Την Κυριακή 5 Αυγούστου το πρωί πραγματοποιήθηκε εκδήλωση αφιερωμένη στον αείμνηστο Μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης κυρό Αλέξανδρο Δηλανά, στον τόπο καταγωγής του στον Μαραθόκαμπο Σάμου.
Ομιλητές ήταν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, Ζιχνών και Νευροκοπίου κ. Ιερόθεος, και ο κ. Αλέξανδρος Ζαβος ανηψιός του αειμνήστου.
Την εκδήλωση παρουσίασε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θράκης και πρόεδρος του τμήματος ιστορίας και φιλολογίας του πανεπιστημίου Θράκης κ. Βαρβούνης Εμμανουηλ.
Ο Μητροπολίτης Βεροίας Αλέξανδρος Δηλανάς γεννήθηκε το 1878 στη Σάμο. Μετά τις σπουδές του στη θεολογική σχολή Αθηνών, χειροτονείται διάκονος (1903) και τον επόμενο χρόνο διορίζεται σχολάρχης της Πατμιάδας σχολής. Το 1905 τοποθετείται αρχιερατικός επίτροπος στο Αδραμύτιο και τις Κυδωνιές. Η Εκκλησία τιμώντας το έργο του τον προάγει σε επίσκοπο Μυρίνης (1910) και στη συνέχεια Μητροπολίτη Ανέων (1917). Η εθνική του δράση προκαλεί την οργή των Τούρκων που τον εξορίζουν δύο φορές. Από το 1917 μέχρι το 1941 ποιμαίνει τη Μητρόπολη Ζιχνών, ενώ το 1943 εκλέγεται Μητροπολίτης Βεροίας και Ναούσης. Η αρχιερατεία του συνδέθηκε με σημαντικά γεγονότα, όπως η άφιξη της εικόνας της Παναγίας Σουμελά (1951), οι εκδηλώσεις για τα 1900 χρόνια από την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στη Βέροια (1951) και η θεμελίωση του Μητροπολιτικού μεγάρου, το οποίο δεν πρόλαβε να εγκαινιάσει, λόγω του θανάτου του (1958).
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Βεροίας :
Τό Σάββατο, 7 Σεπτεμβρίου 1943, ἕξι μῆνες μετά τήν ἐκλογή του ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς Μητροπολίτου τῆς χηρευούσης Μητροπόλεως Βεροίας καί Ναούσης, καί δύο περίπου χρόνια μετά τήν ἀναγκαστική ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ζιχνῶν, ἔφθασε στή Βέροια ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξανδρος Δηλανᾶς, ὁ τιμώμενος σήμερα στή γενέτειρά του μέ τήν ἀξιέπαινη πρωτοβουλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου καί Ἱκαρίας κυρίου Εὐσεβίου, ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ τῆς συμπληρώσεως ἑκατόν σαράντα ἐτῶν ἀπό τή γέννησή του καί ἑξήντα ἀπό τήν κοίμησή του.
Εἶχαν προηγηθεῖ ἐπίπονες προσπάθειες καί διαβήματα πρός τίς γερμανικές δυνάμεις κατοχῆς προκειμένου νά ἐπιτρέψουν τή μετάβασή του στή Βέροια. Ἡ ἀντίδραση στήν τοποθέτησή του προερχόταν ἀπό τούς Βουλγάρους, οἱ ὁποῖοι κατά τή διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς ἤλεγχαν τμῆμα τῆς Μακεδονίας καί ἀντιτίθεντο στήν πλήρωση τῶν κενῶν θέσεων Μητροπολιτῶν στίς περιοχές πού ἐποφθαλμιοῦσαν.
Ἡ δύσκολη κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στή Βέροια δέν ἄφηνε περιθώρια γιά ἐπίσημη ὑποδοχή καί ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτου, παρότι ὁ λαός τῆς Ἠμαθίας ἀνέμενε μέ μεγάλη συγκίνηση τόν νέο ποιμενάρχη του. Ἡ φήμη τῆς πολυετοῦς καί λαμπρᾶς ποιμαντορικῆς του δράσεως, τόσο στή Μικρά Ἀσία ὅσο καί στή Μητρόπολη Ζιχνῶν, τούς γέμιζε μέ τήν ἐλπίδα ὅτι στό σεβάσμιο πρόσωπό του θά ἔβρισκαν τόν συνετό καί θαρραλέο ἐπίσκοπο πού εἶχαν ἀνάγκη στά σκοτεινά αὐτά χρόνια.
