Πρώτη Σύναξη Ιερέων για το νέο Εκκλησιαστικό έτος στο νέο Κέντρο Πολιτισμού “ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ”. (φωτο)

IereisSun.Naousa2017-4.jpg

IereisSun.Naousa2017-4.jpg

Την Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου το πρωί στο νέο Κέντρο Πολιτισμού “ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ” της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας στην πόλη της Ναούσης πραγματοποιήθηκε η πρώτη Ιερατική Σύναξη για το νέο Εκκλησιαστικό έτος.

Στην αρχή της Ιερατικής Συνάξεως ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμ. Αθηναγόρας Μπίρδας ενημέρωσε τους Ιερείς για τρέχοντα ζητήματα ενώ διευκρινίσεις δόθηκαν για την νέα κατηχητική χρονιά από τον Υπεύθυνο του Γραφείου Νεότητος Αρχιμ.Διονύσιο Ανθόπουλο.

Εν συνεχεία ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας,Ναούσης και Καμπανίας κ.Παντελεήμων απηύθυνε στους Ιερείς πατρικούς λόγους και ευχήθηκε σε όλους για το νέο εκκλησιαστικό έτος.

ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Ιερατική Σύναξη :

Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξίωσε νά εἰσέλθουμε πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες στό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος καί νά συναντηθοῦμε καί πάλι ἐπί τό αὐ­τό ὄχι στόν συνήθη τόπο τῶν ἱε­ρα­τικῶν συνάξεων τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, στό Παύλειο Συνε­δρια­κό Κέντρο τῆς Βεροίας, ἀλλά σέ αὐτόν τόν νέο καί ὄμορφο χῶ­ρο, πού ἐγκαινιάσαμε πρίν ἀπό δύο περίπου ἑβδομάδες, στό Μη­τρο­­πολιτικό Κέντρο Πολιτισμοῦ «Παντάνασσα», ἐδῶ στή Νάουσα.

Ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία γιά τήν Ἱερά Μητρόπολή μας, καί φυ­σικά καί γιά τό ἐκκλησιαστικό μας ἔργο ἐδῶ στή Νάουσα, τό γεγο­νός ὅτι μετά ἀπό πολλούς κόπους, πολ­λές προσπάθειες καί πολλές ἀγω­­νίες, ἀποκτήσαμε ἐπιτέλους στή Νάουσα αὐτό πού ἀπό τήν ἡ­μέρα τῆς ἐνθρονίσεώς μου στήν Ἱερά μας Μητρόπολη, πρίν ἀπό εἴ­κοσι τρία χρόνια, ὀνειρευόμουν.

Ὅσοι παρακαλούθησαν τήν ἐξέ­λι­­ξη αὐτῆς τῆς προσπαθείας καί ἐρ­γάσθηκαν γιά τήν ἐπιτυχημένη ὁλοκλήρωσή της, γνωρίζουν καλά τούς κόπους καί τίς ἀγωνίες πού ἀπαιτήθηκαν γιά νά φθάσουμε σέ αὐτό τό αἴσιο καί θαυμαστό ἀποτέ­λεσμα, νά ἔχουμε δηλαδή στή διά­θεση τῆς τοπικῆς μας ᾽Εκκλησίας μία ὡραία καί λειτουργική αἴθου­σα, ἐξοπλισμένη μέ ὅλα τά σύγ­χρο­να μέσα, ἡ ὁποία νά ἀποτελεῖ ἕνα πολύτιμο πολυεργαλεῖο, ὅπως εἶπα καί κατά τήν ἡμέρα τῶν ἐγ­και­νίων, γιά τό ἐκκλησιαστικό ἔρ­γο ὄχι μόνο τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμή­σεως τῆς Θεοτόκου, στόν ὁποῖο ἀνή­κει, ἀλλά καί ὅλης τῆς Ναού­σης καί ὅλης τῆς Ἱερᾶς μας Μη­τρο­πόλεως.

