Την Κυριακή των Βαΐων το απόγευμα ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στην Ακολουθία του Νυμφίου και κήρυξε το θείο λόγο στον ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Μελίκης.
Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος τέλεσε την εις πρωτοπρεσβύτερον χειροθεσία του εφημερίου του Ιερού Ναού π.Γεωργίου Γιοβανόπουλου. Επίσης χειροθέτησε αναγνώστες δύο Ιεροπαιδες οι οποίοι επί σειρά ετών διακονούν το Ιερό Βήμα του Ιερού Ναού.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
«Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν, καί νεκρωθῶμεν δι᾽ αὐτόν».
Σήμερα τό πρωί εἴδαμε, ἀδελφοί μου, τόν Χριστό νά εἰσέρχεται ἐπί πῶλον ὄνου στά Ἱεροσόλυμα, κάτω ἀπό τίς ἐπευφημίες καί τά ὠσαννά τῶν Ἰουδαίων πού τόν ἀνέμεναν. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἀγνοοῦσε ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἰαχές καί οἱ ζητωκραυγές τοῦ πλήθους ἦταν προσωρινές. Γνώριζε ὅτι στά Ἱεροσόλυμα εἰσέρχεται ὄχι γιά νά δοξασθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά γιά νά θυσιασθεῖ γιά χάρη τους καί ἔτσι νά δοξάσει τόν Πατέρα του τόν ἐν οὐρανοῖς, ὁλοκληρώνοντας τό ἔργο του ἐπί τῆς γῆς.
Γνώριζε ὁ Χριστός ὅτι ἡ εἴσοδός του στά Ἱεροσόλυμα τόν ὁδηγεῖ στό Πάθος, καί αὐτό ἐξήγησε καί στούς μαθητές του καλώντας τους νά συμπορευθοῦν μαζί του μέχρι τό τέλος, ὥστε νά ζήσουν τήν ὀδύνη ἀλλά καί τό μεγαλεῖο τῆς θυσίας του καί τῆς ἀναστάσεώς του πού ἐπρόκειτο νά κηρύξουν στόν κόσμο.
Ἡ συμπόρευση ὅμως μέ τόν Ἰησοῦ πρός τό Πάθος δέν εἶναι ὅμως μόνο προνόμιο τῶν ἀποστόλων, δέν εἶναι προνόμιο τῶν μαθητῶν του ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Εἶναι καί δικό μας προνόμιο, ἀδελφοί μου. Καί εἶναι προνόμιο γιά δύο λόγους.
Ὁ ἕνας εἶναι γιατί ἔχουμε τή δυνατότητα νά πάρουμε τή θέση τῶν μαθητῶν του καί νά γίνουμε συνοδοί καί συνοδοιπόροι τοῦ Θεανθρώπου, νά γίνουμε συμμέτοχοι σέ μία πορεία ὀδυνηρή καί πικρή, ἀλλά συγχρόνως καί σέ μία πορεία γεμάτη ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί τέτοια ἦταν ἡ πορεία τοῦ Ἰησοῦ πρός τό Πάθος. Πορεία γεμάτη ὀδύνη, ὀδύνη ψυχική πού προερχόταν ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν, τό ὁποῖο σήκωνε προκειμένου νά μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπό αὐτές, ξεπλύνοντάς τες μέ τό τίμιο αἷμα του, ἀλλά καί ἀπό τήν ἀγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους εὐεργέτησε καί ὅμως ἐκεῖνοι ζητοῦσαν τόν θάνατό του.
Πορεία γεμάτη ὀδύνη σωματική, πού προερχόταν ἀπό τήν ἀφόρητη ταλαιπωρία, τά βασανιστήρια, τούς ἐμπαιγμούς καί τέλος τή σταύρωση.
