«Λ’ Παύλεια» | «Καππαδοκία Αγιοτόκος» εκδήλωση για τα 100 έτη από την κοίμηση του Οσίου Αρσενίου και 30 από του Οσίου Παϊσίου

Την Κυριακή 16 Ιουνίου το πρωί, μετά το αρχιερατικό συλλείτουργο στον Ι. Ναό Αγίων Αρσενίου και Παϊσίου στο Πλατύ, διοργανώθηκε εκδήλωση, στο πλαίσιο των «Λ΄ Παυλείων», με τίτλο «Καππαδοκία Αγιοτόκος», με την ευκαιρία της συμπληρώσεως φέτος 100 χρόνων από την κοίμηση του οσίου Αρσενίου του Καππαδόκου και 30 χρόνων από την κοίμηση του οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου.

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην κατάμεστη αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Πλατέος με τον γενικό συντονισμό του Πρωτ. Χρήστου Μιχαηλίδη, προϊσταμένου της Ενορίας, ο οποίος παρουσίασε με επιτυχία την εκδήλωση.

Στην αρχή εκκλησιαστικούς ύμνους απέδωσε ο βυζαντινός χορός υπό τη διεύθυνση του Πανοσ. Αρχιμ. Χερουβείμ, ο οποίος κατάγεται από το Πλατύ.

Πρώτος ομιλητής ήταν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων με θέμα «ευλαβικό προσκύνημα στη γη της Καππαδοκίας».

Ακολούθως το λόγο έλαβε ο δεύτερος ομιλητής Αρχιμ. Πορφύριος Μπατσαράς, καθηγούμενος Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «εμπειρίες από τον όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη».

Η όμορφη εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την απονομή των αναμνηστικών των επετειακών Λ΄ Παυλείων από τον Σεβασμιώτατο. Την εκδήλωση παρακολούθησε και ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Φαναρίου κ. Αγαθάγγελος.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΒΕΡΟΙΑΣ κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Ἕνας ἀπό τούς τόπους πού προσέφεραν δεκάδες ἁγίων, ὁσίων καί θεοφόρων πατέρων στήν Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Καππαδοκία, ἡ ὁποία δικαίως ὀνομάζεται «ἁγιοτόκος». 

Τόπος ἔρημος, ἄνυδρος, ἀπόκοσμος, μέ ἕνα μοναδικό γεωφυσικό ἀνάγλυφο, μέ χιλιάδες φυσικά σπήλαια, δέν μπορεῖ νά ἀφήσει ἀδιάφορο κανέναν ἐπισκέπτη. Μακριά ἀπό τά κέντρα τῶν ἐξελίξεων τοῦ κόσμου εἵλκυσε ἀπό νωρίς, τήν προσοχή καί τήν ἀγάπη ὅσων ἐπιζητοῦσαν τήν ἡσυχία. Ἡ ἡσυχία καί ἡ μόνωση πού προσέφερε ὁ τόπος ἀλλά καί τά σπήλαια πού σχημάτιζαν οἱ βράχοι του ἀποτέλεσε τό ἰδανικό περιβάλλον γιά ὅσους ἐπιζητοῦσαν ἕναν ἤρεμο τόπο γιά νά ἀφιερωθοῦν στήν ἄσκηση καί τή λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Οἱ αἰῶνες πέρασαν, οἱ συνθῆκες μεταβλήθηκαν καί οἱ βράχοι καί τά σπήλαια τῆς Καππαδοκίας συνέχισαν νά προσφέρουν καταφύγιο στούς χριστιανούς τῶν γύρω περιοχῶν πού μποροῦσαν ἐκεῖ νά λατρεύουν ἀνενόχλητοι τόν Θεό, μακριά ἀπό τά ἀδιάκριτα βλέμματα καί τήν ὀργή τῶν ἀλλοθρήσκων κατακτητῶν, καί ἔτσι κατόρθωσαν νά διατηρήσουν τήν πίστη τους καί τήν αὐτοσυνειδησία τους μέχρι τόν 19ο αἰώνα, ὁπότε δόθηκε μία σχετική ἐλευθερία στούς χριστιανούς. Τότε ὁ Ἑλληνισμός τῆς Καππαδοκίας κατόρθωσε νά ἀνεγείρει περικαλλεῖς ναούς, σχολεῖα ἀλλά καί ἀρχοντικά, τά ὁποῖα θαυμάζει κανείς ἀκόμη παρά τήν καταστροφή πού ὑπέστησαν μετά τήν ἀναγκαστική ἀπομάκρυνση τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν Καπαπδοκία, ὅπως καί ἀπό τόν Πόντο καί τήν ὑπόλοιπη Μικρά Ἀσία μετά τή Μικρασιατική καταστροφή.

Μέσα σέ αὐτές τίς συνθῆκες ἡ Καππαδοκία ὅμως παρέμεινε ἁγιοτόκος καί δέν ἔπαυσε ποτέ νά προσφέρει στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία ἁγίους. Δύο ἀπό αὐτούς τιμοῦμε φέτος: τόν ὅσιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, καθώς φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του, τό 1924, καί τό πνευματικό του τέκνο, τόν ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη πρίν ἀπό 30 χρόνια, τό 1994. Καί τούς τιμοῦμε ἐδῶ, στό Πλατύ, διότι, ὅταν ἔφυγαν οἱ Ἕλληνες ἀπό τά Φάρασα, τήν πατρίδα τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου, πολλά πνευματικά παιδιά ἐγκατεστάθησαν στό Πλατύ τῆς Ἠμαθίας. Γι᾽ αὐτό καί ἀνεγείραμε πρίν ἀπό ἀρκετά χρόνια τόν πρός τιμήν τους ἱερό ναό, στά θεμέλια τοῦ ὁποίου τοποθετήσαμε λίθους, πού μεταφέραμε ἀπό τό σπίτι τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου καί τόν ναό, ὅπου λειτουργοῦσε στά Φάρασα, ὅταν ἐπισκεφθήκαμε τό 2001 μέ μία ὁμάδα προσκυνητῶν τήν Καππαδοκία καί τά Φάρασα, τό χωριό ἀπό τό ὁποῖο ξεκίνησε τό 1924 ἕνα καραβάνι προσφύγων μέ κατεύθυνση τήν Ἑλλάδα. 

Τά Φάρασα πρίν ἀπό τό 1924 ἦταν τό μεγαλύτερο ἀπό τά ἕξι χωριά πού ἀνῆκαν στήν ἐπαρχία Φαράσων. Ὅταν πήγαμε ἔστεκαν κάποια σπίτια μισογκρεμισμένα ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί ταλαιπωρημένα ἀπό τίς δύσκολες καιρικές συνθῆκες. Ἄλλα ἀπό αὐτά εἶχαν μείνει ἀκατοίκητα ἀπό τήν ἐποχή πού οἱ Ἕλληνες ἰδιοκτῆτες τους εἶχαν πάρει τόν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς, ἄλλα εἶχαν κατοικηθεῖ ἀπό Tούρκους, πού μή ἔχοντας τήν οἰκονομική δυνατότητα νά τά συντηρήσουν τά ἄφηναν στό ἔλεος τοῦ χρόνου.

