Την Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου το πρωί στο νέο Κέντρο Πολιτισμού “ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ” της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας στην πόλη της Ναούσης πραγματοποιήθηκε η πρώτη Ιερατική Σύναξη για το νέο Εκκλησιαστικό έτος.
Στην αρχή της Ιερατικής Συνάξεως ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμ. Αθηναγόρας Μπίρδας ενημέρωσε τους Ιερείς για τρέχοντα ζητήματα ενώ διευκρινίσεις δόθηκαν για την νέα κατηχητική χρονιά από τον Υπεύθυνο του Γραφείου Νεότητος Αρχιμ.Διονύσιο Ανθόπουλο.
Εν συνεχεία ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας,Ναούσης και Καμπανίας κ.Παντελεήμων απηύθυνε στους Ιερείς πατρικούς λόγους και ευχήθηκε σε όλους για το νέο εκκλησιαστικό έτος.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Ιερατική Σύναξη :
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξίωσε νά εἰσέλθουμε πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες στό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος καί νά συναντηθοῦμε καί πάλι ἐπί τό αὐτό ὄχι στόν συνήθη τόπο τῶν ἱερατικῶν συνάξεων τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, στό Παύλειο Συνεδριακό Κέντρο τῆς Βεροίας, ἀλλά σέ αὐτόν τόν νέο καί ὄμορφο χῶρο, πού ἐγκαινιάσαμε πρίν ἀπό δύο περίπου ἑβδομάδες, στό Μητροπολιτικό Κέντρο Πολιτισμοῦ «Παντάνασσα», ἐδῶ στή Νάουσα.
Ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία γιά τήν Ἱερά Μητρόπολή μας, καί φυσικά καί γιά τό ἐκκλησιαστικό μας ἔργο ἐδῶ στή Νάουσα, τό γεγονός ὅτι μετά ἀπό πολλούς κόπους, πολλές προσπάθειες καί πολλές ἀγωνίες, ἀποκτήσαμε ἐπιτέλους στή Νάουσα αὐτό πού ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς μου στήν Ἱερά μας Μητρόπολη, πρίν ἀπό εἴκοσι τρία χρόνια, ὀνειρευόμουν.
Ὅσοι παρακαλούθησαν τήν ἐξέλιξη αὐτῆς τῆς προσπαθείας καί ἐργάσθηκαν γιά τήν ἐπιτυχημένη ὁλοκλήρωσή της, γνωρίζουν καλά τούς κόπους καί τίς ἀγωνίες πού ἀπαιτήθηκαν γιά νά φθάσουμε σέ αὐτό τό αἴσιο καί θαυμαστό ἀποτέλεσμα, νά ἔχουμε δηλαδή στή διάθεση τῆς τοπικῆς μας ᾽Εκκλησίας μία ὡραία καί λειτουργική αἴθουσα, ἐξοπλισμένη μέ ὅλα τά σύγχρονα μέσα, ἡ ὁποία νά ἀποτελεῖ ἕνα πολύτιμο πολυεργαλεῖο, ὅπως εἶπα καί κατά τήν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων, γιά τό ἐκκλησιαστικό ἔργο ὄχι μόνο τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στόν ὁποῖο ἀνήκει, ἀλλά καί ὅλης τῆς Ναούσης καί ὅλης τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.