Γι᾽ αὐτό καί θά ἤθελα νά συγχα­ρῶ ἀπό καρδίας καί νά ἐκφράσω τήν εὐαρέσκειά μου πρός τούς δύο πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐκοπίασαν γιά τό ἔργο αὐτό, τόν π. Θωμᾶ, τόν παλαιότερο προϊστάμενο τοῦ ἱε­ροῦ ναοῦ τῆς Παναγίας, ὁ ὁποῖος ἐργάσθηκε φιλόπονα γιά τήν ἀνέγερση τοῦ κτιρίου, καί τόν σημερινό προϊ­στά­­­μενο, τόν π. Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος μέ πολλή ἐπιμέλεια καί πολλή φροντίδα ἐργάσθηκε γιά τήν ὁλο­κλή­ρωση καί τόν ἐξοπλι­σμό τῆς αἰθούσης αὐτῆς, ἡ ὁποία μᾶς φιλο­ξενεῖ ὅλους σήμερα στήν πρώτη ἱε­ρατική σύναξη τοῦ νέου ἐκκλη­σιαστικοῦ ἔτους.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ἔχετε ὅλοι τή δυνατότητα νά χαρεῖτε τήν κα­λαίσθητη καί λειτουργική αὐτή αἴ­θουσα ἐκδηλώσεων καί νά γίνε­τε μέτοχοι τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐνο­ρίας τῆς Παναγίας καί τῶν πατέ­ρων πού μόχθησαν γι᾽ αὐτήν, ἀλ­λά καί τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπό­λεως.

Ἡ ἀρτιότητα καί ἡ καλή ὀργά­νω­ση αὐτῆς τῆς αἰθούσης, τήν ὁποία χαιρόμεθα καί ἀπολαμβάνουμε ὅλοι, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅμως καί κάποια πράγματα τά ὁποῖα μᾶς ἀφοροῦν ὅλους καί τά ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητα ὥστε καί ἡ διακο­νία μας νά εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό καί νά ἀνταποκρινόμεθα ἐπάξια στήν εὐθύνη καί στήν τιμή πού μᾶς ἔχει δώσει ἡ Ἐκκλησία, κα­θιστώντας μας ἱερεῖς καί οἰκο­νό­­μους τῶν μυστηρίων της.

Σέ αὐτά ἀκριβῶς τά ζητήματα θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ στήν πρώτη σύναξη τοῦ νέου ἐκκλησια­στι­κοῦ ἔτους.

Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως κάθε σῶμα λει­τουργεῖ σύμφωνα μέ τούς νό­μους καί τούς κανόνες τῆς φύσεως, τούς ὁποίους πρέπει νά σέβεται καί νά τηρεῖ ὁ καθένας μας, ἐφό­σον δέν θέλει νά βλάψει τό σῶμα καί νά τό καταστρέψει, ἔτσι καί ἡ Ἐκ­κλησία διέπεται ἀπό νόμους καί κανόνες πού περιφρουροῦν τήν ὀρ­θή λειτουργία της, ὥστε νά μήν κινδυνεύει νά μετατραπεῖ σέ πα­­ρα­συναγωγή, ἀλλά καί συγχρόνως νά ἐπιτελεῖ ἀπρόσκοπτα τήν ἀποστο­λή της στόν κόσμο πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή σωτηρία τῶν ἀνθρώ­πων.

Ὅσοι, λοιπόν, κληθήκαμε νά δια­κο­νήσουμε τήν Ἐκκλησία ἔχουμε χρέος καί εὐθύνη καί ὑποχρέωση νά τηροῦμε τούς κανόνες καί τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας μέ συνέ­πεια, χωρίς καμία ἀπολύτως πα­ρέκ­κλιση ἀπό ὅσα αὐτοί ἐπιτάσσουν καί ὁρίζουν, διότι μόνο ἔτσι δια­φυ­λάσσεται ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ καί ἐκπληροῖ τόν ἐπί γῆς προορισμό της, ἀλλά καί διότι ἔτσι δέν γινόμεθα ὑπολόγοι καί ἔναντι τῶν ἀνθρώπων ἀλλά πο­λύ περισ­σότερο ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς κατέστησε ποιμένες στό ποί­μνιό του καί γεωργούς στόν ἀμπε­λώνα του καί ὁ ὁποῖος κατά τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου παρουσίας του θά μᾶς ζη­τή­σει λό­γο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁ­ποῖο δια­χειρισθήκαμε τό τάλαντο τῆς ἱερω­σύνης πού μᾶς ἐμπιστεύ­θη­κε, θά μᾶς ζητήσει λόγο γιά τό πόσο συνεπεῖς εἴμασταν στίς δικές του ἐντολές ἀλλά καί στούς ὅρους καί τούς κανόνες τούς ὁποίους θέ­σπισαν ὅσοι Ἐκεῖνος «ἔθετο ἐν τῇ Ἐκ­­κλησίᾳ» του «εἰς τόπον καί τύπον» του.