Ἀνάμεσα στά ἀπομεινάρια καί τά ἐρείπια βαλθήκαμε νά ἀναζητήσουμε τήν ἱστορία, καί ἀνάμεσα στά δρομάκια τῶν Φαράσων ἀρχίσαμε νά ἀναζητοῦμε τόν ναό, στόν ὁποῖο λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Ἀρσένιος. Ἐκεῖ ὅπου ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ τελοῦσε τίς λειτουργίες του καί ἀνέπεμπε τίς δεήσεις του, ἐκεῖ πού παρακαλοῦσε «ὑπέρ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων», «ὑπέρ ὑγείας καί σωτηρίας τῶν ψυχῶν τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ…», τῶν παππούδων μας, τῶν γιαγιάδων μας, ὅλων τῶν γνωστῶν καί ἀγνώστων, ἀλλά ἀγαπημένων μας προγόνων. 

Ἀνάμεσα στά χαλάσματα, ἕνα κομμάτι τοῦ τοίχου στεκόταν ὄρθιο καί διέσωζε ἐπάνω του τή λέξη «ἅγιος», πού εἶχε ἀπομείνει ἀπό κάποια κατεστραμμένη τοιχογραφία. Aὐθόρμητα ὑψώσαμε τό χέρι γιά νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ μπροστά σ᾽ αὐτόν τόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ, πού ὑπέμενε γιά μία ἀκόμη φορά τό μαρτύριο. Ὑψώσαμε τό χέρι γιά νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιατί ἦταν ἱερός ὁ τόπος πού πατούσαμε, ἀλλά καί γιά νά σκουπίσουμε ταυτόχρονα τά δάκρυα πού ἀνέβαιναν ἀπό τήν ψυχή καί πλημμύριζαν τά μάτια μας.

Στή συνέχεια μπήκαμε στό ἐσωτερικό καί μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας εἴδαμε τόν παλαιό ναό νά γεμίζει ἀπό τούς προγόνους μας. Κι ἦταν σάν νά περίμεναν καί αὐτοί μαζί μας νά προβάλλει στήν παλαιά Ὡραία Πύλη ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ντυμένος τά ἱερατικά του ἄμφια γιά νά μᾶς εὐλογήσει. Ὅμως τό εἴπαμε· τό ἱερό δέν ὑπῆρχε πιά, ἦταν μισοκαταστρεμμένο, δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά ἐμφανισθεῖ ὁ ἅγιος, ἐμεῖς ὅμως αἰσθανόμασταν ἤδη τήν εὐλογία του καί αὐτό μᾶς γέμιζε ὅλους μέ ἀνείπωτη χαρά.

Ἡ συγκίνηση ἦταν τόση, πού κανείς δέν μποροῦσε νά ἐκφράσει μέ λόγια αὐτό πού αἰσθανόταν, ἀλλά οἱ καρδιές μας δέν χρειαζόταν τά λόγια, ἐπικοινωνοῦσαν καί χωρίς αὐτά. Καί γι᾽ αὐτό χωρίς κανείς νά πεῖ τίποτε γυρίσαμε καί πάλι στό μισογκρεμισμένο ἱερό κι ἀρχίσαμε νά συγκεντρώνουμε πέτρες καί χῶμα, γιά νά τό μεταφέρουμε μαζί μας ὡς ἐνθύμιο ἱερό ἀπό τή γῆ τῶν προγόνων μας. Θέλαμε νά πάρουμε μαζί μας ἕνα κομμάτι ἀπό τόν ναό στόν ὁποῖο λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Ἀρσένιος γιά νά τό καταθέσουμε στόν ναό πού θέλαμε νά κτίσουμε στή μνήμη του στήν νέα πατρίδα τῶν Φαρασιωτῶν ἀδελφῶν μας.

Στήν προσπάθειά μας αὐτή δέν ἄργησαν νά ἔρθουν ἀρωγοί μας καί οἱ Tοῦρκοι κάτοικοι τῶν Φαράσων, πού φάνηκε νά κατανοοῦν τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας, ὅταν τούς εἴπαμε πώς ἀναζητούσαμε στό χωριό τους ὄχι μονάχα τά ἴχνη τῆς ἱστορίας τῶν πατέρων μας ἀλλά καί τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, πού ζοῦσε στό χωριό τους πρίν ἀπό 80 χρόνια καί θεράπευε τούς ἀνθρώπους ἀδιάκριτα, εἴτε ἦταν χριστιανοί εἴτε ἦταν μουσουλμάνοι. 

Στά πρόσωπά τους φάνηκε νά κατανοοῦν τί τούς λέγαμε, φάνηκε ὅτι καί αὐτοί συγκινοῦνταν πού κάποιοι ἀπόγονοι τῶν παλιῶν τους συγχωριανῶν ξαναγύριζαν στό χωριό τους, στό χωριό τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, στό χωριό τοῦ Xατζηεφέντη. Ἔτσι τόν ἤξεραν οἱ Φαρασιῶτες καί ἔτσι τόν θυμοῦνται καί μέχρι σήμερα· ὅπως ἡ γερόντισσα πού συναντήσαμε καί μᾶς εἶπε πώς οἱ Ἕλληνες ἔφυγαν ἀπό τό χωριό, ὅταν ἐκείνη ἦταν τεσσάρων χρονῶν, ἀλλά τῆς μένει ἀπό τότε σάν γλυκειά ἀνάμνηση ἡ μορφή του ἁγίου Ἀρσενίου· «ἦταν ἕνας ἅγιος», μᾶς εἶπε, «ἕνας ἀζίζ». 

Ἔτσι τόν θυμοῦνται τόν ἅγιο Ἀρσένιο καί οἱ μουσουλμάνοι, σάν ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο πού ζοῦσε ἀσκητικά καί πού γιάτρευε τούς ἀνθρώπους καί πού τώρα λείπει ἀπό τό χωριό τους, τώρα πού τόν ἔχουν ἀνάγκη, τώρα πού ἡ φτώχεια καί ἡ ἀνέχεια εἶναι πιό μεγάλη ἀπό τότε. 

Σταθήκαμε νά κοιτάζουμε τά χαλάσματα, καί ἡ μνήμη μας φτερούγισε πίσω στόν χρόνο, τήν ἐποχή πού ζοῦσε ὁ ἅγιος, τήν ἐποχή πού κατοικοῦσαν στό χωριό καί οἱ πρόγονοί μας, στήν ἐποχή πού ὅλα ἦταν διαφορετικά. Kι ὕστερα ἀναλογισθήκαμε ἐκεῖνες τίς θλιβερές ἡμέρες τοῦ ξερριζωμοῦ τοῦ 1924, ὅταν οἱ πρόγονοί μας μάζευαν τά ὑπάρχοντά τους καί ξεκινοῦσαν γιά τό μεγάλο ταξίδι τῆς προσφυγιᾶς. Mαζί τους καί ὁ ὀγδοντάχρονος τότε πνευματικός τους πατέρας, ὁ π. Ἀρσένιος, πού εἶχε προείπει τόν ξερριζωμό τῶν Ἑλλήνων ἀπό τίς προγονικές τους ἑστίες. 