Καί δέν διαψεύσθηκαν. Ἡ μακρά ἐμπειρία τοῦ Μητροπολίτου Ἀλεξάνδρου στήν ἀντιμετώπιση δυσκόλων καταστάσεων ὑπῆρξε πολύτιμη, καί ὁ ἴδιος ἀποδείχθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὁ καλός ποιμήν πού μεριμνοῦσε γιά τή σωτηρία τοῦ ποιμνίου του, ἀκόμη καί ἀπό τόν θάνατο.
Μέ τή στιβαρή καί συνετή προσωπικότητά του κέρδισε σύντομα τήν ἐκτίμηση καί τόν σεβασμό τοῦ Γερμανοῦ φρουράρχου τῆς Βεροίας. Ἔτσι κατόρθωσε, σέ συνεργασία μέ τόν τότε δήμαρχο Προκόπιο Καμπίτογλου, νά σώσει ἐπανειλημμένα ἀπό τό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα μεγάλο ἀριθμό ἀθώων Βεροιέων, πού θά ἐκτελοῦντο σέ ἀντίποινα γιά τήν ἐκτέλεση Γερμανῶν ὁπλιτῶν καί ἀξιωματικῶν ἀπό τά ἀνταρτικά σώματα.
Καθοριστική ἦταν ἡ στάση του καί στήν ταραγμένη περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, πού ἀκολούθησε μετά τήν ἀποχώρηση τῶν Γερμανῶν καί τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τίς κατοχικές δυνάμεις. Κίνητρο τῶν ἐνεργειῶν τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου ἦταν ὁ γνήσιος πατριωτισμός του καί ἡ ἀγάπη του πρός τό ποίμνιό του πού κινδύνευε ἀπό τίς αἱματηρές συγκρούσεις μεταξύ τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ ἀδελφοκτόνου ἐμφυλίου πολέμου. Οἱ συγκρούσεις αὐτές εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα μεγάλες καταστροφές τόσο στή Βέροια ὅσο καί σέ ὅλη τήν Ἠμαθία, ὅπως ἔγραφε ὁ ἴδιος ὁ Ἀλέξανδρος στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Δαμασκηνό καί τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, γεγονός πού προκαλοῦσε φόβο καί ἀνησυχία στόν πληθυσμό.
Μέ τίς δικές του ἐνέργειες ἐπισκέφθηκαν τή Βέροια ὁ ὑπουργός Βορείου Ἑλλάδος καί ὁ Διοικητής τοῦ Γ´ Σώματος Στρατοῦ προκειμένου νά ἐξετάσουν πῶς μπορεῖ νά προστατευθεῖ ὁ ἄμαχος πληθυσμός. Ἡ ἀποστολή στρατιωτικῶν ἐνισχύσεων, ἡ ὁποία ἀποφασίσθηκε, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἑδραίωση αἰσθήματος ἀσφαλείας στούς κατοίκους τῆς Ἠμαθίας πού εἶχαν πληρώσει βαρύ τίμημα ἐξαιτίας τῶν συμπλοκῶν, μέ ἐκτελέσεις ἱερέων καί πυρπολήσεις ναῶν, ἀλλά καί καταστροφή ἐπαρχιακῶν ὁδῶν καί γεφυρῶν.