Τό θέμα τῆς συνεπείας στήν τή­ρη­­ση τῶν κανόνων εἶναι πολύ σο­βαρό καί δέν ἐπιτρέπεται νά τό ἀν­τιμε­τω­πίζουμε μέ ἐλαφρότητα ἤ χαλαρότητα.

Ὅταν λέμε κανόνες τούς ὁποίους πρέπει νά τηροῦμε, ἐννοοῦμε ἀφ᾽ ἑνός τούς κανόνες πού ἀφοροῦν στήν πίστη καί τή δογματική της ἀκρίβεια, καί ἀφ᾽ ἑτέρου τή διοί­κη­ση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀντι­με­τώπιση τρεχόντων ζητημά­των πού ἀπασχολοῦν τούς πιστούς καί ἀκόμη τή σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν πολιτεία καί τόν ἔξω αὐτῆς κόσμο, μέσα στόν ὁποῖο ὅμως ζεῖ καί κινεῖται

Ἡ τήρηση τῶν κανόνων τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ὅλων αὐτῶν πού ὅρισαν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι οἱ θειότατοι Πα­τέρες, εἶναι αὐτονόητη ὑποχρέω­ση κάθε κληρικοῦ, ἐφόσον θέλει νά ὀνομάζεται ὀρθόδοξος κληρι­κός καί νά ἀνήκει στό σῶμα τῆς Ὀρ­θοδόξου Ἐκκλησίας.

Ὅλους αὐτούς τούς κανόνες δέν ὀ­φεί­λουμε ἁπλῶς νά τούς τηροῦμε, ἀλλά νά τούς τηροῦμε μέ ἀπό­λυτη συνέπεια. Ὀφείλουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ αὐτούς καί νά τούς διδά­σκου­με στούς ἀνθρώ­πους μέ τόν λόγο καί τό παράδειγ­μά μας, ὥστε νά μήν κιν­δυνεύσου­με νά πα­ρα­συρ­­θοῦμε ἀπό «μωράς ζητή­σεις καί γενεαλο­γί­ας» καί νά ἀποκο­ποῦ­με, χωρίς νά τό καταλάβουμε, ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Θά πρέπει ὅμως νά εἴμαστε προ­σεκτικοί καί συνεπεῖς καί σέ ἕνα ἄλ­λο σημεῖο κατά τήν τήρησή τους. Δέν θά πρέπει νά τούς τη­ροῦ­­­με ἑρμηνεύοντάς τους ὅπως ἐ­μεῖς νομίζουμε, ἀλλά ὅπως διδά­σκουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι διαφορετικά ἡ τήρησή τους κατά τό δοκοῦν, κατά τή γνώ­μη μας, δέν ἔχει καμία σημα­σία καί καμία ἀξία καί μπορεῖ νά ἀποβεῖ ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη καί γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους τή διαποίμανση τῶν ὁποίων μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ τήρηση τοῦ Εὐαγγε­λίου καί τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας πού ἀφοροῦν στήν πίστη εἶναι τό ἕνα πε­δίο στό ὁποῖο κρίνεται καί ἀσκεῖ­­ται ἡ συνέπειά μας. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό τό μοναδικό. Ὑπάρχει καί ἕνα δεύτερο πεδίο στό ὁποῖο ἀπαι­τεῖται ἡ συνέπειά μας, καθώς ἐκτός τῶν πνευματικῶν νόμων καί κανόνων ὑπάρχουν καί διοι­κη­τικοί κανόνες καί νόμοι καί ἀποφάσεις πού διέπουν τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέσα στήν Ἐκκλη­σία, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά καί τίς σχέσεις τῆς Ἐκ­κλησίας μέ τήν πολιτεία στήν ὁποία ὡς θεσμός ἀνήκει καί ἀπό τήν ὁποία ἐλέγχεται ὡς πρός τό διοικητικό καί οἰκονομικό σκέλος της.

Γιά τήν ὑποβοήθηση, λοιπόν, τοῦ ἔρ­γου τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἔρ­γου τῶν κληρικῶν ἀλλά καί τόν καλύτερο συντονισμό του, ἡ Ἐκ­κλησία ἔχει τούς δικούς της κα­νόνες μέ τούς ὁποίους ρυθμί­ζει τά θέματα πού ἀνακύπτουν καί μᾶς καθοδηγεῖ στήν ἀντιμε­τώπισή τους, ἔτσι ὥστε νά ὑπάρχει ἑνιαία στάση ὅλων τῶν κληρικῶν ἔναντι τῶν κοινῶν ζητημάτων, καί νά μήν δημιουργοῦνται προ­βλήματα καί διαφωνίες μετα­ξύ τῶν πιστῶν ἐξαιτίας τῆς ἀπο­κλί­νουσας ἀντιμε­τω­πί­σεως διαφό­ρων θεμάτων ἀπό διαφορετικούς κληρικούς.