Φεύγαμε ἀφήνοντας τήν ψυχή μας πίσω στά στενά δρομάκια τῶν Φαράσων, στό μισογκρεμισμένο ἱερό τῶν ἁγίων Bαραχησίου καί Ἰωνᾶ, στά χαλάσματα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου. Φεύγαμε ὅμως παίρνοντας μαζί μας καί ἕνα κομμάτι ἀπό τήν ἁγιασμένη γῆ τῶν προγόνων μας. Kαί στή μνήμη μας ἐπανέρχονται οἱ μαρτυρίες ὅσων τόν γνώρισαν, ἐπανέρχονται τά λόγια τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Παϊσίου, τοῦ τελευταίου ἀνθρώπου πού βάπτισε ὁ ἅγιος Ἀρσένιος, πού κατέγραψε τά περιστατικά τῆς ζωῆς του καί τά θαύματα, καί πού ἦταν καί διάδοχός του στήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα. Ἐντυπωσιάζει μάλιστα τό γεγονός, τό ὁποῖο γράφει καί ὁ ἅγιος Παΐσιος στό βιβλίο του, ὅτι τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἡ Παναγία πῆρε τόν ἅγιο Ἀρσένιο καί τοῦ ἔδειξε ὅλο τό Ἅγιο Ὄρος. Ἐπειδή εἶχε ἐπιθυμία καί δέν μπόρεσε νά πάει, τοῦ ἔδειξε ὅλα τά μοναστήρια καί ὅλα τά ἀσκητήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὅσοι τόν γνώριζαν ἀπό παλιά, ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, διατηροῦσαν ζωντανή τή μνήμη αὐτοῦ τοῦ ὁσίου. Μεταξύ τους ἦταν καί ὁ μαθητής του, ὁ παππούς τοῦ π. Διονυσίου Ἀνθοπούλου, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ τελευταῖος μαθητής του στό Πλατύ. Ἡ ἡμέρα πού πληροφορήθηκε ὅτι θεμελιώσαμε τόν ἱερό ναό πρός τιμήν τοῦ ὁσίου, ἦταν ἡ τελευταία σχεδόν τῆς ζωῆς του. Μετά ἀπό λίγο ἀνεπαύθη εὐχαριστημένος καί συγκινημένος.

Καμιά φορά νομίζουμε ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι κάτι πολύ μακρινό ἀπό ἐμᾶς. Δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι ἄνθρωποι, ἀκριβῶς ὅπως καί ἐμεῖς, χωρίς καμία διαφορά. Ἁπλῶς εἶναι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀγάπησαν τόν Θεό καί διέθεσαν τή ζωή τους μέσα στό πέλαγος αὐτό τῆς θείας ἀγάπης διά τῆς μετανοίας καί τῆς αὐταπαρνήσεως καί τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἄχρι θανάτου.

Συγκινητικό εἶναι ἕνα περιστατικό πού συνέβη τό 1989, ὅταν ἕνας Τοῦρκος, ἕνα παιδί 28 ἐτῶν πῆγε στήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου. Ἦταν ἕνα πολύ καλό παιδί, τό ὁποῖο ἔκανε μεταπτυχιακά στήν Ἀθήνα στή Βυζαντινή Ἀρχαιολογία. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τόν πλησίασαν καί τόν ρώτησαν πῶς ἀποφάσισε νά ἐπισκεφθεῖ στό Ἅγιο Ὄρος. «Καί ἐμεῖς ἔχουμε πάει στήν Τουρκία», εἶπαν, ἀλλά ποτέ δέν σκεφθήκαμε νά πᾶμε σέ ἕνα χῶρο πού εἶναι ἱερεῖς Μουσουλμάνοι, εἶναι κάπως τολμηρό. Γέλασε, λοιπόν, ὁ νεαρός καί ἀπάντησε: «Θά σᾶς πῶ τί ἔγινε. Ἐγώ», λέει, «εἶμαι ἀπό τήν Καππαδοκία καί ἡ γιαγιά μου, ὅταν θά ἐρχόμουν στήν Ἀθήνα γιά νά σπουδάσω, μοῦ εἶπε: τώρα πού θά πᾶς στήν Ἑλλάδα, νά πᾶς στό Ἅγιο Ὄρος, καί ἐκεῖ, στό Ἅγιο Ὄρος, ἔχει ἁγίους παπάδες. Νά πᾶς ἐκεῖ νά σέ εὐλογήσουν». Καί τόν ρώτησαν «πῶς ἡ γιαγιά σου ξέρει γιά τό Ἅγιο Ὄρος καί γιά τούς ἁγίους παπάδες;»  «Στό χωριό μας», συνέχισε ὁ νεαρός, «ἡ γιαγιά μου πρόλαβε τούς Ἕλληνες πρίν νά φύγουν. Καί μοῦ εἶπε ὅτι εἶχε ἕνα ἅγιο παπᾶ ἐκεῖ στό χωριό, στόν ὁποῖο πήγαιναν καί Χριστιανοί καί Μουσουλμάνοι, καί τούς διάβαζε εὐχές καί γινόταν καλά. Καί ἦταν μεγάλος ἅγιος αὐτός, μεγάλος ἀσκητής, καί ὅλοι τόν εἶχαν σέ εὐλάβεια καί οἱ Τοῦρκοι τόν φοβόταν».

Καί τόν ρώτησαν οἱ μοναχοί «πῶς λεγόταν τό χωριό;» Καί τούς λέει στά Ἑλληνικά «τό λένε Φάρασα». Τό χωριό τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου. Καί ἡ γιαγιά του ἡ μουσουλμάνα, ἡ Τουρκάλα, τόν θυμόταν. Καί πῆραν οἱ μοναχοί τόν νεαρό Τοῦρκο καί τόν πῆγαν στόν Γέροντα τότε Παΐσιο καί τοῦ διηγήθηκε ὅ,τι ἤξερε ἀπό τή γιαγιά του.

Καί βλέπει κανείς τί μεγάλο πράγμα εἶναι ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Καί ὅτι ἡ πιό μεγάλη ἱεραποστολή, ἡ πιό μεγάλη διδασκαλία, ἡ πιό σπουδαία πράξη στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἁγιότης. Ὁ ἅγιος ἄνθρωπος δέν κρύβεται, ἀλλά φαίνεται ἀπό παντοῦ.

Τήν περίοδο τῶν σεισμῶν τοῦ 1978 στή Θεσσαλονίκη, πολύς κόσμος πῆγε στό Μοναστήρι τῆς Σουρωτῆς, ὅπου εἶχε πάει ὁ Γέροντας Παΐσιος ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος καί ὅπου εἶναι σήμερα ὁ τάφος του. 

Μετά ἀπό λίγο γύρω ἀπό τό Μοναστήρι ἄναψε μιά μεγάλη φωτιά. Ὁ κόσμος φοβήθηκε, διότι ἡ φωτιά ἐρχόταν πρός τό μοναστήρι. Πῆγαν καί φώναξαν τόν Γέροντα Παΐσιο πού προσευχόταν στό κελί του, καί ἐκεῖνος τούς εἶπε «μή στεναχωριέστε, θά βάλουμε τόν Χατζηεφέντη νά τήν σβύσει». Τόν ἅγιο Ἀρσένιο στά χωριά τους τόν ἔλεγαν Χατζηεφέντη, ἐπειδή πῆγε στά Ἱεροσόλυμα. Καί ἐπειδή ἦταν ἱερεύς, τόν ἔλεγαν καί ἀφέντη. 

Ἔβγαλε, λοιπόν ὁ ἅγιος Παΐσιος, τά λείψανα καί τήν κάρα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου καί σταύρωσε τά 4 σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καί σέ δέκα λεπτά φύσηξε ὁ ἀντίθετος ἄνεμος καί ἔσβυσε μόνη της ἡ φωτιά μπροστά στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά χρειασθεῖ πυροσβεστική. 