Γι᾽ αὐτό καί θά ἤθελα νά συγχαρῶ ἀπό καρδίας καί νά ἐκφράσω τήν εὐαρέσκειά μου πρός τούς δύο πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐκοπίασαν γιά τό ἔργο αὐτό, τόν π. Θωμᾶ, τόν παλαιότερο προϊστάμενο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Παναγίας, ὁ ὁποῖος ἐργάσθηκε φιλόπονα γιά τήν ἀνέγερση τοῦ κτιρίου, καί τόν σημερινό προϊστάμενο, τόν π. Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος μέ πολλή ἐπιμέλεια καί πολλή φροντίδα ἐργάσθηκε γιά τήν ὁλοκλήρωση καί τόν ἐξοπλισμό τῆς αἰθούσης αὐτῆς, ἡ ὁποία μᾶς φιλοξενεῖ ὅλους σήμερα στήν πρώτη ἱερατική σύναξη τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ἔχετε ὅλοι τή δυνατότητα νά χαρεῖτε τήν καλαίσθητη καί λειτουργική αὐτή αἴθουσα ἐκδηλώσεων καί νά γίνετε μέτοχοι τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐνορίας τῆς Παναγίας καί τῶν πατέρων πού μόχθησαν γι᾽ αὐτήν, ἀλλά καί τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως.
Ἡ ἀρτιότητα καί ἡ καλή ὀργάνωση αὐτῆς τῆς αἰθούσης, τήν ὁποία χαιρόμεθα καί ἀπολαμβάνουμε ὅλοι, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅμως καί κάποια πράγματα τά ὁποῖα μᾶς ἀφοροῦν ὅλους καί τά ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητα ὥστε καί ἡ διακονία μας νά εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό καί νά ἀνταποκρινόμεθα ἐπάξια στήν εὐθύνη καί στήν τιμή πού μᾶς ἔχει δώσει ἡ Ἐκκλησία, καθιστώντας μας ἱερεῖς καί οἰκονόμους τῶν μυστηρίων της.
Σέ αὐτά ἀκριβῶς τά ζητήματα θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ στήν πρώτη σύναξη τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως κάθε σῶμα λειτουργεῖ σύμφωνα μέ τούς νόμους καί τούς κανόνες τῆς φύσεως, τούς ὁποίους πρέπει νά σέβεται καί νά τηρεῖ ὁ καθένας μας, ἐφόσον δέν θέλει νά βλάψει τό σῶμα καί νά τό καταστρέψει, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία διέπεται ἀπό νόμους καί κανόνες πού περιφρουροῦν τήν ὀρθή λειτουργία της, ὥστε νά μήν κινδυνεύει νά μετατραπεῖ σέ παρασυναγωγή, ἀλλά καί συγχρόνως νά ἐπιτελεῖ ἀπρόσκοπτα τήν ἀποστολή της στόν κόσμο πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὅσοι, λοιπόν, κληθήκαμε νά διακονήσουμε τήν Ἐκκλησία ἔχουμε χρέος καί εὐθύνη καί ὑποχρέωση νά τηροῦμε τούς κανόνες καί τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας μέ συνέπεια, χωρίς καμία ἀπολύτως παρέκκλιση ἀπό ὅσα αὐτοί ἐπιτάσσουν καί ὁρίζουν, διότι μόνο ἔτσι διαφυλάσσεται ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ καί ἐκπληροῖ τόν ἐπί γῆς προορισμό της, ἀλλά καί διότι ἔτσι δέν γινόμεθα ὑπολόγοι καί ἔναντι τῶν ἀνθρώπων ἀλλά πολύ περισσότερο ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς κατέστησε ποιμένες στό ποίμνιό του καί γεωργούς στόν ἀμπελώνα του καί ὁ ὁποῖος κατά τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου παρουσίας του θά μᾶς ζητήσει λόγο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διαχειρισθήκαμε τό τάλαντο τῆς ἱερωσύνης πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε, θά μᾶς ζητήσει λόγο γιά τό πόσο συνεπεῖς εἴμασταν στίς δικές του ἐντολές ἀλλά καί στούς ὅρους καί τούς κανόνες τούς ὁποίους θέσπισαν ὅσοι Ἐκεῖνος «ἔθετο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» του «εἰς τόπον καί τύπον» του.
Τό θέμα τῆς συνεπείας στήν τήρηση τῶν κανόνων εἶναι πολύ σοβαρό καί δέν ἐπιτρέπεται νά τό ἀντιμετωπίζουμε μέ ἐλαφρότητα ἤ χαλαρότητα.
