Την Πέμπτη 12 Μαρτίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων τέλεσε Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία και κήρυξε το θείο λόγο στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Ανατολικού.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
«Ἕως πότε, ὀκνηρέ, κατάκεισαι; Πότε δέ ἐξ ὕπνου ἐγερθήσῃ;»
Μία ἐρώτηση ἀκούσαμε στό σημερινό ἀνάγνωσμα ἀπό τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν νά ἀπευθύνει ὁ σοφός Σολομῶν. Μία ἐρώτηση μέ τήν ὁποία ἐπιχειρεῖ νά ἀφυπνίσει ὅσους τόν ἀκοῦν ἤ τόν διαβάζουν ἀπό τόν μεγάλο κίνδυνο τῆς ὀκνηρίας.
Ὅλοι γνωρίζουμε τί εἶναι ὀκνηρία καί ποιές εἶναι οἱ συνέπειές της. Εἶναι ἐκείνη ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία πού μᾶς κάνει νά ἀδιαφοροῦμε γιά τήν ἐργασία μας, γιά τίς ὑποχρεώσεις μας, γιά τίς ἀνάγκες μας καί γιά τίς ἀνάγκες τῶν οἰκείων μας, νά μήν θέλουμε νά ἐργασθοῦμε καί νά κοπιάσουμε γιά τίποτε.
Ὅμως ζωή χωρίς ἐργασία, χωρίς προσπάθεια καί κόπο, χωρίς δραστηριότητα, εἶναι ζωή χωρίς περιεχόμενο. Εἶναι μία παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας ἄνευ ὅρων στίς συγκυρίες, πού δέν μᾶς ὁδηγεῖ πουθενά. Εἶναι μία κατάσταση σάν αὐτή τήν ὁποία περιγράφει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν Ἀποκάλυψη λέγοντας ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζεῖς, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶσαι νεκρός. Γιατί νεκρός εἶναι στήν πραγματικότητα ὁ ὀκνηρός ἄνθρωπος, ἐφόσον δέν κάνει τίποτε στή ζωή του, δέν δημιουργεῖ καί δέν παράγει τίποτε, καί ὅταν ἀναγκάζεται νά τό κάνει, τό κάνει δυσανασχετώντας καί διαμαρτυρόμενος.
Ἡ ὀκνηρία, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «ὅλον τόν πλοῦτον σκορπίζει», μπορεῖ νά σκορπίσει ὅλο τόν πλοῦτο.
Καί δέν σκορπίζει μόνο τόν ὑλικό πλοῦτο, μόνο τά χρήματα ἤ τήν περιουσία πού μπορεῖ νά ἔχει ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλά σκορπίζει καί τόν πνευματικό πλοῦτο. Διότι ἐκτός ἀπό τή φυσική ὀκνηρία ὑπάρχει καί ἡ πνευματική ὀκνηρία, πού ἐκφράζεται ὡς διάθεση ἀπραξίας καί νωθρότητος γιά κάθε τι καλό, γιά κάθε τι πνευματικό.
Καί ὅπως ὁ ὀκνηρός ἄνθρωπος δέν θέλει νά ἐργασθεῖ ἀκόμη καί γιά νά κερδίσει τά πρός τό ζῆν, δέν θέλει νά κάνει ὁτιδήποτε θά τοῦ «χαλάσει», ὅπως θεωρεῖ, τήν ἡσυχία καί τήν ἀνάπαυσή του, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ὀκνηρό στήν πνευματική ζωή. Καί ἡ ὀκνηρία στήν πνευματική ζωή εἶναι πιό ἐπικίνδυνη καί πιό καταστροφική.
Ἡ πνευματική ζωή εἶναι ἕνας διαρκής ἀγώνας, ἀγώνας κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν πειρασμῶν τοῦ πονηροῦ, πού δέν ἀφήνει περιθώρια ὀκνηρίας, ἀλλά ἀπαιτεῖ συνεχῆ προσπάθεια καί ἐγρήγορση. Ὁ ὀκνηρός ὅμως δέν θέλει οὔτε νά ἀγωνισθεῖ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ οὔτε καί νά χρησιμοποιήσει τά ὅπλα πού μᾶς δίδει ἡ Ἐκκλησία μας γιά νά ἀγωνισθοῦμε.