Τέτοια θαύματα ἀπό τόν Ἅγιο Ἀρσένιο ὑπάρχουν πάμπολλα. Κάποια μητέρα πῆγε τό παιδί της, πού ἦταν πολύ ἄρρωστο καί παρεκάλεσε τόν ὅσιο Παΐσιο νά τό σταυρώσει μέ τά λείψανα. Πράγματι, πῆγε ὁ Γέροντας στό δωμάτιο πού περίμεναν καί μόλις μπῆκε μέ τά λείψανα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου καί πῆγε κοντά στό ἄρρωστο παιδάκι νά τό σταυρώσει, εὐωδίασε ὅλο τό δωμάτιο, μία ἄρρητη εὐωδία. 

Κάποια φορά πάλι μία κοπέλα, πού ἤθελε νά γίνει μοναχή, πήγαινε στή Μονή γιά τήν ἀγρυπνία. Ἐπειδή εἶχε ἀργήσει, ἔτρεχε καί τήν ἔγραψε ἡ ἀστυνομία. Ἡ κοπέλα φοβήθηκε καί εἶπε στόν ὅσιο: «Γέροντα, μέ ἔγραψε ἡ ἀστυνομία, καθώς ἐρχόμουν στήν ἀγρυπνία στό Μοναστήρι». Τῆς λέει ὁ Γέροντας «μή στεναχωριέσαι, θά στείλουμε τόν πατέρα Ἀρσένιο νά τό σβύσει». Γέλασε ἐκείνη, τί νά πεῖ; Τῆς λέει «θά πάει αὐτός, ξέρει αὐτός». Καί πράγματι τήν ἄλλη ἡμέρα πῆγε ἡ κοπέλα στήν ἀστυνομία καί δέν ὑπῆρχε ἡ κλήση. Ἔφαγαν τόν τόπο νά βροῦν τό χαρτί, στό ὁποῖο ἔπρεπε νά εἶναι τό ὄνομά της καί δέν ἔβρισκαν τίποτε. 

Τό 1976 μιά ὁμάδα φοιτητῶν πῆγαν νά ἐπισκεφθοῦν τόν π. Παΐσιο, διότι ἄκουαν στό Πανεπιστήμιο ὅτι ἦταν μεγάλος ἀσκητής, ἕνας σύγχρονος ἅγιος.

Τότε ὁ ὅσιος ἔμενε στήν Καψάλα, στήν ἔρημο, σέ ἕνα κελί τελείως ἀπόμερο. Κτύπησαν ἀρκετές φορές, ἀλλά δέν ἄνοιγε, διότι τότε δέν ἄνοιγε εὔκολα, καί εἶχε ἔξω ἀπό τήν περίφραξη μία ἀνακοίνωση πού ἔλεγε: «Σᾶς παρακαλῶ, ἐάν θέλετε κάτι, γράψτε μου ἕνα σημείωμα καί βάλτε το στό κουτί μέσα, διότι θά σᾶς ὠφελήσω περισσότερο μέ τήν προσευχή μου, παρά μέ τήν ἀργολογία μου». Κτυποῦσαν, κτυποῦσαν ἀλλά τίποτε. Τότε σκέφθηκε ἕνας ἀπό αὐτούς «πρέπει νά κάνουμε προσευχή γιά νά μᾶς ἀνοίξει». Καί πῆρε τό κομβοσχοίνι του καί προσηύχετο «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισε τόν δοῦλο σου νά μᾶς ἀνοίξει». 

Ὅταν ἔφθασε στόν τελευταῖο κόμπο καί τελείωσε, βγῆκε ἀπό τήν πόρτα ὁ ὅσιος καί τούς εἶπε: «ἐντάξει θά σᾶς ἀνοίξω». 

Πῆγε τούς ἄνοιξε, τούς πῆρε στό κελί του καί ἄρχισε νά τούς μιλᾶ. Τούς ἔλεγε πολλά καί διάφορα μεταξύ ἀστείου καί σοβαροῦ, τυλιγμένος μέσα σέ μία κουβέρτα.

Ὅταν τούς συνόδευε στήν αὐλή γιά νά φύγουν τοῦ λέει ἕνας φοιτητής: «Γέροντα, πέστε μας κάτι νά ὠφεληθοῦμε». «Τί νά σᾶς πῶ, βρέ παιδιά μου;» «Πέστε μας, Γέροντα, πῶς νά ἀγωνιζόμαστε. Τούς λέει: «Νά κάνετε πολλές μετάνοιες, εἶστε νέα παιδιά, νά κάνετε γονυκλισίες πολλές». Τοῦ λένε «Γέροντα, πόσες νά κάνουμε;» Τούς λέει: «Πενήντα, ἑκατό, διακόσιες, ὅσες μπορεῖτε». Φίλησαν τό χέρι του γιά νά φύγουν. Ἐκείνη τήν ὥρα ἀκριβῶς πού ἔσκυψαν νά φιλήσουν τό χέρι του, εὐωδίασαν τά πάντα γύρω τους. Βγῆκε μία εὐωδία ἀπό τόν Γέροντα καί κάλυψε ὅλη τήν ἀτμόσφαιρα. Διότι ἀκριβῶς αὐτός κάλυπτε τόν ἑαυτό του μέ τήν ταπείνωση κάτω ἀπό τά ἀστεῖα, κάλυπτε τήν ἁγιότητά του, τήν ἀρετή του γιά νά μπορέσουν τά παιδιά νά τόν πλησιάσουν. Ἀλλά ὁ Θεός τόν δόξασε μέ αὐτόν τόν τρόπο. Καί ἐκεῖνος, μόλις ἀντελήφθη ὅτι ὅλα γύρω εὐωδίαζαν, λέει «ἄντε, παιδιά μου, τώρα φύγετε».

Ὁ πατήρ Παΐσιος, ὅπως λένε ἄνθρωποι πού τόν γνώρισαν καλά, βάσταζε τόν κόσμο μέ τήν προσευχή του, τέτοια δύναμη προσευχῆς εἶχε. Καί εἶχε τέτοιες καταστάσεις ἀπό τόν Θεό, πού ἄν καμιά φορά γραφοῦν ὅλα αὐτά θά φαίνονται ἀπίστευτα, θά φαίνονται ὅτι δέν εἶναι ἀλήθεια. Ἡ ζωή του ὅμως ἦταν γεμάτη ἄσκηση καί αὐταπάρνηση, καί ὅσοι τόν ἔζησαν ἀπό κοντά μαρτυροῦν ὅτι αὐτή ἦταν ἡ πραγματικότητα.

Κάποτε ὁ ὅσιος Παΐσιος εἶχε πάει στήν Αὐστραλία μέ ἕναν ἄλλο Γέροντα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Στό διάστημα πού ἀπουσίαζε ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος ἦλθαν κάποιοι φοιτητές ἀπό τή Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς Βοστώνης, ἀπό τήν Ἀμερική, νά τόν ἐπισκεφθοῦν, γιατί εἶχαν ἀκούσει πολλά γι᾽ αὐτόν. Πῆγαν στό κελί του, χτύπησαν τήν πόρτα, τούς ἄνοιξε ὁ Γέροντας, μπῆκαν μέσα, τούς κέρασε μάλιστα καί λουκούμι. Συζήτησαν μαζί του καί ὕστερα ἔφυγαν γιά νά πᾶνε στή Μονή Φιλοθέου. Ὅταν ἔφθασαν, τούς ρώτησε ὁ ἀρχοντάργς ἀπό ποῦ ἔρχονται. Χαρούμενοι ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ὅτι ἔρχονται ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο. Ἀπόρησαν οἱ πατέρες, γιατί γνώριζαν ὅτι ὁ ὅσιος ἦταν στήν Αὐστραλία. Τηλεφώνησαν ὕστερα στή Μονή Κουτλουμουσίου καί ρώτησαν ἄν ὁ ὅσιος εἶχε ἐπιστρέψει. Πρός μεγάλη τους ἔκπληξη ἄκουσαν ὅτι ὁ Γέροντας δέν εἶχε ἐπιστρέψει. Καί τότε κατάλαβαν ὅτι ὁ ὅσιος εἶχε ἐμφανισθεῖ μέ θαυμαστό τρόπο στούς φοιτητές, γιά νά ἱκανοποιήσει τήν ἐπιθυμία τους νά τόν συναντήσουν, ἀφοῦ μάλιστα εἶχαν κάνει καί ἕνα τόσο μεγάλο ταξίδι γι᾽ αὐτόν τόν σκοπό.