Ἡ μέριμνα τοῦ Μητροπολίτου Ἀλεξάνδρου γιά τήν ἀσφάλεια τῆς ἐπαρχίας του δέν τόν ἐμπόδιζε καθόλου ἀπό τίς καθαρά ποιμαντικές του δραστηριότητες. Λειτουργεῖ, κηρύσσει, διδάσκει, παρηγορεῖ. Ὁ λαός τῆς Βεροίας τόν ἀκολουθεῖ καί κρέμεται ἀπό τά χείλη του, ὅταν ὁμιλεῖ. Διαβάζουμε σχετικά στό φύλλο τῆς 24ης Νοεμβρίου 1947 στήν ἐφημερίδα «Νέα Βέρροια». «Προχθές Κυριακήν καί ὥραν 11ην ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βερροίας καί Ναούσης κ.κ. Ἀλέξανδρος εἰς τήν ἀσφυκτικῶς πεπληρωμένην αἴθουσαν τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Βερροίας ὡμίλησε μέ θέμα: «Ἡ θρησκεία». Εἶναι ἀδύνατον νά φαντασθῆ τις τήν συγκίνησιν τῶν ἀκροατῶν οἵτινες ἐκρέμαντο κυριολεκτικῶς ἀπό τά μειδιῶντα χείλη τοῦ σεβαστοῦ ἱεράρχου ἀναπτύξαντος μέ … εὐγλωττίαν συναρπάζουσαν, μέ ρητορείαν γοητεύουσαν, μέ παραδείγματα ἀδιάσειστα» τό θέμα. «Οἱ ἀκροαταί», συνεχίζει ἡ ἐφημερίδα, «ἀπεχώρησαν τῆς αἰθούσης μέ πραγματικήν ἀγαλλίασιν καί εὐχόμενοι μακροημέρευσιν εἰς τόν ἀκούραστον Ἱεράρχην μας ὅστις καίτοι τήν αὐτήν ἡμέραν εἰς τήν θείαν λειτουργίαν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἐκήρυξε τόν θεῖον λόγον ἐπί μίαν ὥραν καί πλέον, μετά τήν λειτουργίαν ὡμίλησε εἰς τήν αἴθουσαν τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως».
Ἀκαταπόνητος ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξανδρος ἐργάζεται ἀπό τό πρωί μέχρι ἀργά τό βράδυ, συμπαριστάμενος μέ κάθε τρόπο στό ποίμνιό του καί ἐνθαρρύνοντάς το νά σταθεῖ ὄρθιο στίς δύσκολες αὐτές ὧρες. Θεωρεῖ, ἄλλωστε χρέος του νά ἐνημερώνει τίς κρατικές ἀρχές γιά τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν Ἠμαθία καί τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. «Ὡς Ἕλλην Ἱεράρχης καί ὡς ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀρχή τῆς περιοχῆς ταύτης», γράφει πρός τόν ὑπουργό τῶν Στρατιωτικῶν, «παρακολουθῶν ἀγρύπνως τήν κατάστασιν καί περιοδεύων διαρκῶς τήν ὕπαιθρον χώραν πρός ἀναζωπύρωσιν τοῦ θρησκευτικοῦ καί ἐθνικοῦ φρονήματος τῶν χριστιανῶν μας, ἐθεώρησα καθῆκον μου ἐπιβαλλόμενον νά περιγράψω δι᾽ ὀλίγων μόνον λέξεων τήν κρατοῦσαν ἐνταῦθα κατάστασιν …».
Καί τό ποιμαντικό του καθῆκον τό ἐπιτελοῦσε ὁ μακαριστός ἱεράρχης μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, καθώς πολλοί ἀπό τούς ἐπαρχιακούς δρόμους ἦταν ὄχι μόνο σέ κακίστη κατάσταση, ἀλλά καί συχνές ἦταν οἱ ναρκοθετήσεις, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων δέν ὑπῆρχε καμία ἀσφάλεια.
Οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς μαρτυροῦν τίς ποιμαντικές ἐπισκέψεις του στά χωριά τοῦ Κάμπου, ἀλλά καί στίς ἄλλες μητροπολιτικές περιφέρειες. «Ὁ Μητροπολίτης μας κ.κ. Ἀλέξανδρος», γράφει ἡ ἐφημερίδα «Ὁ Νέος Ἀγών» τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1948, «ὅστις ἀπό τά μαῦρα ἐκεῖνα χρόνια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς ἀπέδειξε ὅτι γνωρίζει νά ἀγωνίζεται καί νά πολεμᾶ τό κακόν, … ἐγκαινίασε ἀπό μηνός καί πλέον μίαν νέαν πνευματικήν ἐκστρατείαν εἰς τά διψῶντα ἀληθείας χωριά τοῦ κάμπου μας. … Ὁ Σεβασμιώτατος κατεσυνεκίνει τά πλήθη τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μέ δάκρυα στά μάτια πολλές φορές τόν παρεκάλουν νά τούς ἐπισκέπτεται τακτικά διά νά τούς τονώνη τήν πίστιν εἰς τόν λυτρωτήν Χριστόν καί τήν αἰωνίαν καί Μεγάλην Ἑλλάδα. Ὁ Μητροπολίτης μας καί ἐθνικός οὗτος ἀγωνιστής τούς διαβεβαίωσε ὅτι καθ᾽ ὅλον τό διάστημα τοῦ θέρους θά περιοδεύη ἀπό χωριό σέ χωριό καί πάντοτε θά προσεύχεται καί θά ἐνδιαφέρεται διά τά πνευματικά του τέκνα».