Ὁ δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀποτελεῖ προνόμιο ἡ συμπόρευση μέ τόν Χριστό πρός τό Πάθος, εἶναι διότι χωρίς τή συμμετοχή μας στό Πάθος του δέν εἶναι δυνατόν νά συμμετάσχουμε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Τό διαπιστώνουμε στήν περίπτωση τοῦ Ἰούδα. Ἔρχεται μαζί μέ τόν Ἰησοῦ στά Ἱεροσόλυμα, μετέχει μέχρι καί στόν Μυστικό Δεῖπνο, ἀλλά ἀκολουθεῖ στή συνέχεια ἄλλο δρόμο. Ἐπιλέγει τόν δρόμο τῆς προδοσίας καί ὄχι τῆς συμπορεύσεως μέ τόν Χριστό μέχρι τόν Σταυρό, καί ἔτσι ὄχι μόνο δέν ζεῖ τήν ἀνάσταση, ἀλλά καταλήγει στόν φοβερό καί αἰώνιο θάνατο τοῦ χωρισμοῦ του ἀπό τόν Θεό.
Νά, γιατί, ἀδελφοί μου, μᾶς καλεῖ ἀπόψε ὁ ἱερός ὑμνογράφος νά συμπορευθοῦμε μέ τόν Χριστό «κεκαθαρμέναις διανοίαις» καί νά συσταυρωθοῦμε καί νά νεκρωθοῦμε γιά χάρη του. Διότι ἄν ἔχουμε «κεκαθαρμένη διάνοια», ἄν ἔχουμε καθάρει τόν νοῦ μας μέ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση ἀπό τούς κοσμικούς καί ἐφάμαρτους λογισμούς, δέν κινδυνεύουμε νά παρασυρθοῦμε ἀπό τούς πειρασμούς πού ἐπιδιώκουν νά μᾶς ἀποπροσανατολίσουν ἀπό τήν πορεία πού ἔχουμε ἐπιλέξει, πού ἐπιδιώκουν νά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν προσπάθειά μας νά συσταυρωθοῦμε μέ τόν Χριστό καί νά νεκρωθοῦμε γιά χάρη του.
Καί συσταυρώνομαι μέ τόν Χριστό σημαίνει προσπαθῶ καί ἀγωνίζομαι νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες, τά ὁποῖα ἀνέβασαν τόν Χριστό στόν Σταυρό. Διότι γιά τίς ἁμαρτίες μας ἀνῆλθε, γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ καθενός μας προσωπικά, ἀδελφοί μου, καί τίς ἔσβυσε μέ τό αἷμα του. Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν ἐμεῖς νά τίς ἐπαναλαμβάνουμε καί νά μήν προσπαθοῦμε νά τίς σταυρώσουμε, νά τίς ἐξαλείψουμε δηλαδή μέ τή χάρη πού πηγάζει ἀπό τή θυσία του καί διαδίδεται διά τῶν μυστηρίων του;
Αὐτό σημαίνει, ἀδελφοί μου, τό συσταυροῦμαι μέ τόν Χριστό. Καί τό νεκρώνομαι γι᾽ αὐτόν σημαίνει ἕνα βῆμα παραπάνω. Σημαίνει θυσιάζω κάτι μέ τή θέλησή μου, κάτι πού μπορεῖ νά μήν εἶναι ἁμαρτία, κάτι πού μπορεῖ νά μοῦ εἶναι εὐχάριστο. Τό θυσιάζω ὅμως γιά τόν Χριστό, ὡς ἐλάχιστο δεῖγμα ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης γιά τή δική του θυσία. Καί αὐτή ἡ ἑκούσια νέκρωση μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά προσεγγίσουμε περισσότερο τόν Χριστό, νά ζήσουμε τό Πάθος καί τή νέκρωσή του καί νά μπορέσουμε καί ἐμεῖς νά ζήσουμε τήν ἀνάστασή του, ὄχι ὡς μιά ἁπλή ἑορτή, ἀλλά ὡς ἕνα ἐσώτερο βίωμα, ὡς ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μας, ὡς ἀναγέννηση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου.
Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, ἄς σπεύσουμε καί ἐμεῖς, ἀνεξάρτητα μέ ὅ,τι κάναμε ἕως τώρα νά ἀκολουθήσουμε τήν προτροπή τοῦ ἱεροῦ. Ἄς σπεύσουμε, «κεκαθαρμέναις διανοίαις», νά συμπορευθοῦμε μέ τόν Χριστό, νά συσταυρωθοῦμε καί νά νεκρωθοῦμε, ὥστε νά ζήσουμε μαζί του καί ἐδῶ στή γῆ καί στήν ἐπουράνιο Ἱερουσαλήμ ἀναστημένοι.