Μία ἄλλη φορά ἐπισκέφθηκε τόν ὅσιο ἕνα παιδί ἀπό τόν Βόλο, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας ἦταν ἄρρωστος εἶχε καρκίνο, ἦταν στό νοσοκομεῖο. Τό παιδί αὐτό σπούδαζε Νομική καί ἦταν ἄθεος. Ἄκουσε ὅμως γιά τό Ἅγιο Ὄρος καί θέλησε νά συναντήσει τόν Γέροντα. Πηγαίνοντας ἐκεῖ ὁ ὅσιος Παΐσιος τοῦ μίλησε ἀμέσως μέ τό ὄνομά του. Τοῦ λέει «πῶς πᾶς, Ἠλία, τί κάνεις;» Τοῦ λέει: «Γέροντα, ὁ πατέρας μου εἶναι ἄθεος, σᾶς παρακαλῶ νά κάνετε μία προσευχή». Τοῦ λέει, «παιδί μου, θά προσευχηθοῦμε, ἔχε τήν ἐλπίδα σου στόν Θεό». Τοῦ λέει «μά, ἐσεῖς Γέροντα, δέν μπορεῖτε κάτι νά διαβάσετε, κάτι νά κάνετε;» Τοῦ λέει πάλι «παιδί μου, ὁ Θεός νά τόν βοηθήσει, ἐμεῖς προσευχή θά κάνουμε, τί μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς». Τέλος πάντων, ἴσως δέν τοῦ καλοάρεσε. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας «Πήγαινε ἐσύ καί θά ἔρθω καί ἐγώ στόν Βόλο νά δῶ τόν πατέρα σου». Λέει: «Γέροντα, νά σᾶς δώσω τή διεύθυνση, σέ ποιό νοσοκομεῖο». «Πήγαινε, πήγαινε, καί ἐγώ θά τό βρῶ, ὅταν θά ἔρθω». Τοῦ ἔδωσε μία εἰκονίτσα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, νά τή βάλει κάτω ἀπό τό μαξιλάρι τοῦ ἀσθενοῦς.

Ἔφυγε τό παιδί χωρίς νά πεῖ σέ κανένα τίποτε, πῆγε στόν Βόλο καί ἔβαλε τό εἰκονάκι κάτω ἀπό τό μαξιλάρι τοῦ πατέρα του. Τήν ἄλλη ἡμέρα ὁ πατέρας του, χωρίς νά ξέρει τίποτε γιά τήν ἱστορία τοῦ παιδιοῦ του, τόν φωνάζει καί τοῦ λέει: «Ἠλία, κοίταξε παιδί μου, εἶναι ἕνας παπούλης ἐδῶ, ἕνας μοναχός, καί εἶναι ὅλη νύχτα ἐδῶ, μαζί μου. Νά τόν πάρετε νά ξεκουραστεῖ κάπου ὁ ἄνθρωπος, γιατί ὅλη τή νύχτα ἦταν ἐδῶ καί μοῦ μιλοῦσε, καί μοῦ εἶπε τόσο ὡραῖα πράγματα, καί τόσο ἐνθαρρυντικά πράγματα, τί νά σοῦ πῶ, παιδί μου. Εἶμαι γεμάτος χαρά, θέλω νά ἐξομολογηθῶ, νά κοινωνήσω, καί δέν μέ ἀπασχολεῖ οὔτε ἄν πεθάνω, οὔτε τίποτε. Ἔφυγαν αὐτά τά πράγματα ἀπό μέσα μου». Τοῦ λέει «μά πού εἶναι αὐτός ὁ μοναχός; Βγαίνουν στόν διάδρομο, ρωτοῦν τίς νοσοκόμες, τούς θυρωρούς, δέν ἦρθε κανένας μοναχός στό νοσοκομεῖο. Οὔτε καί μπορεῖ νά μείνει κανείς νύχτα στήν κλινική καί νά ξενυχτήσει μέ κάποιον ἄλλον. Τέλος πάντων, τοῦ λέει: «πῶς ἦταν, πατέρα, αὐτός; δέν ὑπῆρχε κανένας». «Μά», τοῦ λέει, «ἐδῶ ἦταν ἕνα Γεροντάκι ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος πρέπει νά εἶναι, μέ μάλλινο σκοῦφο, δόντια βγαλμένα». 

Τότε ὁ Ἠλίας κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ π. Παΐσιος, ὁ ὁποῖος πῆγε μέ τήν προσευχή του στήν Κλινική. Μετά τόν ρώτησε κάποιος, ὁ ὁποῖος ἦταν κοντά του: «Μά πῶς ἔγινε, Γέροντα, αὐτό τό πράγμα;» Καί τοῦ εἶπε ὁ ὅσιος Παΐσιος «κοίταξε νά δεῖς, πολλές φορές, ὅταν προσεύχομαι γιά τόν κόσμο, τότε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μοῦ δείχνει ἐνώπιόν μου τόν κόσμο, καί λυπᾶμαι καί δέν θέλω νά βλέπω τέτοια πράγματα. 

Βέβαια, αὐτά ὁ Θεός τοῦ τά ἔδειχνε, διότι ἡ προσευχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶχε τέτοια δύναμη πού κάλυπτε τόν κόσμο ὅλο.

Μία φορά, ἕνα παιδί διηγεῖτο ὅτι ἦταν ἀπογοητευμένος καί πήγαινε μέ τή μοτοσυκλέτα στήν Ἀθήνα, στόν Μαραθώνα, καί ἤθελε νά πέσει νά αὐτοκτονήσει. Καί ἐκεῖ τρέχοντας μέ τήν μοτοσυκλέτα του καί σκεφτόμενος ὅτι κανένας στόν κόσμο δέν τόν ἀγάπησε οὔτε ἐνδιαφέρθηκε γι᾽ αὐτόν, εἶδε μπροστά του τόν ὅσιο Παΐσιο, τόν ἅρπαξε καί τοῦ εἶπε «σταμάτα», καί τόν ἀκινητοποίησε ἐπάνω στή μηχανή. Καί εἶδε τή μορφή τοῦ Γέροντα καί θυμήθηκε, ὅταν πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος, ὅτι αὐτός ὁ μοναχός, αὐτός ὁ ἀσκητής, αὐτός πού λένε ὅτι εἶναι ἅγιος, τόση ἀγάπη μοῦ ἔδειξε.

Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀγαποῦσε καί ἀγκάλιαζε πάρα πολύ τά παιδιά, οὔτε τούς ἔλεγε τίποτε τό παραμικρό. Τούς ἔβαζε νά καθίσουν καί καθόταν κοντά τους, τούς ἔλεγε ἀνέκδοτα, τούς ἐπαινοῦσε, καί εἶχε γιά τόν κάθε ἄνθρωπο πάντοτε ἕνα καλό λόγο καί ἕναν πολύ χαριτωμένο τρόπο.

Εἶχε πάει κάποτε ἕνας νέος 30-32 χρονῶν πού, ὅπως φαίνεται, εἶχε καί ψυχολογικά προβλήματα, γιατί δέν εἶχε παντρευτεῖ. Τοῦ λέει: «Γέροντα, εἶμαι πολύ ἀπογοητευμένος. Εἶμαι 32 ἐτῶν καί ἀκόμη δέν παντρεύτηκα, καί ὅταν πάω νά παντρευτῶ ὅλα χαλᾶνε». «Γι᾽ αὐτό στεναχωριέσαι, βρέ παλικάρι», τοῦ λέει ὁ ἅγιος Παΐσιος, «ἐγώ εἶμαι 72 καί ἀκόμη δέν παντρεύτηκα. Μή στεναχωριέσαι ἔχεις περιθώρια ἀκόμη». 

Κάποτε πάλι πῆγε κάποιος, ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ ψηλός καί τόν ἔπιασε ἀπόγνωση ὅτι ἦταν πολύ ψηλός καί ἦταν ἄσχημος καί ἀδύνατος. Πῆγε, λοιπόν, καί τοῦ λέει «τί θά κάνω, Γέροντα, ὅλο ψηλώνω, εἶμαι ἄσχημος, ὅλοι μέ κοιτᾶνε παράξενα». Τοῦ λέει ὁ Γέροντας, «Μή στεναχωριέσαι, ἄκουσα ὅτι θά ἔρθει πάλι ὁ βασιλιᾶς καί ψάχνει ψηλούς γιά τή βασιλική φρουρά καί ἀμέσως θά σέ πάρει». Ἔτσι διασκέδασε τούς λογισμούς του. 

Κάποια φορά πάλι πῆγαν κάποιοι μοναχοί καί λέει σέ κάποιον, πού ἦταν δόκιμος τότε, μόλις τόν εἶδε ὁ Γέροντας: «Κάτι ἔχεις» καί τοῦ ἔδειξε ἕνα σημεῖο τοῦ σώματός του, «κάτι ἔχεις, εἶσαι ἄρρωστος». Τοῦ λέει «τί εἶναι, Γέροντα, τί εἶναι αὐτό», τοῦ λέει, «σέ αὐτό τό σημεῖο ψηλά, ἔχεις μία ἀσθένεια». Καί πράγματι τό παιδί πῆγε μετά στόν γιατρό καί ὄντως εἶχε πρόβλημα ἐκεῖ πού ἔδειξε ὁ Γέροντας.

Τά Χριστούγεννα τοῦ 1982 κάποιος μοναχός ἐπισκέφθηκε τόν Γέροντα. Εἶχε τελειώσει ἡ ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ ἔλεγε «τί μεγάλο πράγμα εἶναι, Γέροντα, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πῶς ὁ Θεός μᾶς καλύπτει καί μᾶς πλημμυρίζει μέ τήν ἀγάπη του, τόσο μεγάλη ἀγάπη, καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπεῖ μέσα σ᾽ αὐτόν τόν χῶρο τῆς πνευματικῆς ἀγάπης, τότε ὅλα ξεχνιοῦνται». Καί λέει ὁ Γέροντας: «ἐγώ εἶχα τόση ἀγάπη πρίν ἀπό μερικά χρόνια, τόσο πολύ μέ ἔκαιγε αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε τά κόκκαλά μου ἔλιωναν, ὅπως λιώνουν οἱ λαμπάδες, ὥστε πολλές φορές ἀπό τό πλῆθος τῆς ἀγάπης αὐτῆς δέν μποροῦσα νά περπατήσω. Καί μιά φορά», λέει, «πηγαίνοντας κάπου δέν μποροῦσα νά συνεχίσω νά περπατῶ καί ἔπεσα κάτω. Καί παρεκάλεσα τόν Θεό, καί τοῦ εἶπα: Θεέ μου, σέ παρακαλῶ σήκωσε λίγο αὐτή τή χάρη πού μοῦ ἔδωσες, γιατί δέν τήν ἀντέχω, θά πεθάνω. Καί μετά», συνέχισε ὁ Γέροντας, «αὐτή ἡ ἀγάπη ἐδῶ καί περίπου ὀκτώ χρόνια μετατράπηκε σιγά-σιγά, σέ ἕνα ἀπέραντο πόνο γιά τόν κόσμο. Καί ἡ προσευχή μου πλέον δέν εἶναι γιά μένα, δέν προσεύχομαι γιά μένα, ἀλλά προσεύχομαι γιά τόν κόσμο».

Μιά φορά πάλι εἶχε πάει σέ ἕνα Μοναστήρι στό Ἅγιο Ὄρος ἕνα παιδάκι, λεγόταν Λάζαρος, περίπου 10 ἐτῶν, καί τοῦ ἔκαναν παράκληση, καθώς ἦταν πολύ ἄρρωστο. Εἶχε μιά ἀρρώστια ἡ ὁποία σιγά-σιγά τό ἔκανε παράλυτο.

Ἔκαναν τήν παράκληση καί μετά τό πῆγαν στόν Γέροντα Παΐσιο καί παρεκάλεσε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ νά τό εὐλογήσει, γιατί ἦταν ἄρρωστο. Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε «ὁ Θεός, παιδί μου, νά τό κάνει καλά, ἐμεῖς τί μποροῦμε νά ποῦμε, μόνο ὁ Θεός θεραπεύει αὐτά τά πράγματα». Τοῦ ἔδωσε μάλιστα μιά εἰκονίτσα, ἔγραψαν σέ ἕνα χαρτάκι τά ὀνόματά τους καί τό ἔδωσαν στόν Γέροντα. Βέβαια, οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τί γινόταν, ὅταν ἔφευγαν. Ὅτι ὅλη ἡ νύκτα τοῦ Γέροντα ἦταν μιά νύκτα προσευχῆς γιά ὅλους αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού πέρασαν ἀπό κοντά του. Νόμιζαν ὅτι ἴσως ἤθελε νά τούς ξεφορτωθεῖ γρήγορα-γρήγορα. 

Ὅταν τό παιδάκι, τό ὁποῖο περίμενε νά γίνει κάποιο θαῦμα, πῆγε καί τοῦ εἶπε μόνο του, μέ μία ἁπλότητα, «παπούλη, σέ παρακαλῶ κάνε με καλά», ὁ Γέροντας τόσο πολύ συγκινήθηκε ἀπό αὐτόν τόν λόγο τοῦ παιδιοῦ, τό φίλησε, κοίταξε τόν οὐρανό καί εἶπε: «Θεέ μου, τί φταίει αὐτό τό μικρό παιδί, ἄν ἐγώ δέν μπορῶ νά τοῦ κάνω τίποτε». Καί ἔριξε πραγματικά τό βάρος αὐτό στή δική του ἀδυναμία. Καί τό παιδάκι αὐτό, ἀπό ὅ,τι εἶπε ὁ πατέρας του, εἶχε μία θαυμαστή μετατροπή στήν ὑγεία του.