Σέ αὐτούς τούς κανόνες ἀπαι­τεῖ­ται μέγιστη συνέπεια. Δέν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νά τούς παρα­βιά­ζουμε ἤ νά τούς ἐφαρ­μό­ζουμε μόνο ἐν μέρει, εἴτε ἀπό ἀμέλεια, εἴτε ἀπό κακῶς ἐννοούμενη οἰκο­νομία, εἴτε ἐπειδή θέλουμε νά φα­νοῦμε καλοί ἀπέναντι στούς ἀν­θρώ­πους, στούς πιστούς, στούς ἐπι­τρόπους ἤ σέ ὁποιονδήποτε ἄλ­λο. Διότι σέ ἀντίθετη περίπτω­ση, πρέπει νά τό ἔχουμε αὐτό ὑπό­ψη μας, εἴμαστε ἔκθετοι ἔνα­ντι τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Χριστοῦ.

Ὁρισμένοι ἴσως νομίζουν ὅτι ἀρ­κεῖ ἡ συνεπής τήρηση τῶν κα­νό­νων τῆς πίστεως, ἀλλά δέν ἀπαι­τεῖται ἡ συνέπεια σέ πρακτικά καί διοικητικά θέματα. Ὅμως αὐ­τό εἶ­ναι μέγα λάθος. Ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυ­τής τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλη­σίας, ὁ ἀπό­στολος Παῦλος, μᾶς συ­στήνει «πάντα εὐσχη­μόνως καί κατά τά­ξιν γινέτω». Καί δέν εἶναι δυνα­τόν νά ὑπάρχει τάξη, ἐάν δέν ὑπάρ­χει συνεπής τήρηση τῶν ὅ­ρων καί τῶν ἐντολῶν πού μᾶς δί­δει ἡ Ἐκκλησία μας.

Ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι ἕνα ἀδιοίκητο σῶμα. Διοικεῖται, ἔχει Σύνοδο, ἔχει ἀνθρώπους μέ γνώση καί ἐμπειρία καί πρωτίστως μέ φόβο Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι δίνουν σέ ὅλους μας τίς κατευθυντήριες γραμμές μέ τίς ἐγκυκλίους.

Οἱ ἐγκύκλιοι καί τά ἄλλα ἔγ­γρα­φα πού ἔρχονται στήν Ἱερά Μη­τρόπολή μας ἀπό τή Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν εἶναι κείμενα τά ὁποῖα μποροῦμε νά ἀγνοοῦμε ἤ γιά τά ὁποῖα μποροῦμε νά ἀδιαφοροῦμε. Πρέπει νά τά ἐφαρμόζουμε ὅλοι ἀνεξαι­ρέ­τως μέ συνέπεια. Εἶναι ὑποχρέωση ὅλων μας. Δέν ὑπάρχει καμία δι­και­ολογία καί καμία ἐξαίρεση. Δέν ὑπάρχει ζήτημα δικῆς μας ἀπό­ψεως ἤ ἑρμηνείας σέ αὐτά. Οἱ ἐγκύκλιοι τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε προέρχονται ἀπό τή Σύνοδο εἴτε προέρχονται ἀπό τήν Ἱερά μας Μητρόπολη, πρέ­πει νά ἐφαρμόζονται μέ συνέ­πεια ἀπό ὅλους μας. Ἡ μή ἐφαρμογή τους εἶναι ἀνυπακοή στήν Ἐκκλη­σία καί στόν Ἐπίσκοπο καί δέν δι­καιολογεῖται γιά κανένα λόγο.

Ἄλλωστε αὐτό εἶναι, ὅπως εἴπα­με καί προηγουμένως, ἕνα πεδίο ἀσκήσεως τῆς συνεπείας καί τῆς ὑπακοῆς μας στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι κανείς συ­νε­πής στά πνευματικά καί ποι­μαντικά του καθήκοντα, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι συνεπής στή ζωή του καί νά εἶναι ἀσυνεπής στήν ἐφαρμογή τῶν διοικητικῶν καί πρα­κτικῶν ὁδηγιῶν, πού εἶναι ἀσφα­­λῶς πιό εὔκολες ἀπό τίς πνευ­­ματικές, ἀλλά ἐξίσου σημα­ντι­κές.