Ἰδιαίτερη εἶναι ἡ μέριμνά του γιά τήν παιδεία, τούς ἐκπαιδευτικούς καί γιά τά ἀθῶα θύματα τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, τά παιδιά. Ἡ σπουδαία συμβολή του ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅλους καί ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξανδρος τιμᾶται μέ τό μετάλλιο ἐξαιρέτων πράξεων, τό ὁποῖο τοῦ ἀπονέμεται τόν Δεκέμβριο τοῦ 1948.
Ἡ διάκρισις αὐτή δέν τόν κάνει νά ἐφησυχάζει. Ἀγωνίζεται μέ κάθε τρόπο γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ λαοῦ, μέ ὁμιλίες, κηρύγματα, ἐνίσχυση τῶν κατηχητικῶν σχολείων σέ ὁλόκληρη τήν Ἱερά Μητρόπολη ἀλλά καί μέ τήν προβολή τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βεροίας, μέ πρῶτο τόν ἱδρυτή της, τόν ἀπόστολο Παῦλο, τόν ὁποῖο τιμᾶ καί μέ ἰδιαίτερη τελετή, τό ἑσπέρας τῆς 29ης Ἰουνίου, στό Βῆμα του. Στήν τελετή αὐτή, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἡμερήσιος τύπος, συγκεντρώνονται «μεγάλα πλήθη κόσμου».
Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχου πρός τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, ἐκφράζεται μέ πολλούς τρόπους, ἰδιαιτέρως ὅμως μέ τίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις πού ὀργανώνονται καί πραγματοποιοῦνται στή Βέροια τό 1951 μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 1900 ἐτῶν ἀπό τήν ἄφιξή του στήν πόλη.
Οἱ ἑορταστικές ἐκδηλώσεις εἶναι ὑπέρλαμπρες, ἀντάξιες τοῦ μεγάλου γεγονότος, καί πραγματοποιοῦνται μέ τήν πάνδημο συμμετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ ὁλοκλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀλλά καί μέ τή συμμετοχή ἀρχηγῶν καί ἀντιπροσώπων τῶν ξένων Ἐκκλησιῶν, στούς ὁποίους ἐπεφυλάχθη θερμή ὑποδοχή καί φιλοξενία. Ἐντυπωσιακός ἦταν ὁ χαιρετισμός τοῦ Μητροπολίτου Ἀλεξάνδρου καί ἡ μεγαλοπρεπής λιτανεία ἀπό τόν μητροπολιτικό ναό μέχρι τό Βῆμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. «Θεηγόρε, κορυφαῖε, μεγάλε, Ἀπόστολε Παῦλε, ἄς πνέη διαρκῶς τό μέγα πνεῦμα σου καί ἐπί τήν ἐμήν ψυχήν καί καρδίαν ἵνα μέ φωτίζη καί μέ ἐνισχύη καί μέ ἐνδυναμοῖ ἵνα δυνηθῶ κἀγώ νά παραστήσω Κυρίῳ τῷ Θεῷ θυσίαν εὐάρεστον καί ἄμωμον τοῖς ἀγαπητοῖς Χριστιανοῖς μου καί προσθέσω ἔστω καί ἕνα μόνον λίθον εἰς τό μέγα οἰκοδόμημα ὅπερ ἀνήγειρες ἐδῶ εἰς τήν ἱστορικήν Ἐκκλησίαν Βερροίας …» κατέληγε ὁ χαιρετισμός τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου.
Πανηγυρικός εἶναι ὅμως πάντοτε ὁ ἑορτασμός καί τῶν ἄλλων Βεροιέων ἁγίων, ὅπως τῆς ὁσιομάρτυρος Ἱερουσαλήμ, σχετικά μέ τόν ὁποῖο διαβάζουμε στήν ἐφημερίδα «Ὁ Νέος Ἀγών» (6 Σεπτεμβρίου 1948): «Μέ ἐξαιρετικήν λαμπρότητα ἐπανηγυρίσθη ἐφέτος ἡ ἑορτή τῆς ὁσιομάρτυρος Ἱερουσαλήμ. Χιλιάδες χριστιανῶν παρηκολούθησαν τόν Μέγαν Ἑσπερινόν καί τήν θείαν Λειτουργίαν. … Πρός τόν σκοπόν αὐτόν ἀφίχθησαν ἐνταῦθα ἵνα λάβωσι μέρος ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας (Πατριαρχείου) κ. Πρίγγος καί ὁ καλλιτέχνης τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς κ. Παναγιωτίδης. … Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας ὡμίλησε μετ᾽ ἐμβριθείας διά τήν ζωήν, τό μαρτύριον καί τήν ἁγιότητα τῆς ὁσιομάρτυρος Ἱερουσαλήμ».