Ὅταν λέμε κανόνες τούς ὁποίους πρέπει νά τηροῦμε, ἐννοοῦμε ἀφ᾽ ἑνός τούς κανόνες πού ἀφοροῦν στήν πίστη καί τή δογματική της ἀκρίβεια, καί ἀφ᾽ ἑτέρου τή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀντιμετώπιση τρεχόντων ζητημάτων πού ἀπασχολοῦν τούς πιστούς καί ἀκόμη τή σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν πολιτεία καί τόν ἔξω αὐτῆς κόσμο, μέσα στόν ὁποῖο ὅμως ζεῖ καί κινεῖται
Ἡ τήρηση τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων αὐτῶν πού ὅρισαν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι οἱ θειότατοι Πατέρες, εἶναι αὐτονόητη ὑποχρέωση κάθε κληρικοῦ, ἐφόσον θέλει νά ὀνομάζεται ὀρθόδοξος κληρικός καί νά ἀνήκει στό σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὅλους αὐτούς τούς κανόνες δέν ὀφείλουμε ἁπλῶς νά τούς τηροῦμε, ἀλλά νά τούς τηροῦμε μέ ἀπόλυτη συνέπεια. Ὀφείλουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ αὐτούς καί νά τούς διδάσκουμε στούς ἀνθρώπους μέ τόν λόγο καί τό παράδειγμά μας, ὥστε νά μήν κινδυνεύσουμε νά παρασυρθοῦμε ἀπό «μωράς ζητήσεις καί γενεαλογίας» καί νά ἀποκοποῦμε, χωρίς νά τό καταλάβουμε, ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Θά πρέπει ὅμως νά εἴμαστε προσεκτικοί καί συνεπεῖς καί σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο κατά τήν τήρησή τους. Δέν θά πρέπει νά τούς τηροῦμε ἑρμηνεύοντάς τους ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε, ἀλλά ὅπως διδάσκουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι διαφορετικά ἡ τήρησή τους κατά τό δοκοῦν, κατά τή γνώμη μας, δέν ἔχει καμία σημασία καί καμία ἀξία καί μπορεῖ νά ἀποβεῖ ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη καί γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους τή διαποίμανση τῶν ὁποίων μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ τήρηση τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας πού ἀφοροῦν στήν πίστη εἶναι τό ἕνα πεδίο στό ὁποῖο κρίνεται καί ἀσκεῖται ἡ συνέπειά μας. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό τό μοναδικό. Ὑπάρχει καί ἕνα δεύτερο πεδίο στό ὁποῖο ἀπαιτεῖται ἡ συνέπειά μας, καθώς ἐκτός τῶν πνευματικῶν νόμων καί κανόνων ὑπάρχουν καί διοικητικοί κανόνες καί νόμοι καί ἀποφάσεις πού διέπουν τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά καί τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν πολιτεία στήν ὁποία ὡς θεσμός ἀνήκει καί ἀπό τήν ὁποία ἐλέγχεται ὡς πρός τό διοικητικό καί οἰκονομικό σκέλος της.
Γιά τήν ὑποβοήθηση, λοιπόν, τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἔργου τῶν κληρικῶν ἀλλά καί τόν καλύτερο συντονισμό του, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τούς δικούς της κανόνες μέ τούς ὁποίους ρυθμίζει τά θέματα πού ἀνακύπτουν καί μᾶς καθοδηγεῖ στήν ἀντιμετώπισή τους, ἔτσι ὥστε νά ὑπάρχει ἑνιαία στάση ὅλων τῶν κληρικῶν ἔναντι τῶν κοινῶν ζητημάτων, καί νά μήν δημιουργοῦνται προβλήματα καί διαφωνίες μεταξύ τῶν πιστῶν ἐξαιτίας τῆς ἀποκλίνουσας ἀντιμετωπίσεως διαφόρων θεμάτων ἀπό διαφορετικούς κληρικούς.