Εἶναι ὀκνηρός στήν προσευχή, στή μελέτη, στόν ἐκκλησιασμό, στή νηστεία, σέ κάθε καλή καί ἀγαθή προσπάθεια, καί ἔτσι ἐκτός τοῦ ὅτι δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει τίποτε, ἐκθέτει τόν ἑαυτό του καί στίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος βλέποντας τόν ὀκνηρό ἄνθρωπο θεωρεῖ ὅτι ἔχει στή διάθεσή του ἕνα εὔκολο θύμα, πού μπορεῖ χωρίς μεγάλη προσπάθεια νά τό παρασύρει καί νά τό αἰχμαλωτίσει. Διότι ὁ ὀκνηρός πολύ εὔκολα ὑποκύπτει στόν λογισμό τῆς ὀκνηρίας καί δέν θέλει νά πιέσει οὔτε κατ᾽ἐλάχιστο τόν ἑαυτό του, ἐνῶ ἡ ὀκνηρία του τόν κάνει νά ἀδιαφορεῖ ἀκόμη καί ὅταν προσεύχεται ἤ ὅταν βρίσκεται μέσα στήν Ἐκκλησία, τόν κάνει νά μήν κάνει οὔτε τήν παραμικρή προσπάθεια γιά νά νικήσει τήν ἀδυναμία του, νά μετανοήσει καί νά ἐξομολογηθεῖ.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τήν θεωροῦν καταστροφέα τῆς εὐλαβείας καί προστάτιδα τῆς κακίας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ σοφός Σολομῶν προσπαθεῖ νά μᾶς ἀφυπνίσει καί νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό αὐτήν ἐρωτώντας: «Ἕως πότε, ὀκνηρέ, κατάκεισαι; Πότε δέ ἐξ ὕπνου ἐγερθήσῃ;»
Ἄς ἀφυπνισθοῦμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς ἀπό τήν ὀκνηρία μας, πού εἶναι μία φυσική ροπή τοῦ ἀνθρώπου. Ἄς σηκωθοῦμε ἀπό τόν ὕπνο τῆς ὀκνηρίας, ὅπως μᾶς συστήνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ἄς ἀγωνισθοῦμε, διότι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας περνᾶ, ἀλλά καί ἡ περίοδος αὐτή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πού εἶναι περίοδος προσευχῆς, μετανοίας, νηστείας καί ἀγῶνος πνευματικοῦ φεύγει, καί δέν πρέπει νά τήν ἀφήσουμε νά φύγει, χάνοντας τίς εὐκαιρίες πού μᾶς προσφέρει ὁ Θεός γιά νά καθάρουμε τήν ψυχή μας ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά προετοιμασθοῦμε γιά τή μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας.
Ἄς ἐκμεταλλευθοῦμε αὐτή τήν περίοδο καί ἄς ἀξιοποιήσουμε καί τήν εὐκαιρία πού μᾶς δίδει ἡ δοκιμασία τήν ὁποία διέρχεται καί ἡ πατρίδα μας καί ὅλος ὁ κόσμος μέ τήν ἐπιδημία τοῦ κοροναϊοῦ πού μᾶς ταλαιπωρεῖ, γιά νά προσευχηθοῦμε περισσότερο, γιά νά εἴμαστε περισσότερο ἐγρήγορση, τηρώντας πάντοτε τίς ὁδηγίες τῆς πολιτείας καί τῶν εἰδικῶν, τά μέτρα προφυλάξεως καί ὑγιεινῆς πού συστήνονται ἀπό τούς ὑπευθύνους, γιά νά προστατεύσουμε καί τούς ἑαυτούς μας, ἰδιαιτέρως, παρακαλῶ, οἱ μεγαλύτεροι στήν ἡλικία, οἱ ἀσθενεῖς καί ὅσοι ἔχουν προβλήματα ὑγείας, ἀλλά καί γιά νά προφυλάξουμε καί τούς ἀδελφούς μας, ἐάν ἔχουμε κάποια συμπτώματα πού παραπέμπουν στήν ἀσθένεια αὐτή.
Ἔχουμε ὅλοι εὐθύνη καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς ἀνθρώπους γύρω μας καί θά πρέπει νά συμπεριφερόμεθα σύμφωνα μέ τίς συστάσεις τῶν εἰδικῶν καί τῶν ἀρχῶν, ὥστε νά ἐμποδίσουμε κατά τό δυνατόν τήν ἐξάπλωση τῆς ἐπιδημίας καί νά ἀποφύγουμε τά δυσάρεστα γεγονότα πού δυστυχῶς παρακολουθοῦμε νά συμβαίνουν σέ πολλές χῶρες ἀλλά καί στή δική μας.
Καί συστήνω νά ἀποφεύγουμε τά χειροφιλήματα, νά ἀποφεύγουμε τούς ἀσπασμούς, νά πλύνουμε τά χέρια μας, νά ἔχουμε καθαριότητα πάντοτε μέ σαπούνι, νά μήν τά φέρνουμε στό πρόσωπό μας, στό στόμα μας, στά μάτια μας. Εἶναι ἐντολές πού πρέπει νά τίς τηρήσουμε ὅλοι μας. Στόν ναό θά ἐρχόμεθα, θά προσευχόμεθα, θά κοινωνοῦμε, θά παίρνουμε Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καί σώματος». Πολλοί θέλουν νά τά μπερδέψουν, ἀλλά ἐμεῖς πού ἀγαποῦμε τόν Χριστό, πού θέλουμε νά εἴμεθα ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, δέν φοβούμεθα. Ὁ Χριστός «ἔξω βάλλει τόν φόβον».
Ἄς εἴμεθα ὅλοι προσεκτικοί, λοιπόν, καί ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς προστατεύσει καί νά ἀπαλλάξει σύντομα ἀπό τή δοκιμασία αὐτῆς τῆς ἐπιδημίας, καί ἄς ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.