Καί τό τονίζω αὐτό, διότι πολλές φορές νομίζουμε πώς ἀρκεῖ νά ἐκτελοῦμε τά λειτουργικά μας κα­θήκοντα στήν ἐνορία μας, ἴσως καί αὐτά μέ τόν τρόπο πού νομί­ζου­με, καί νά ἀδιαφοροῦμε γιά ὅλα τά ὑπόλοιπα. Ἔχου­με γιά ὅλα εὐθύνη καί ὀφείλουμε νά τά κά­νουμε μέ τόν τρόπο πού ὁρί­ζει ἡ Ἐκκλησία καί ὄχι ὅπως μᾶς βο­λεύει ἤ ὅπως μᾶς ταιριάζει, γιατί, ὅπως εἶπα, ἡ συνέπεια εἶναι κάτι πού πρέπει νά διακρίνει ὁλό­κλη­ρη τή ζωή καί τή διακονία μας.

Ἔτσι, δέν μποροῦμε νά κάνουμε μνημόσυνα ἤ γάμους σέ περιόδους κατά τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μας ὁρίζει ὅτι δέν τελοῦνται, μόνο καί μό­νο γιά νά ἐξυπηρετήσουμε κά­ποι­ον ὁ ὁποῖος μᾶς τό ζητᾶ. Δέν εἶναι σωστό, δέν ὠφελοῦμε τόν ἄνθρω­πο πού μᾶς τό ζητᾶ, ὅταν τοῦ λέμε ὅτι θά τό κάνουμε κατά παρέκκλιση τῶν κανόνων καί τῶν ὁδηγιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντίθετα, ἔχουμε χρέος νά ἐξηγήσουμε καί σέ ἐκεῖνον ποιό εἶναι τό σωστό καί τό πρέπον κατά τήν τάξη τῆς Ἐκ­κλησίας, καί ἐάν θέλει νά εἶναι μέ­λος τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλει καί ἐκεῖνος νά τιμᾶ καί νά ἐφαρμόζει τούς ὅρους πού ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία γιά τή λειτουργία της.

Διότι, ἐάν θε­λή­σουμε νά ἀγνοή­σουμε τούς ὅ­ρους καί τούς κανό­νες, νά ἀγνο­ή­σουμε τίς ἐγκυ­κλί­ους καί τίς ἐν­τολές τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νά ἐξυπηρετήσουμε μία κατάσταση, τότε νά εἴμαστε βέ­βαιοι ὅτι πολύ σύντομα θά κλη­θοῦμε νά κάνουμε καί κάποια ἄλ­λη ὑποχώρηση, για­τί ἐμεῖς δώσα­με τό μήνυμα ὅτι οἱ κανόνες δέν τηροῦνται καί ὅτι εἴμα­στε πρόθυμοι νά τούς προσαρμό­σου­με στή θέλη­ση τῶν ἀνθρώπων, χωρίς αὐτό νά βοηθᾶ οὔτε πρακτι­κά οὔτε πολύ πε­ρισσότερο πνευ­μα­τικά κανένα. Καί αὐτό ὄχι μόνο γιατί δέν ὠφελοῦμε τόν ἄνθρωπο χάρη τοῦ ὁποίου κα­ταπατοῦμε τούς κα­νόνες καί τίς ἐγκυκλίους τῆς Ἐκ­κλησίας μας, ἀλλά καί γιατί δη­μιουργοῦμε προ­βλήματα μέσα στήν Ἐκκλησία, δημιουργοῦμε προβλήματα στούς συνεφημερίους καί συλλειτουρ­γούς μας.

Πιστεύω ὅτι ὅλοι ἔχουμε βρεθεῖ σέ καταστάσεις στίς ὁποῖες οἱ πι­στοί γιά νά μᾶς πείσουν νά παρεκ­κλίνουμε ἀπό τήν τάξη τῆς Ἐκ­κλησίας καί νά ἱκανοποιήσουμε κάποιο αἴτημά τους, ἀναφέρουν ὡς παραδείγματα ἄλλους κληρι­κούς ἤ συνεφημερίους μας, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν τό ἴδιο μέ αὐτό πού τώρα ζητοῦν ἀπό ἐμᾶς, καί κατα­νοεῖτε, φαντάζομαι, πόσα προ­βλή­­ματα δημιουργεῖ μία τέτοια στάση καί μία τέτοια ἐπιχειρημα­τολογία.