Σέ αὐτούς τούς κανόνες ἀπαιτεῖται μέγιστη συνέπεια. Δέν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νά τούς παραβιάζουμε ἤ νά τούς ἐφαρμόζουμε μόνο ἐν μέρει, εἴτε ἀπό ἀμέλεια, εἴτε ἀπό κακῶς ἐννοούμενη οἰκονομία, εἴτε ἐπειδή θέλουμε νά φανοῦμε καλοί ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους, στούς πιστούς, στούς ἐπιτρόπους ἤ σέ ὁποιονδήποτε ἄλλο. Διότι σέ ἀντίθετη περίπτωση, πρέπει νά τό ἔχουμε αὐτό ὑπόψη μας, εἴμαστε ἔκθετοι ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Χριστοῦ.
Ὁρισμένοι ἴσως νομίζουν ὅτι ἀρκεῖ ἡ συνεπής τήρηση τῶν κανόνων τῆς πίστεως, ἀλλά δέν ἀπαιτεῖται ἡ συνέπεια σέ πρακτικά καί διοικητικά θέματα. Ὅμως αὐτό εἶναι μέγα λάθος. Ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτής τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς συστήνει «πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέτω». Καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει τάξη, ἐάν δέν ὑπάρχει συνεπής τήρηση τῶν ὅρων καί τῶν ἐντολῶν πού μᾶς δίδει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι ἕνα ἀδιοίκητο σῶμα. Διοικεῖται, ἔχει Σύνοδο, ἔχει ἀνθρώπους μέ γνώση καί ἐμπειρία καί πρωτίστως μέ φόβο Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι δίνουν σέ ὅλους μας τίς κατευθυντήριες γραμμές μέ τίς ἐγκυκλίους.
Οἱ ἐγκύκλιοι καί τά ἄλλα ἔγγραφα πού ἔρχονται στήν Ἱερά Μητρόπολή μας ἀπό τή Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν εἶναι κείμενα τά ὁποῖα μποροῦμε νά ἀγνοοῦμε ἤ γιά τά ὁποῖα μποροῦμε νά ἀδιαφοροῦμε. Πρέπει νά τά ἐφαρμόζουμε ὅλοι ἀνεξαιρέτως μέ συνέπεια. Εἶναι ὑποχρέωση ὅλων μας. Δέν ὑπάρχει καμία δικαιολογία καί καμία ἐξαίρεση. Δέν ὑπάρχει ζήτημα δικῆς μας ἀπόψεως ἤ ἑρμηνείας σέ αὐτά. Οἱ ἐγκύκλιοι τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε προέρχονται ἀπό τή Σύνοδο εἴτε προέρχονται ἀπό τήν Ἱερά μας Μητρόπολη, πρέπει νά ἐφαρμόζονται μέ συνέπεια ἀπό ὅλους μας. Ἡ μή ἐφαρμογή τους εἶναι ἀνυπακοή στήν Ἐκκλησία καί στόν Ἐπίσκοπο καί δέν δικαιολογεῖται γιά κανένα λόγο.
Ἄλλωστε αὐτό εἶναι, ὅπως εἴπαμε καί προηγουμένως, ἕνα πεδίο ἀσκήσεως τῆς συνεπείας καί τῆς ὑπακοῆς μας στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι κανείς συνεπής στά πνευματικά καί ποιμαντικά του καθήκοντα, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι συνεπής στή ζωή του καί νά εἶναι ἀσυνεπής στήν ἐφαρμογή τῶν διοικητικῶν καί πρακτικῶν ὁδηγιῶν, πού εἶναι ἀσφαλῶς πιό εὔκολες ἀπό τίς πνευματικές, ἀλλά ἐξίσου σημαντικές.