Τό ἔτος 1951 ἀποτελεῖ σταθμό στήν ἀρχιερατεία τοῦ Μητροπολίτου Ἀλεξάνδρου ὄχι μόνο λόγω τῶν ἑορτασμῶν γιά τήν ἐπέτειο τῶν 1900 χρόνων ἀπό τήν ἔλευση τοῦ ἀποστόλου Παύλου στή Βέροια, ἀλλά καί λόγω τῆς ἐλεύσεως τῆς ἱστορικῆς καί θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Παναγίας Σουμελᾶ ἀπό τόν Πόντο στήν Ἠμαθία καί τήν ἐγκαθίδρυσή της στήν Καστανιά τοῦ Βερμίου.
Ἡ ὑποδοχή τῆς ἱερᾶς εἰκόνος πραγματοποιήθηκε στίς 14 Αὐγούστου τοῦ 1951 καί δικαίως χαρακτηρίσθηκε ὡς «γεγονός ὑψίστης θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς σημασίας, σταθμός φωτοβόλου αἴγλης καί κοσμογονικοῦ μεσουρανήματος», ὅπως γράφουν τά ἔντυπα τῆς ἐποχῆς. «Σύσσωμος ὁ λαός τῆς Ἠμαθίας ἐξῆλθε στούς δρόμους ἀπό τούς ὁποίους θά διήρχετο ἡ πομπή μέ τήν ἱερά εἰκόνα πού μεταφερόταν ἀπό τή Θεσσαλονίκη στή Βέροια, πού συνοδεύεται ἀπό τιμητικά στρατιωτικά ἀγήματα, γιά νά ἀποδώσει τόν προσήκοντα σεβασμό στή «Μεγαλόχαρη» τοῦ Πόντου», στήν Παναγία τοῦ Σουμελᾶ.
Ἡ συγκίνηση μεγάλη καί ἡ προσδοκία τοῦ πλήθους νά ἀντικρύσει τήν ἱστορική εἰκόνα, τό κλέος τῶν Ποντίων, ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερη. Στήν εἴσοδο τῆς πόλεως εἶχε στηθεῖ μία ἁψίδα μέ τήν ἐπιγραφή: «Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ὡσεί ὄρθρος, ὡραία ὡς ἡ Σελήνη, ἐκλεκτή ὡς ἥλιος», καί κάτω ἀπό τήν ἁψίδα ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξανδρος, μέ ὅλους τούς κληρικούς τῆς Μητροπόλεως, τήν ὑποδέχθηκε γονυπετής καί τήν προσεφώνησε μέ δάκρυα στά μάτια: «Εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τήν ἁγίαν εἰκόνα σου, Θεοτόκε, αὐτήν τήν λαμπράν καί πάνσεπτον, τήν ἁγίαν εἰκόνα αὐτήν, ἡ ὁποία θά σκέπει τά ἀκραῖα σύνορα τῆς Πατρίδος μας, τήν εἰκόνα ἡ ὁποῖα τοῦ λοιποῦ θά φυλάττει τούς χριστιανούς μου, ὅπως ἐπί αἰῶνας ἐφύλαξε τόν εὐσεβῆ λαόν τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας ἐν γένει».
Ἡ πομπή συνεχίσθηκε μέχρι τόν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως Καστανιᾶς, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ χιλιάδες λαοῦ καί ἐκπρόσωποι τῶν ἀρχῶν. Ἐπακολούθησε ὁ Ἑσπερινός, στό τέλος τοῦ ὁποίου ὁμίλησε καί πάλι συγκινητικά ὁ ἱεράρχης ἐνώπιον καί τοῦ Προέδρου τοῦ Σωματείου «Παναγία Σουμελᾶ» ἰατροῦ Φίλωνος Κτενίδη, ὁ ὁποῖος εἶχε πρωτοστατήσει στή μεταφορά τῆς ἱερᾶς εἰκόνος στό Βέρμιο. Μεγαλειώδης καί συγκλονιστική ἦταν καί ἡ ἀρχιερατική θεία Λειτουργία τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἱστορική εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Πόντου θά μείνει πλέον στό Βέρμιο καί θά ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τόν Ποντιακό Ἑλληνισμό.
Ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξανδρος εἶχε διασφαλίσει μέ τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας Σουμελᾶ τή βεβαιότερα προστασία γιά τό ποίμνιό του, δέν ἐφησύχαζε ὅμως. Ὡς καλός ποιμένας ἀγρυπνᾶ νύκτα καί ἡμέρα καί γιά τήν προστασία του ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κάνουν τήν ἐμφάνισή τους αὐτά τά χρόνια στή Βέροια.
Μέ ἐγκύκλιό του τήν 1η Μαρτίου 1952 προειδοποιεῖ τόν λαό γιά τόν κίνδυνο τοῦ προσηλυτισμοῦ τόσο ἀπό τά μέλη τῆς αἱρέσεως τῶν Σαββατιστῶν ὅσο καί ἀπό κάθε εἴδους «αἱρετικῶν, χιλιαστῶν, σπουδαστῶν τῶν Γραφῶν, Προτεσταντῶν …, διότι ὅλοι οὗτοι ἀγωνίζονται νά μεταδώσωσιν εἰς τάς ψυχάς σας τό δηλητήριον τῆς ψευδοῦς διδασκαλίας των. Εἰς τά ψευδῆ καί αἱρετικά κηρύγματά των», προτρέπει, «ὄχι μόνον νά μή δίδητε καμμίαν σημασίαν καί προσοχήν, ἀλλά καί ἐάν θελήσουν νά προπαγανδίσουν εἰς βάρος σας νά τούς ἀπαντᾶτε μέ τά ὡραῖα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, θλῖψις ἤ στενοχωρία, ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Μείνετε πιστοί καί ἀφοσιωμένοι εἰς ὅσα ἠκούσατε καί ἐμάθατε».
Ὁ φωτισμένος ἱεράρχης ἐνδιαφέρεται ὅμως καί γιά τίς ἀνάγκες τῆς Ἠμαθίας σέ ὑποδομές, ὅπως γιά τήν κατασκευή τῆς ὁδοῦ ἡ ὁποία συνέδεε τή Βέροια μέ τή Νάουσα καί εἶχε καταστραφεῖ τά προηγούμενα χρόνια.
Ὁ ἴδιος θεμελιώνει τό 1952 τό κτίριο τοῦ νέου Ἐπισκοπείου, τοῦ ὁποίου ὅμως τήν ὁλοκλήρωση δέν θά προλάβει νά δεῖ. Τόν ἑπόμενο χρόνο, τόν Νοέμβριο 1953, θέτει τόν θεμέλιο λίθο γιά τήν ἀνακατασκευή τοῦ μνημείου στό Βῆμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Καί ὅλα αὐτά συμμετέχοντας δραστήρια στή ζωή τῆς ἐπαρχίας του καί ἐνδιαφερόμενος ἔντοντα γιά τά ἐθνικά θέματα. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι καί τό ζήτημα τῆς Κύπρου, γιά τό ὁποῖο ὀργανώνεται τόν Αὔγουστο τοῦ 1954 συλλαλητήριο στή Βέροια μέ ὁμιλητή τόν ἴδιο. Τό 1956, κατά τήν τελευταία του θητεία ὡς Συνοδικοῦ, ὁρίζεται τοποτηρητής τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, καί στίς 29 Μαρτίου τοῦ ἴδιου χρόνου ἀναγγέλει τήν ἐκλογή τοῦ ἀπό Λαρίσης Δωροθέου ὡς ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν.
Στίς 5 Ἰανουαρίου τοῦ 1958 ἔχοντας τελειώσει τόν δρόμο τῆς παρούσης ζωῆς ἀπέρχεται καί ὁ ἴδιος στήν αἰωνιότητα γιά νά λάβει ἀπό τόν ἀθλοθέτη καί ἀγωνοθέτη Κύριο τόν μισθό τῶν πολλῶν κόπων του ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ποιμνίου του καί τῆς πατρίδος, καί νά εὔχεται στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο γιά τήν πατρίδα του ἀλλά καί γιά τίς Ἐκκλησίες τίς ὁποῖες θεοφιλῶς ἐποίμανε.