Γι᾽ αὐτό ἡ συνέπεια εἶναι ἀνα­γκαία καί ἡ τήρηση τῶν κανόνων καί τῶν ὑποδείξεων τῆς Ἐκκλη­σίας ἀπαραίτητη, ὥστε νά μή δη­μι­ουρ­γοῦνται προβλήματα καί πα­ρε­ξηγήσεις, ἀλλά καί γιατί μέ τήν τάξη καί τή συνέπεια ὠφελοῦνται περισσότερο οἱ ἄνθρωποι ἀπό ὅτι μέ τήν ἀσυνέπειά μας στήν τήρηση τῶν κανόνων.

Θά πρέπει ὅμως νά προσέξουμε καί κάτι ἀκόμη, πού συχνά συμ­βαίνει καί στήν Ἱερά Μη­τρό­πολή μας. Κάποιος ἀδελφός μας ζητᾶ νά κάνουμε κάποια παραβίαση ἑνός κανόνος ἤ μιᾶς ἐγκυκλίου τῆς Ἐκ­κλησίας μας. Καί ἐμεῖς, γιά νά μήν ἀναλάβουμε τήν εὐθύνη αὐτῆς τῆς πα­ρα­βιάσεως, τόν παραπέμ­πουμε στόν Ἐπίσκοπο, δημιουρ­γώ­ν­τας του τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ Ἐπί­σκοπος εἶναι ὑπεράνω κανό­νων καί ὁδηγιῶν τῆς Ἐκκλησίας καί μπορεῖ νά κάνει ὅ,τι θέλει.

Ὅμως καί αὐτό εἶναι λάθος καί δη­μιουργεῖ προβλήματα καί παρε­ξη­γήσεις. Ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ὑπεράνω οὔτε τῶν κανόνων οὔτε τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχει πρῶτος ἀπό ὅ­λους τήν εὐθύνη καί τήν ὑπο­χρέ­ω­ση νά τούς τηρεῖ ὁ ἴδιος καί εἶναι ὑπεύ­θυνος καί γιά τή συνεπῆ τήρησή τους καί ἀπό ὅλους τούς ἱερεῖς.

Γι᾽ αὐτό καί σᾶς παρακαλῶ πολύ νά φροντίζετε ὅλοι νά εἶστε συνε­πεῖς στίς ὑποδείξεις καί τίς ἐγκυ­κλίους τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε καί νά μήν δημιουργεῖτε ἀκαταστασία καί νά μήν φέρνετε τόν Ἐπίσκο­πό σας σέ δύσκολη θέση μέ τήν ἀσυνέπειά σας.

Ἡ συνέπεια ὅμως ἀφορᾶ γε­νι­κό­τερα ὅλα τά θέματα τῆς δι­οι­κή­σεως τῆς ἐνορίας καί τῶν ὑπο­χρε­ώ­σεών της πρός τήν Ἱερά Μη­τρό­πολή μας καί πρός τρίτους.

Ἀσυ­νέπεια καί χαλαρότητα στή διοίκηση δέν νοεῖται καί δέν δι­και­­ο­­λογεῖται, διότι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ἐνορία πρέπει νά εἶναι ὑπόδειγμα χρηστῆς διοικήσεως, καί δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἀσυνέπεια ἑνός κληρι­κοῦ στή διοίκηση τῆς ἐνο­ρίας νά ἐκθέτει τήν Ἐκκλησία στά μάτια τῶν ἀνθρώπων καί νά ἀπο­τελεῖ κακό παράδειγμα.