Καί τό τονίζω αὐτό, διότι πολλές φορές νομίζουμε πώς ἀρκεῖ νά ἐκτελοῦμε τά λειτουργικά μας καθήκοντα στήν ἐνορία μας, ἴσως καί αὐτά μέ τόν τρόπο πού νομίζουμε, καί νά ἀδιαφοροῦμε γιά ὅλα τά ὑπόλοιπα. Ἔχουμε γιά ὅλα εὐθύνη καί ὀφείλουμε νά τά κάνουμε μέ τόν τρόπο πού ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία καί ὄχι ὅπως μᾶς βολεύει ἤ ὅπως μᾶς ταιριάζει, γιατί, ὅπως εἶπα, ἡ συνέπεια εἶναι κάτι πού πρέπει νά διακρίνει ὁλόκληρη τή ζωή καί τή διακονία μας.
Ἔτσι, δέν μποροῦμε νά κάνουμε μνημόσυνα ἤ γάμους σέ περιόδους κατά τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μας ὁρίζει ὅτι δέν τελοῦνται, μόνο καί μόνο γιά νά ἐξυπηρετήσουμε κάποιον ὁ ὁποῖος μᾶς τό ζητᾶ. Δέν εἶναι σωστό, δέν ὠφελοῦμε τόν ἄνθρωπο πού μᾶς τό ζητᾶ, ὅταν τοῦ λέμε ὅτι θά τό κάνουμε κατά παρέκκλιση τῶν κανόνων καί τῶν ὁδηγιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντίθετα, ἔχουμε χρέος νά ἐξηγήσουμε καί σέ ἐκεῖνον ποιό εἶναι τό σωστό καί τό πρέπον κατά τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐάν θέλει νά εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλει καί ἐκεῖνος νά τιμᾶ καί νά ἐφαρμόζει τούς ὅρους πού ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία γιά τή λειτουργία της.
Διότι, ἐάν θελήσουμε νά ἀγνοήσουμε τούς ὅρους καί τούς κανόνες, νά ἀγνοήσουμε τίς ἐγκυκλίους καί τίς ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νά ἐξυπηρετήσουμε μία κατάσταση, τότε νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι πολύ σύντομα θά κληθοῦμε νά κάνουμε καί κάποια ἄλλη ὑποχώρηση, γιατί ἐμεῖς δώσαμε τό μήνυμα ὅτι οἱ κανόνες δέν τηροῦνται καί ὅτι εἴμαστε πρόθυμοι νά τούς προσαρμόσουμε στή θέληση τῶν ἀνθρώπων, χωρίς αὐτό νά βοηθᾶ οὔτε πρακτικά οὔτε πολύ περισσότερο πνευματικά κανένα. Καί αὐτό ὄχι μόνο γιατί δέν ὠφελοῦμε τόν ἄνθρωπο χάρη τοῦ ὁποίου καταπατοῦμε τούς κανόνες καί τίς ἐγκυκλίους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί γιατί δημιουργοῦμε προβλήματα μέσα στήν Ἐκκλησία, δημιουργοῦμε προβλήματα στούς συνεφημερίους καί συλλειτουργούς μας.
Πιστεύω ὅτι ὅλοι ἔχουμε βρεθεῖ σέ καταστάσεις στίς ὁποῖες οἱ πιστοί γιά νά μᾶς πείσουν νά παρεκκλίνουμε ἀπό τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἱκανοποιήσουμε κάποιο αἴτημά τους, ἀναφέρουν ὡς παραδείγματα ἄλλους κληρικούς ἤ συνεφημερίους μας, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν τό ἴδιο μέ αὐτό πού τώρα ζητοῦν ἀπό ἐμᾶς, καί κατανοεῖτε, φαντάζομαι, πόσα προβλήματα δημιουργεῖ μία τέτοια στάση καί μία τέτοια ἐπιχειρηματολογία.
