλίες, κηρύγ­ματα, ἐνίσχυση τῶν κατηχητικῶν σχολείων σέ ὁλόκληρη τήν Ἱερά Μητρόπολη ἀλλά καί μέ τήν προ­βολή τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλη­σίας τῆς Βεροίας, μέ πρῶτο τόν ἱδρυτή της, τόν ἀπόστολο Παῦλο, τόν ὁποῖο τιμᾶ καί μέ ἰδιαίτερη τελε­τή, τό ἑσπέρας τῆς 29ης Ἰουνίου, στό Βῆμα του. Στήν τελετή αὐτή, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἡμερήσιος τύπος, συγκεντρώνονται «μεγάλα πλήθη κόσμου».

Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός τοῦ μα­καριστοῦ ἱεράρχου πρός τόν πρω­τοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, ἐκφράζεται μέ πολλούς τρόπους, ἰδιαιτέρως ὅμως μέ τίς ἑορτα­στι­κές ἐκδηλώσεις πού ὀργανώ­νο­νται καί πραγματοποιοῦνται στή Βέροια τό 1951 μέ ἀφορμή τή συμ­πλήρωση 1900 ἐτῶν ἀπό τήν ἄφιξή του στήν πόλη.

Οἱ ἑορταστικές ἐκδηλώσεις εἶναι ὑπέρλαμπρες, ἀντάξιες τοῦ μεγά­λου γεγονότος, καί πραγματοποι­οῦ­νται μέ τήν πάνδημο συμμετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ ὁλοκλή­ρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀλ­λά καί μέ τή συμμετοχή ἀρχηγῶν καί ἀντιπροσώπων τῶν ξένων Ἐκ­κλησιῶν, στούς ὁποίους ἐπεφυλά­χθη θερμή ὑποδοχή καί φιλοξενία. Ἐντυπωσιακός ἦταν ὁ χαιρετισμός τοῦ Μητροπολίτου Ἀλεξάνδρου καί ἡ μεγαλοπρεπής λιτανεία ἀπό τόν μητροπολιτικό ναό μέχρι τό Βῆμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. «Θεη­γόρε, κορυφαῖε, μεγάλε, Ἀπόστολε Παῦλε, ἄς πνέη διαρκῶς τό μέγα πνεῦμα σου καί ἐπί τήν ἐμήν ψυχήν καί καρδίαν ἵνα μέ φωτίζη καί μέ ἐνισχύη καί μέ ἐν­δυναμοῖ ἵνα δυνηθῶ κἀγώ νά πα­ραστήσω Κυρίῳ τῷ Θεῷ θυσίαν εὐ­άρεστον καί ἄμωμον τοῖς ἀγα­πητοῖς Χριστιανοῖς μου καί προσ­θέ­σω ἔστω καί ἕνα μόνον λίθον εἰς τό μέγα οἰκοδόμημα ὅπερ ἀνή­γειρες ἐδῶ εἰς τήν ἱστορικήν Ἐκ­κλησίαν Βερροίας …» κατέληγε ὁ χαιρετισμός τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρ­χου.

Πανηγυρικός εἶναι ὅμως πάντοτε ὁ ἑορτασμός καί τῶν ἄλλων Βε­ροιέων ἁγίων, ὅπως τῆς ὁσιομάρ­τυ­ρος Ἱερουσαλήμ, σχετικά μέ τόν ὁποῖο διαβάζουμε στήν ἐφημερίδα «Ὁ Νέος Ἀγών» (6 Σεπτεμβρίου 1948): «Μέ ἐξαιρετικήν λαμπρό­τη­τα ἐπανηγυρίσθη ἐφέτος ἡ ἑορτή τῆς ὁσιομάρτυρος Ἱερουσαλήμ. Χιλιάδες χριστιανῶν παρηκολού­θησαν τόν Μέγαν Ἑσπερινόν καί τήν θείαν Λειτουργίαν. … Πρός τόν σκοπόν αὐτόν ἀφίχθησαν ἐνταῦ­θα ἵνα λάβωσι μέρος ὁ Ἄρ­χων Πρωτοψάλτης τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας (Πατριαρ­χείου) κ. Πρίγγος καί ὁ καλλιτέ­χνης τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς κ. Παναγιωτίδης. … Ὁ Σεβασμιώτα­τος Μητροπολίτης μας ὡμίλησε μετ᾽ ἐμβριθείας διά τήν ζωήν, τό μαρτύριον καί τήν ἁγιότητα τῆς ὁσιομάρτυρος Ἱερουσαλήμ».