Ἡ συνέπεια θά πρέπει νά μᾶς δια­κρίνει σέ ὅλους τούς τομεῖς τοῦ ἐνο­ριακοῦ ἔργου καί τῆς διοική­σεως τῆς Ἐκκλησίας. Θά πρέπει νά εἴμαστε συνεπεῖς ἔναντι τῶν ἀν­θρώ­πων, ἔναντι τῶν νόμων καί τῶν ὑποχρεώσεών μας πρός τήν πο­λιτεία καί πρός τήν Ἱερά Μη­τρό­πο­λη, συνεπεῖς στά οἰκονομικά θέματα καί στήν ἐφαρμογή τῶν προ­ϋποθέσεων καί τῶν προδια­γρα­­φῶν πού ἀπαιτοῦνται γιά ὅ,τι ἀναλαμβάνουμε νά κάνουμε. Διό­τι, ἐπαναλαμβάνω, ἡ συνέπειά μας αὐτή εἶναι ἀπόρροια καί τῆς γενι­κό­τερης συνέπειάς μας στήν πνευ­ματική καί ἱερατική μας ζωή, καί ἡ ἀσυνέπειά μας σέ πρακτικά θέ­ματα ἀποδεικνύει ὅτι εἴμαστε ἀσυ­νεπεῖς καί στήν ὑπόλοιπη ζωή μας, καί ἡ ἀσυνέπειά μας αὐτή δέν δικαιολογεῖται, ἰδιαιτέρως μάλι­στα ὅταν εἶναι κατ᾽ ἐξακολούθη­ση.

Θά πρέπει, λοιπόν, τό νέο ἐκκλη­σια­στικό ἔτος νά καταβάλουμε με­γαλύτερη προσπάθεια, ὥστε νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια, μέ προσοχή καί μέ συνέπεια ὅ,τι μᾶς ὑποδει­κνύει ἡ Ἐκκλησία, διότι αὐτό εἶ­ναι ὑποχρέωσή μας. Δέν εἴμαστε ἀνεξάρτητοι ὡς κληρικοί καί αὐ­το­δέσποτοι. Ὀφείλουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, διότι ἀπό τήν Ἐκ­κλησία ἔχουμε λάβει τή χάρη καί ἔχουμε λάβει τήν τιμή καί τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, καί ὅσα ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑποδεικνύει νά κά­νουμε, δέν τά ὑποδεικνύει ἐγωι­στικά, ἀλλά σωστικά γιά ὅλους μας. Ὅποιος δέν τά τηρεῖ καί δέν συμμορφώνεται πρός αὐτά δέν εἶ­ναι ἄξιος τῆς τιμῆς πού τοῦ προ­σέ­φερε ὁ Θεός διά τοῦ Ἐπισκό­που καί προσβάλλει τόν ἴδιο τόν Θεό μέ τή στάση καί τή συμπεριφορά του, ὁ ὁποῖος καί θά τοῦ ζητήσει τόν λόγο ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.

Θά ἤθελα ὅμως νά θίξω καί ἕνα δεύτερο σημεῖο πού ἀφορᾶ τή συ­νεπῆ τήρηση τῶν κανόνων, ἰδιαι­τέ­ρως ἀπό τούς πνευματικούς.

Οἱ πνευματικοί ἔχουν λάβει τή χά­ρη αὐτή ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά διακονοῦν στό μέγα μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως σύμφω­να μέ τούς κανόνες τῆς Ἐκκλη­σίας, καί ὄχι γιά νά τή διαχειρί­ζο­νται, ὅπως νομίζουν, γιατί αὐτό συνιστᾶ κατάχρηση τοῦ δικαιώ­μα­τος πού τούς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ Ἐπισκόπου καί προσβολή τῆς χάριτος πού ἔλα­βαν.

Γιά τόν λόγο αὐτό πρέπει νά εἶ­ναι ἰδιαιτέρως προσεκτικοί ὅσοι εἶναι πνευματικοί, ὅταν δίδουν συμ­μαρτυρίες. Οἱ πατέρες εἶναι σα­φεῖς καί κατηγορηματικοί στά κωλύματα τῆς ἱερωσύνης, καί ἐ­μεῖς δέν μποροῦμε οὔτε νά τά ἀγνοοῦμε οὔτε νά τά ἀποκρύ­πτου­με ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Διότι τί πνευ­­ματικός εἶσαι καί τί συναί­σθηση εὐθύνης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἔχεις, ἐάν καλύπτεις τά κω­λύματα πού ἔχει κάποιος γιά τήν ἱερω­σύ­νη καί δίδεις συμμαρτυρία ἐξαπα­τώντας τόν Ἐπίσκοπό σου καί προσπαθώντας νά ἐξαπατήσεις καί τόν Θεό;

Μία τέτοια συμπερι­φορά εἶναι ἀπαράδεκτη, γιατί κολάζεις καί τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο δί­δεις τή συμμαρτυρία, ἐνῶ ἔχει κω­λύματα σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς Ἐκ­κλησίας, ἀλλά κολάζεσαι καί σύ ὁ ἴδιος ὁ ὁποῖος ἀδιαφορεῖς γιά τούς κανόνες καί παρασύρεις καί τόν Ἐπίσκοπο σέ μία χειρο­τονία πού δέν θά ἔπρεπε νά κάνει.