Γι᾽ αὐτό ἡ συνέπεια εἶναι ἀναγκαία καί ἡ τήρηση τῶν κανόνων καί τῶν ὑποδείξεων τῆς Ἐκκλησίας ἀπαραίτητη, ὥστε νά μή δημιουργοῦνται προβλήματα καί παρεξηγήσεις, ἀλλά καί γιατί μέ τήν τάξη καί τή συνέπεια ὠφελοῦνται περισσότερο οἱ ἄνθρωποι ἀπό ὅτι μέ τήν ἀσυνέπειά μας στήν τήρηση τῶν κανόνων.
Θά πρέπει ὅμως νά προσέξουμε καί κάτι ἀκόμη, πού συχνά συμβαίνει καί στήν Ἱερά Μητρόπολή μας. Κάποιος ἀδελφός μας ζητᾶ νά κάνουμε κάποια παραβίαση ἑνός κανόνος ἤ μιᾶς ἐγκυκλίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί ἐμεῖς, γιά νά μήν ἀναλάβουμε τήν εὐθύνη αὐτῆς τῆς παραβιάσεως, τόν παραπέμπουμε στόν Ἐπίσκοπο, δημιουργώντας του τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὑπεράνω κανόνων καί ὁδηγιῶν τῆς Ἐκκλησίας καί μπορεῖ νά κάνει ὅ,τι θέλει.
Ὅμως καί αὐτό εἶναι λάθος καί δημιουργεῖ προβλήματα καί παρεξηγήσεις. Ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ὑπεράνω οὔτε τῶν κανόνων οὔτε τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχει πρῶτος ἀπό ὅλους τήν εὐθύνη καί τήν ὑποχρέωση νά τούς τηρεῖ ὁ ἴδιος καί εἶναι ὑπεύθυνος καί γιά τή συνεπῆ τήρησή τους καί ἀπό ὅλους τούς ἱερεῖς.
Γι᾽ αὐτό καί σᾶς παρακαλῶ πολύ νά φροντίζετε ὅλοι νά εἶστε συνεπεῖς στίς ὑποδείξεις καί τίς ἐγκυκλίους τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε καί νά μήν δημιουργεῖτε ἀκαταστασία καί νά μήν φέρνετε τόν Ἐπίσκοπό σας σέ δύσκολη θέση μέ τήν ἀσυνέπειά σας.
Ἡ συνέπεια ὅμως ἀφορᾶ γενικότερα ὅλα τά θέματα τῆς διοικήσεως τῆς ἐνορίας καί τῶν ὑποχρεώσεών της πρός τήν Ἱερά Μητρόπολή μας καί πρός τρίτους.
Ἀσυνέπεια καί χαλαρότητα στή διοίκηση δέν νοεῖται καί δέν δικαιολογεῖται, διότι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ἐνορία πρέπει νά εἶναι ὑπόδειγμα χρηστῆς διοικήσεως, καί δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἀσυνέπεια ἑνός κληρικοῦ στή διοίκηση τῆς ἐνορίας νά ἐκθέτει τήν Ἐκκλησία στά μάτια τῶν ἀνθρώπων καί νά ἀποτελεῖ κακό παράδειγμα.
Ἡ συνέπεια θά πρέπει νά μᾶς διακρίνει σέ ὅλους τούς τομεῖς τοῦ ἐνοριακοῦ ἔργου καί τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Θά πρέπει νά εἴμαστε συνεπεῖς ἔναντι τῶν ἀνθρώπων, ἔναντι τῶν νόμων καί τῶν ὑποχρεώσεών μας πρός τήν πολιτεία καί πρός τήν Ἱερά Μητρόπολη, συνεπεῖς στά οἰκονομικά θέματα καί στήν ἐφαρμογή τῶν προϋποθέσεων καί τῶν προδιαγραφῶν πού ἀπαιτοῦνται γιά ὅ,τι ἀναλαμβάνουμε νά κάνουμε. Διότι, ἐπαναλαμβάνω, ἡ συνέπειά μας αὐτή εἶναι ἀπόρροια καί τῆς γενικότερης συνέπειάς μας στήν πνευματική καί ἱερατική μας ζωή, καί ἡ ἀσυνέπειά μας σέ πρακτικά θέματα ἀποδεικνύει ὅτι εἴμαστε ἀσυνεπεῖς καί στήν ὑπόλοιπη ζωή μας, καί ἡ ἀσυνέπειά μας αὐτή δέν δικαιολογεῖται, ἰδιαιτέρως μάλιστα ὅταν εἶναι κατ᾽ ἐξακολούθηση.