Τό ἔτος 1951 ἀποτελεῖ σταθμό στήν ἀρχιερατεία τοῦ Μητροπολί­του Ἀλεξάνδρου ὄχι μόνο λόγω τῶν ἑορτασμῶν γιά τήν ἐπέτειο τῶν 1900 χρόνων ἀπό τήν ἔλευση τοῦ ἀποστόλου Παύλου στή Βέ­ροια, ἀλλά καί λόγω τῆς ἐλεύσεως τῆς ἱστορικῆς καί θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Παναγίας Σουμελᾶ ἀπό τόν Πόντο στήν Ἠμαθία καί τήν ἐγκαθίδρυσή της στήν Καστα­νιά τοῦ Βερμίου.

Ἡ ὑποδοχή τῆς ἱερᾶς εἰκόνος πραγματοποιήθηκε στίς 14 Αὐγού­στου τοῦ 1951 καί δικαίως χαρα­κτηρίσθηκε ὡς «γεγονός ὑψίστης θρη­σκευτικῆς καί ἐθνικῆς σημα­σίας, σταθμός φωτοβόλου αἴγλης καί κοσμογονικοῦ μεσουρανή­μα­τος», ὅπως γράφουν τά ἔντυπα τῆς ἐποχῆς. «Σύσσωμος ὁ λαός τῆς Ἠμαθίας ἐξῆλθε στούς δρόμους ἀπό τούς ὁποίους θά διήρχετο ἡ πομπή μέ τήν ἱερά εἰκόνα πού μεταφερόταν ἀπό τή Θεσσαλονίκη στή Βέροια, πού συνοδεύεται ἀπό τιμητικά στρατιωτικά ἀγήματα, γιά νά ἀποδώσει τόν προσήκοντα σεβασμό στή «Μεγαλόχαρη» τοῦ Πόντου», στήν Παναγία τοῦ Σου­με­λᾶ.

Ἡ συγκίνηση μεγάλη καί ἡ προσ­δοκία τοῦ πλήθους νά ἀντικρύσει τήν ἱστορική εἰκόνα, τό κλέος τῶν Ποντίων, ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερη. Στήν εἴσοδο τῆς πόλεως εἶχε στη­θεῖ μία ἁψίδα μέ τήν ἐπιγραφή: «Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ὡσεί ὄρ­θρος, ὡραία ὡς ἡ Σελήνη, ἐκλεκτή ὡς ἥλιος», καί κάτω ἀπό τήν ἁψίδα ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξαν­δρος, μέ ὅλους τούς κληρικούς τῆς Μητροπόλεως, τήν ὑποδέχθηκε γο­νυπετής καί τήν προσεφώνησε μέ δάκρυα στά μάτια: «Εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τήν ἁγίαν εἰκόνα σου, Θεοτόκε, αὐτήν τήν λαμπράν καί πάνσεπτον, τήν ἁγίαν εἰκόνα αὐτήν, ἡ ὁποία θά σκέπει τά ἀκραῖα σύνορα τῆς Πατρίδος μας, τήν εἰκόνα ἡ ὁποῖα τοῦ λοιποῦ θά φυλάττει τούς χριστιανούς μου, ὅπως ἐπί αἰῶνας ἐφύλαξε τόν εὐσεβῆ λαόν τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας ἐν γένει».

Ἡ πομπή συνεχίσθηκε μέχρι τόν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Με­ταμορφώσεως Καστανιᾶς, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ χιλιάδες λαοῦ καί ἐκπρόσωποι τῶν ἀρχῶν. Ἐπα­κολούθησε ὁ Ἑσπερινός, στό τέλος τοῦ ὁποίου ὁμίλησε καί πάλι συγκινητικά ὁ ἱεράρχης ἐνώπιον καί τοῦ Προέδρου τοῦ Σωματείου «Παναγία Σουμελᾶ» ἰατροῦ Φί­λω­νος Κτενίδη, ὁ ὁποῖος εἶχε πρωτο­στατήσει στή μεταφορά τῆς ἱερᾶς εἰκόνος στό Βέρμιο. Μεγαλειώδης καί συγκλονιστική ἦταν καί ἡ ἀρ­χιερατική θεία Λειτουργία τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἑορτή τῆς Κοι­μήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἱστορική εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Πόντου θά μείνει πλέον στό Βέρμιο καί θά ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τόν Ποντιακό Ἑλληνισμό.

Ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξανδρος εἶ­χε διασφαλίσει μέ τή θαυμα­τουρ­γή εἰκόνα τῆς Παναγίας Σουμελᾶ τή βεβαιότερα προστασία γιά τό ποίμνιό του, δέν ἐφησύχαζε ὅμως. Ὡς καλός ποιμένας ἀγρυπνᾶ νύ­κτα καί ἡμέρα καί γιά τήν προ­στασία του ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κάνουν τήν ἐμφάνισή τους αὐτά τά χρόνια στή Βέροια.

Μέ ἐγκύκλιό του τήν 1η Μαρτίου 1952 προειδοποιεῖ τόν λαό γιά τόν κίνδυνο τοῦ προσηλυτισμοῦ τόσο ἀπό τά μέλη τῆς αἱρέσεως τῶν Σαββατιστῶν ὅσο καί ἀπό κάθε εἴδους «αἱρετικῶν, χιλιαστῶν, σπου­δαστῶν τῶν Γραφῶν, Προτε­στα­ντῶν …, διότι ὅλοι οὗτοι ἀγωνίζονται νά μεταδώσωσιν εἰς τάς ψυχάς σας τό δηλητήριον τῆς ψευδοῦς διδασκαλίας των. Εἰς τά ψευδῆ καί αἱρετικά κηρύγματά των», προτρέπει, «ὄχι μόνον νά μή δίδητε καμμίαν σημασίαν καί προσοχήν, ἀλλά καί ἐάν θελήσουν νά προπαγανδίσουν εἰς βάρος σας νά τούς ἀπαντᾶτε μέ τά ὡραῖα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, θλῖψις ἤ στενοχωρία, ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Μείνετε πι­στοί καί ἀφοσιωμένοι εἰς ὅσα ἠκούσατε καί ἐμάθατε».

Ὁ φωτισμένος ἱεράρχης ἐνδιαφέ­ρεται ὅμως καί γιά τίς ἀνάγκες τῆς Ἠμαθίας σέ ὑποδομές, ὅπως γιά τήν κατασκευή τῆς ὁδοῦ ἡ ὁποία συνέδεε τή Βέροια μέ τή Νάουσα καί εἶχε καταστραφεῖ τά προηγού­μενα χρόνια.

Ὁ ἴδιος θεμελιώνει τό 1952 τό κτίριο τοῦ νέου Ἐπισκοπείου, τοῦ ὁποίου ὅμως τήν ὁλοκλήρωση δέν θά προλάβει νά δεῖ. Τόν ἑπόμενο χρόνο, τόν  Νοέμβριο 1953, θέτει τόν θεμέλιο λίθο γιά τήν ἀνακα­τασκευή τοῦ μνημείου στό Βῆμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Καί ὅλα αὐτά συμμετέχοντας δραστήρια στή ζωή τῆς ἐπαρχίας του καί ἐνδιαφερόμενος ἔντοντα γιά τά ἐθνικά θέματα. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι καί τό ζήτημα τῆς Κύπρου, γιά τό ὁποῖο ὀργανώνεται τόν Αὔ­γουστο τοῦ 1954 συλλαλητήριο στή Βέροια μέ ὁμιλητή τόν ἴδιο. Τό 1956, κατά τήν τελευταία του θη­τεία ὡς Συνοδικοῦ, ὁρίζεται τοπο­τηρητής τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, καί στίς 29 Μαρτίου τοῦ ἴδιου χρόνου ἀναγ­γέλει τήν ἐκλογή τοῦ ἀπό Λαρίσης Δωροθέου ὡς ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν.

Στίς 5 Ἰανουαρίου τοῦ 1958 ἔχο­ντας τελειώσει τόν δρόμο τῆς πα­ρούσης ζωῆς ἀπέρχεται καί ὁ ἴδιος στήν αἰωνιότητα γιά νά λάβει ἀπό τόν ἀθλοθέτη καί ἀγωνοθέτη Κύ­ριο τόν μισθό τῶν πολλῶν κόπων του ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ποι­μνίου του καί τῆς πατρίδος, καί νά εὔχεται στό ἐπουράνιο θυσιαστή­ριο γιά τήν πατρίδα του ἀλλά καί γιά τίς Ἐκκλησίες τίς ὁποῖες θεο­φιλῶς ἐποίμανε.

ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