Τέτοια περιστατικά ἦταν γεμάτη ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου. Ἔλεγε κάποτε ὁ Γέροντας ὅτι ἦταν χειμώνας καί εἶχε προσκαλέσει ἕναν ἱερέα γιά νά τελέσει τή θεία Λειτουργία καί νά κοινωνήσει τά ἄχραντα μυστήρια, ἐκεῖ στήν ἔρημο πού ἦταν. Ἦταν μεγάλη κακοκαιρία, καί μόλις εἶχε φθάσει ὁ ἱερέας ἄρχισε νά ψιλοχιονίζει. Θά ἔμενε ὁ ἱερέας ἐκεῖ καί θά ἔκανε τή Λειτουργία του τή νύχτα. Πῆγε ὁ Γέροντας, ἑτοίμασε τό ἐκκλησάκι, ἕνα πολύ-πολύ μικρό ἐκκλησάκι. Πῆγε ὁ ἱερέας στήν Πρόθεση, βλέπει τό μπουκαλάκι μέ τό κρασί, τό ὁποῖο εἶχε ξινήσει. Λέει στόν Γέροντα, «Γέροντα, δυστυχῶς δέν θά μπορέσουμε νά λειτουργήσουμε, διότι δέν ἔχουμε νάμα, δέν ἔχουμε κρασί, χάλασε τό κρασί». Χάλασε τό κρασί; Τί νά κάνει τώρα, στεναχωρήθηκε, σκέφθηκε, ἔφερε καί τόν ἱερέα ἀπό μακρυά νά τοῦ λειτουργήσει, καί ἑτοιμάσθηκε νά κοινωνήσει, καί δέν ἔχουν κρασί. Ποῦ νά βρεῖς κρασί μέσα στήν ἔρημο. «Τί νά κάνουμε, πάτερ, συγγνώμη, πήγαινε νά ξεκουραστεῖς καί τό πρωΐ κάνουμε τήν Ἀκολουθία καί κανένα ἁγιασμό», τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας.

Πῆγε ὁ ἱερεύς στό δωμάτιο δίπλα, καί ὁ Γέροντας ἀγρυπνοῦσε καί ἔκλαιε ὅλη τή νύχτα καί ἔλεγε: «Θεέ μου, τόσο ἀνάξιος εἶμαι, νά μήν μπορῶ νά κοινωνήσω». 

Προσευχήθηκε ὅλη νύχτα καί τήν ἄλλη μέρα φώναξε τόν ἱερέα νά πᾶνε στήν ἐκκλησία νά προσευχηθοῦν. Μπαίνοντας στήν ἐκκλησία βρῆκε μπροστά ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μία τραμιτζάνα γεμάτη κρασί ὡς ἐκ θαύματος, τό ὁποῖο ὁ Θεός οἰκονόμησε μέ αὐτόν τόν τρόπο, διότι ἀκριβῶς εἶχε ἐναποθέσει ὅλη τή μέριμνά του στόν Θεό.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν πάμπτωχος, δέν εἶχε ἀπολύτως τίποτε, ὅλη του ἡ περιουσία ἦταν ἕνα μικρό κασόνι, πού εἶχε μερικά μάλλινα ροῦχα πού φοροῦσε συνέχεια. Δέν εἶχε τίποτε, ὅ,τι τοῦ ἔδιναν τά προσέφερε.

Τό πρόγραμμά του ἦταν ἀγρυπνία κάθε βράδυ, ἀπό τή δύση τοῦ ἡλίου μέχρι τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, ἐνῶ ὅλη μέρα ἦταν κατάκοπος, βλέποντας κόσμο συνέχεια, 80-100 ἄτομα τήν ἡμέρα, πού ἐπέμεναν νά τοῦ ποῦν τά βάσανά τους, νά τοῦ ποῦν τά προβλήματά τους. Καί ὁ Γέροντας ἦταν τόσο πολύ εὐαίσθητος, ὥστε δέν ἄκουε ἁπλῶς, ἀλλά συμμετεῖχε στόν πόνο τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Τό 1978, 14 Σεπτεμβρίου μέ τό παλιό ἡμερολόγιο, τό κελί τοῦ Γέροντα ἦταν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πῆγε κάποιος διάκονος νά τόν ἐπισκεφθεῖ καί ἦταν ἡμέρα Δευτέρα. Πῆγε πρωΐ-πρωΐ καί βρῆκε τόν Γέροντα νά σκουπίζει. Τοῦ λέει τοῦ διάκου «ἔλα καί σέ θέλω. Ἐδῶ ἔχουμε πανήγυρη αὔριο καί κάλεσα καί Δεσπότη, θά φέρω καί ψάλτες ἐπίσημους καί παρήγγειλα καί ψάρια καί κρεμμύδια, θά κάνω τραπέζι καί θά ἔχω κόσμο πολύ.

Ὁ διάκος τά πίστεψε, διότι τοῦ τά ἔλεγε σοβαρά γιά νά τόν πειράξει, ἀλλά ὁ διάκονος ἦταν λίγο ἀφελής καί δέν μποροῦσε νά καταλάβει ὅτι τοῦ τά λέει ἀστεῖα. Καί συνέχισε ὁ Γέροντας «θέλω καί ἕνα διάκο καί εὐτυχῶς πού ἦρθες, γιατί θά σέ χρειαστῶ ἀπόψε. Θά μείνεις ἐδῶ μαζί μας τό βράδυ;» 

Ὁ διάκος πετοῦσε ἀπό τή χαρά του, διότι δέν κρατοῦσε ὁ ὅσιος Παΐσιος κανένα κοντά του, ἀπολύτως κανένα. Πολλοί τόν παρακαλοῦσαν νά μείνουν ἔστω καί μερικές ὧρες μαζί του, ἀλλά τούς ἔδιωχνε. 

Δούλεψαν, λοιπόν, τό πρωΐ, τό μεσημέρι, τοῦ λέει τώρα θά σοῦ κάνω τό τραπέζι. Βγῆκαν ἔξω, ἅπλωσε ἐπάνω στό χῶμα, ἐκεῖ σέ ἕνα βράχο, καί τοῦ λέει «ἔχω καί ἕνα τραπεζομάντηλο γιά τούς ἐπίσημους ἐπισκέπτες».

Ἦταν ἕνα πλαστικό μέ φροῦτα ἐπάνω. Τί νά φᾶνε; Δέν εἶχε τίποτε. Τοῦ ἔκανε ἕνα τσάϊ τοῦ ἔδωσε καί ἕνα παξιμάδι καί ἔβγαλε ἀπό τόν κῆπο του κάτι μαρούλια καί κρεμμύδια. Τό ἀπόγευμα ξεκουράστηκε ὁ διάκος, εἶδε μερικούς ἀνθρώπους ὁ Γέροντας, καί τό βράδυ, δηλαδή γύρω στίς 5 ἡ ὥρα, τοῦ λέει ὁ Γέροντας θά κάνουμε προσευχή, ὅλη τή νύχτα μέ τό κομποσχοίνι, καί τό πρωΐ θά ἔρθει ἀπό τό Μοναστήρι ἕνας ἱερέας νά τελέσει τή λειτουργία.

Τοῦ ἔδειξε πῶς θά προσεύχεται μέ τό κομποσχοίνι, καί πράγματι ἄρχισαν νά προσεύχονται. Τοῦ εἶπε μάλιστα «γύρω στή μία τά μεσάνυχτα θά σέ φωνάξω νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία νά διαβάσουμε τή θεία Μετάληψη».