Θά πρέπει, λοιπόν, νά εἴμαστε πιό ὑπεύθυνοι καί πιό συνεπεῖς καί στό θέμα αὐτό, ἀλλά καί γενι­κό­τε­ρα, θά πρέπει νά προσπαθοῦμε νά ἐφαρμόζουμε μέ ἀκρίβεια τούς κα­νόνες καί τίς ὑποδείξεις τῆς Ἐκ­κλησίας μας σέ ὅλα τά θέματα.

Δέν εἴμαστε ἐμεῖς κύριοι τῆς Ἐκ­κλη­σίας, δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού μπο­ροῦμε νά ἀλλάξουμε τούς ὅ­ρους πού ἔθεσαν καί θέτουν οἱ πα­τέρες μας, καί δέν μᾶς ἐπιτρέ­πεται νά αὐθαιρετοῦμε, ἐνεργώντας κα­τά τήν κρίση μας. Ἡ συνέπεια εἶ­ναι μία μεγάλη, ἄν καί παρα­γνω­ρι­σμένη ἀρετή, δέν εἶναι τυπο­λα­τρεία. Ὅποιος εἶναι συνεπής στήν καθημερινότητά του, ὅποιος εἶναι συνεπής στά πρακτικά θέματα, αὐ­τός εἶναι ἀσφαλής καί προφυ­λαγ­μένος ἀπό τούς κινδύνους πού ἐλ­λοχεύουν γιά ὅποιον αὐθαιρετεῖ, καί φέρει ἀκέραιη τήν εὐθύνη τῆς αὐθαιρεσίας του καί τῶν πράξεών του. Ὁ συνεπής ἔχει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ πού τόν καλύπτει, γιατί αὐ­τός ἀγωνίζεται νά τηρεῖ μέ ἀκρί­βεια τούς κανόνες καί τίς ἐντολές τῶν προϊσταμένων του, χωρίς νά παραβιάζει τίποτε καί θά ἔχει τόν μισθό του ἀπό τόν Θεό.

Ἡ ἄσκηση ἄλλωστε τῆς συνε­πεί­ας στή διακονία μας εἶναι αὐτή πού μᾶς βοηθᾶ νά ἐλέγχουμε καί πόσο συνεπεῖς εἴμαστε στόν πνευ­μα­τικό μας ἀγώνα, πόσο συνεπεῖς εἴμαστε στή ζωή μας. Γιατί εἶναι ψευδαίσθηση νά νομίζουμε ὅτι εἴ­μαστε ἐντάξει στή ζωή μας, ὅταν παραβαίνουμε τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί αὐτό μπορεῖ νά μήν τό καταλαβαίνουμε ἐμεῖς ἤ νά προσπαθοῦμε νά πείσουμε τόν ἑαυτό μας γι᾽αὐτό, ἀλλά οἱ ἄνθρω­ποι γύρω μας τό καταλα­βαί­νουν καί ἔτσι ἐκτιθέμεθα ἀπέ­να­ντί τους καί χάνουμε τήν ἐμ­πι­στοσύνη τους μέ ἀποτέλεσμα νά δυσφημεῖται ἡ Ἐκ­κλησία καί τό ἔργο της.

Γιά ὅλους τούς λόγους πού προ­ανέφερα καί σέ ὅλα τά σημεῖα πού προανέφερα καί σέ ἄλλα πού ὁ κα­θένας μας μπορεῖ νά σκεφθεῖ, θά πρέπει νά εἴμαστε συνεπεῖς.

Τό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος μᾶς δί­δει τήν εὐκαιρία νά κάνουμε μία νέα ἀρχή. Ὅσοι εἴμασταν ἀσυνε­πεῖς νά γίνουμε συνεπεῖς. Ὅσοι εἴ­μασταν συνεπεῖς νά γίνουμε συνε­πέστε­ροι, γιατί αὐτό εἶναι χρέος μας καί εὐθύνη ἔναντι τῆς Ἐκ­κλη­σίας πού μᾶς τίμησε μέ τήν ἱερω­σύνη.

Εὔχομαι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων μας νά ἔχουμε ἕνα εὐλογημένο καί καρ­πο­φόρο νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος πρός δόξαν Θεοῦ καί σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

 

ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

IereisSun.Naousa2017-2.jpg