Θά πρέπει, λοιπόν, τό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος νά καταβάλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια, ὥστε νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια, μέ προσοχή καί μέ συνέπεια ὅ,τι μᾶς ὑποδεικνύει ἡ Ἐκκλησία, διότι αὐτό εἶναι ὑποχρέωσή μας. Δέν εἴμαστε ἀνεξάρτητοι ὡς κληρικοί καί αὐτοδέσποτοι. Ὀφείλουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, διότι ἀπό τήν Ἐκκλησία ἔχουμε λάβει τή χάρη καί ἔχουμε λάβει τήν τιμή καί τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, καί ὅσα ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑποδεικνύει νά κάνουμε, δέν τά ὑποδεικνύει ἐγωιστικά, ἀλλά σωστικά γιά ὅλους μας. Ὅποιος δέν τά τηρεῖ καί δέν συμμορφώνεται πρός αὐτά δέν εἶναι ἄξιος τῆς τιμῆς πού τοῦ προσέφερε ὁ Θεός διά τοῦ Ἐπισκόπου καί προσβάλλει τόν ἴδιο τόν Θεό μέ τή στάση καί τή συμπεριφορά του, ὁ ὁποῖος καί θά τοῦ ζητήσει τόν λόγο ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.
Θά ἤθελα ὅμως νά θίξω καί ἕνα δεύτερο σημεῖο πού ἀφορᾶ τή συνεπῆ τήρηση τῶν κανόνων, ἰδιαιτέρως ἀπό τούς πνευματικούς.
Οἱ πνευματικοί ἔχουν λάβει τή χάρη αὐτή ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά διακονοῦν στό μέγα μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι γιά νά τή διαχειρίζονται, ὅπως νομίζουν, γιατί αὐτό συνιστᾶ κατάχρηση τοῦ δικαιώματος πού τούς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ Ἐπισκόπου καί προσβολή τῆς χάριτος πού ἔλαβαν.
Γιά τόν λόγο αὐτό πρέπει νά εἶναι ἰδιαιτέρως προσεκτικοί ὅσοι εἶναι πνευματικοί, ὅταν δίδουν συμμαρτυρίες. Οἱ πατέρες εἶναι σαφεῖς καί κατηγορηματικοί στά κωλύματα τῆς ἱερωσύνης, καί ἐμεῖς δέν μποροῦμε οὔτε νά τά ἀγνοοῦμε οὔτε νά τά ἀποκρύπτουμε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Διότι τί πνευματικός εἶσαι καί τί συναίσθηση εὐθύνης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἔχεις, ἐάν καλύπτεις τά κωλύματα πού ἔχει κάποιος γιά τήν ἱερωσύνη καί δίδεις συμμαρτυρία ἐξαπατώντας τόν Ἐπίσκοπό σου καί προσπαθώντας νά ἐξαπατήσεις καί τόν Θεό;
Μία τέτοια συμπεριφορά εἶναι ἀπαράδεκτη, γιατί κολάζεις καί τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο δίδεις τή συμμαρτυρία, ἐνῶ ἔχει κωλύματα σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κολάζεσαι καί σύ ὁ ἴδιος ὁ ὁποῖος ἀδιαφορεῖς γιά τούς κανόνες καί παρασύρεις καί τόν Ἐπίσκοπο σέ μία χειροτονία πού δέν θά ἔπρεπε νά κάνει.