Ἄρχισαν τήν προσευχή, ὁ Γέροντας στό δωμάτιό του καί ὁ διάκονος δίπλα, σέ ἕνα μικρό δωμάτιο μέσα στήν ἔρημο, γιά πρώτη φορά. Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν τοῦ κτυποῦσε τόν τοῖχο «διάκο, κοιμᾶσαι;» «ὄχι, Γέροντα». 

Ἀφοῦ ἔκαναν 7 ὧρες προσευχή μέ τό κομποσχοίνι, τόν φώναξε καί πῆγαν στό ἐκκλησάκι δίπλα. Τοῦ λέει νά διαβάσουμε τήν ἀκολουθία τῆς Μεταλήψεως, νά ξενυστάξεις λίγο καί μετά συνεχίζουμε. Ὅταν πῆγαν στό ἐκκλησάκι, τόν διάκο τόν ἔβαλε στό μοναδικό στασίδι πού εἶχε. Κρατοῦσε τό κερί καί διάβαζε, καί ὁ Γέροντας ἔλεγε τό «δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι». Ὅταν ἔφθασαν στό τροπάριο πού λέγει: «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς, Μαρία, Μήτηρ Θεοῦ τῆς εὐωδίας τό σεπτόν σκήνωμα», ὁ Γέροντας εἶπε «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς, Μαρία Μήτηρ Θεοῦ τῆς εὐωδίας τό σεπτόν σκήνωμα». «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Ἐν τῷ μεταξύ, κάθε φορά πού ἔλεγε ἕνα στίχο ἔκανε τόν σταυρό του καί μία μετάνοια μέχρι τό ἔδαφος, μέ πολλή θέρμη. Ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ὥρα, ὅταν εἶπαν «Μαρία, Μήτηρ Θεοῦ», ὅλα ἄλλαξαν μέσα στό ἐκκλησάκι, καί ἄρχισε τό κανδήλι τῆς Παναγίας νά κινεῖται μόνο του. Πέντε καντήλια στό τέμπλο καί μόνο τό κανδήλι τῆς Παναγίας ἐκινεῖτο καί συγχρόνως φωτίστηκε καί τό ἐκκλησάκι.

Τό εἶδε ὁ διάκος, γύρισε, κοίταξε τόν Γέροντα, καί ἐκεῖνος μέ τό χέρι του τοῦ λέει «σιωπή». 

Σταμάτησε νά διαβάζει ὁ διάκος, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἔσκυψε μέχρι κάτω. Ὁ διάκος σταμάτησε καί ἔβλεπε αὐτό τό θέαμα, τό κανδήλι νά κινεῖται καί νά λάμπει τό ἐκκλησάκι. Καί αὐτό διήρκεσε περίπου μισή ὥρα.

Μετά ἄρχισε ὁ διάκονος νά διαβάζει μόνος του. Ὁ Γέροντας ἦταν ἐκεῖ γονατιστός καί ὅταν ἔφθασαν στήν ἑβδόμη εὐχή τοῦ ἁγίου Συμεών τό κανδήλι σταμάτησε καί ὅλα ἐπανῆλθαν στήν πρότερη κατάσταση. 

Ὅταν τελείωσε ἡ ἀκολουθία, ὁ Γέροντας ἦταν πολύ συγκινημένος καί λέει τοῦ διάκου «Ξέρεις, δέν ξανασυνέβη αὐτό τό πράγμα ἐδῶ». Ὁ διάκονος δέν ἀπάντησε. Κατόπιν κάθησαν καί ὁ διάκος ρώτησε: «Γέροντα, τί ἦταν αὐτό πού ἔγινε;» «Τί ἔγινε;» τοῦ λέει. «Μά τόση ὥρα ἐκινεῖτο τό κανδήλι καί σύ λές τί ἔγινε;» Ρωτᾶ τότε ὁ ὅσιος τόν διάκο: «Μόνο τό κανδήλι εἶδες; Τίποτε δέν ἦταν». «Μά τόση ὥρα κινεῖτο τό κανδήλι, ἐνῶ τά πάντα ἦταν κλειστά καί ἐσύ λές τίποτε δέν ἦταν;» Τοῦ λέει ὁ ὅσιος «Κοίταξε νά δεῖς, ἐδῶ στό Ἅγιο Ὄρος ἡ Παναγία τά βράδια κυκλοφορεῖ. Ἔ, πέρασε καί ἀπό ἐδῶ, εἶδε δύο παλαβούς ἐδῶ πέρα, καί κούνησε τό κανδήλι της γιά νά μᾶς χαιρετίσει». Καί μετά τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι εἶδε τήν Παναγία ἐκεῖνο τό βράδυ μέσα στό φῶς ἐκεῖνο στό ἐκκλησάκι. 

Σέ λίγες ἡμέρες ἔκαναν τή Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, καί ὁ Γέροντας τούς εἶπε ὅτι σέ ὅλη τή Λειτουργία ἔβλεπε τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ὡς ἀμνός, τόν ὁποῖο ὁ ἱερέας τόν διαμέλιζε, τόν ἔβαζε στό ἅγιο Δισκάριο, τόν ἔβαλε στό ἅγιο Ποτήριο καί μετά ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔδινε στή θεία Κοινωνία.

Ὅ,τι καί νά ποῦμε εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψουμε τήν ἁγιότητα καί τά θαύματα τόσο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου ὅσο καί τοῦ ὁσίου Παϊσίου. Ὅμως, ὅπως ξέρουμε ὅλοι ὅσοι γνωρίσαμε τόν ὅσιο Παΐσιο, καί αὐτός καί ὁ ὅσιος Ἀρσένιος εὐαρέστησαν τόν Θεό μέ τήν ἁγία τους ζωή. Ἀγάπησαν τόν Θεό ἐξ ὁλοκλήρου καί ἔφθασαν σέ αὐτά τά μεγάλα μέτρα τῶν ἁγίων, ὅπου ἐκεῖ πλέον καταργοῦνται οἱ νόμοι τῆς φύσεως. Καί οἱ δύο ἅγιοί μας ὑπερέβησαν τούς νόμους τῆς φύσεως καί στήριξαν τόν κόσμο ὁλόκληρο μέ τήν προσευχή τους. Καί ὄχι μόνο τότε πού ζοῦσαν ἀλλά καί τώρα πολύ περισσότερο, γιατί βλέπουν τίς ἀνάγκες μας καί πονοῦν καί ὑποφέρουν γιά ὅσα μᾶς ταλαιπωροῦν καί μᾶς κάνουν νά ὑποφέρουμε καί ἐμεῖς, καί πρεσβεύουν γιά μᾶς στόν Θεό, ἰδιαιτέρως γιά τούς ἀπογόνους τους, τούς Καππαδόκες, ἀλλά καί ὅσους τούς τιμοῦν καί τούς ἐπικαλοῦνται.

Εἴθε οἱ εὐχές τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, τοῦ ὁποίου ἑορτάζουμε τήν 100ή ἐπέτειο τῆς κοιμήσεώς του ἀλλά καί τοῦ πνευματικοῦ του υἱοῦ, τοῦ ἁγίου Παϊσίου, τοῦ ὁποίου τιμοῦμε τήν 30ή ἐπέτειο τῆς κοιμήσεώς του νά εἶναι γιά μᾶς πηγές εὐλογίας, παρηγοριᾶς, ἐνισχύσεως, νά μᾶς συνοδεύουν καί νά χαρίζουν καί σέ ἐμᾶς ἔστω λίγο ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη πού εἶχαν ἐκεῖνοι γιά τόν Θεό καί γιά τούς ἀνθρώπους.

ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