Θά πρέπει, λοιπόν, νά εἴμαστε πιό ὑπεύθυνοι καί πιό συνεπεῖς καί στό θέμα αὐτό, ἀλλά καί γενικότερα, θά πρέπει νά προσπαθοῦμε νά ἐφαρμόζουμε μέ ἀκρίβεια τούς κανόνες καί τίς ὑποδείξεις τῆς Ἐκκλησίας μας σέ ὅλα τά θέματα.
Δέν εἴμαστε ἐμεῖς κύριοι τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού μποροῦμε νά ἀλλάξουμε τούς ὅρους πού ἔθεσαν καί θέτουν οἱ πατέρες μας, καί δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά αὐθαιρετοῦμε, ἐνεργώντας κατά τήν κρίση μας. Ἡ συνέπεια εἶναι μία μεγάλη, ἄν καί παραγνωρισμένη ἀρετή, δέν εἶναι τυπολατρεία. Ὅποιος εἶναι συνεπής στήν καθημερινότητά του, ὅποιος εἶναι συνεπής στά πρακτικά θέματα, αὐτός εἶναι ἀσφαλής καί προφυλαγμένος ἀπό τούς κινδύνους πού ἐλλοχεύουν γιά ὅποιον αὐθαιρετεῖ, καί φέρει ἀκέραιη τήν εὐθύνη τῆς αὐθαιρεσίας του καί τῶν πράξεών του. Ὁ συνεπής ἔχει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ πού τόν καλύπτει, γιατί αὐτός ἀγωνίζεται νά τηρεῖ μέ ἀκρίβεια τούς κανόνες καί τίς ἐντολές τῶν προϊσταμένων του, χωρίς νά παραβιάζει τίποτε καί θά ἔχει τόν μισθό του ἀπό τόν Θεό.
Ἡ ἄσκηση ἄλλωστε τῆς συνεπείας στή διακονία μας εἶναι αὐτή πού μᾶς βοηθᾶ νά ἐλέγχουμε καί πόσο συνεπεῖς εἴμαστε στόν πνευματικό μας ἀγώνα, πόσο συνεπεῖς εἴμαστε στή ζωή μας. Γιατί εἶναι ψευδαίσθηση νά νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἐντάξει στή ζωή μας, ὅταν παραβαίνουμε τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί αὐτό μπορεῖ νά μήν τό καταλαβαίνουμε ἐμεῖς ἤ νά προσπαθοῦμε νά πείσουμε τόν ἑαυτό μας γι᾽αὐτό, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι γύρω μας τό καταλαβαίνουν καί ἔτσι ἐκτιθέμεθα ἀπέναντί τους καί χάνουμε τήν ἐμπιστοσύνη τους μέ ἀποτέλεσμα νά δυσφημεῖται ἡ Ἐκκλησία καί τό ἔργο της.
Γιά ὅλους τούς λόγους πού προανέφερα καί σέ ὅλα τά σημεῖα πού προανέφερα καί σέ ἄλλα πού ὁ καθένας μας μπορεῖ νά σκεφθεῖ, θά πρέπει νά εἴμαστε συνεπεῖς.
Τό νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία νά κάνουμε μία νέα ἀρχή. Ὅσοι εἴμασταν ἀσυνεπεῖς νά γίνουμε συνεπεῖς. Ὅσοι εἴμασταν συνεπεῖς νά γίνουμε συνεπέστεροι, γιατί αὐτό εἶναι χρέος μας καί εὐθύνη ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας πού μᾶς τίμησε μέ τήν ἱερωσύνη.
Εὔχομαι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων μας νά ἔχουμε ἕνα εὐλογημένο καί καρποφόρο νέο ἐκκλησιαστικό ἔτος πρός δόξαν Θεοῦ καί σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.