Κατάλογος Προκατόχων

Κοσμάς Ευμορφόπουλος (1892-1895)

Γόνος θρακικής οικογένειας, γεννήθηκε στη Μάδυτο το 1860 και σπούδασε στη θεολογική σχολή της Χάλκης. Χάρη στη μόρφωση, τις διοικητικές ικανότητες και τις αρετές εκλέχθηκε (1888) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως. Λίγα χρόνια αργότερα μετατέθηκε στη Μητρόπολη Βεροίας. Στο σύντομο χρονικό διάστημα της ποιμαντορίας του στη Βέροια (1892-1895) επέδειξε αξιόλογη δράση και πέτυχε να διοργανώσει το κοινοτικό και εκπαιδευτικό σύστημα της επαρχίας. Έργο του άλλωστε είναι και ο πρώτος κοινοτικός κανονισμός. Εκκλησιαστικές ανάγκες κατέστησαν επιβεβλημένη τη μετάθεση του αρχικά στη Μητρόπολη Πελαγονίας (1895) και στη συνέχεια στη Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης (1899) μέχρι τον θάνατό του (1902). Παράλληλα με το ποιμαντικό του έργο, ο Κοσμάς ασχολήθηκε με τη συγγραφή μουσικού εγχειριδίου και τη σύνθεση ύμνων, τα οποία εξέδωσε με τον τίτλο «Ποιμενικός Αυλός» (Αθήνα 1897).

Κωνστάντιος Α’ Ισαακίδης (1895-1906)

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1835. Το 1868, ενώ είχε τη θέση του τριτεύοντος διακόνου του Πατριαρχείου, εκλέχθηκε επίσκοπος Τρίκκης και στη συνέχεια προήχθη σε Μητροπολίτη Φαναρίου και Φαρσάλων (1876). Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν ο Κωνσταντίνος κλήθηκε να υπηρετήσει σε δύο καίριες θέσεις, στη Μητρόπολη Καστοριάς (1880) και στη Μητρόπολη Νεοκαισαρείας (1883). Υπακούοντας στην επιταγή της Εκκλησίας, ανέλαβε τη διαποίμανση της Μητροπόλεως Βεροίας (1895), όπου εργάσθηκε με ζήλο και αυτοθυσία για την κοινότητα της Βεροίας. Συνέταξε τον δεύτερο κανονισμό της (1905) και αγωνίσθηκε για την ανοικοδόμηση της αστικής σχολής, που δεν πρόλαβε όμως να εγκαινιάσει. Εξαιτίας της κακής καταστάσεως της υγείας του, δεν αποδέχθηκε και την εκλογή του στη Μητρόπολη Γάνου και Χώρας (1906). Ένα χρόνο αργότερα απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη.

Απόστολος Χριστοδούλου (1906-1909)

Από το νησί της Ίμβρου, όπου γεννήθηκε το 1850, πήγε στη Χάλκη για να σπουδάσει και στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε στη θεολογική ακαδημία του Κιέβου (1877-1879). Εργάστηκε ως καθηγητής (1833) και στη συνέχεια διευθυντής της θεολογικής σχολής της Χάλκης (1899). Σε αναγνώριση των κόπων του υπέρ της σχολής και του μεγάλου συγγραφικού του έργου, η Εκκλησία τον ανέδειξε Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως (1901). Το 1906 προήχθη σε Μητροπολίτη Βεροίας. Αν και οι συνθήκες για τον ελληνισμό, που αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του, ήταν τραγικά δύσκολες, ο Απόστολος κατόρθωσε να πραγματώσει το όραμα του προκατόχου του και να εγκαινιάσει την αστική σχολή της Βεροίας. Από τη Βέροια μετατίθεται στη Μητρόπολη Σερρών (1909), όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του (1916) κατά την κατάληψη της πόλεως από τους Βουλγάρους.

Λουκάς Πετρίδης (1909-1911)

Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή και τη δράση του Μητροπολίτου Βεροίας Λουκά Πετρίδη. Απόφοιτος της θεολογικής σχολής της Χάλκης υπηρέτησε την Εκκλησία από σημαντικές θέσεις. Για πρώτη φορά εκλέχθηκε Μητροπολίτης Αίνου το 1878, επαρχία την οποία διαποίμανε με αφοσίωση είκοσι χρόνια. Το 1899 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, όπου παρέμεινε και εργάστηκε μέχρι την ημέρα της εκλογής του ως Μητροπολίτου Βεροίας (1909). Στο σύντομο διάστημα της αρχιερατείας του, αγωνίστηκε για την πνευματική πρόοδο του ποιμνίου. Το Πατριαρχείο όμως τον κάλεσε δύο χρόνια αργότερα στη Μητρόπολη Φιλαδελφείας (1911), όπου και πέθανε τον Δεκέμβριο του 1912

Καλλίνικος Α’ Δελικάνης (1911-1922)

Γεννήθηκε το 1860 και σπούδασε θεολογία στη Ρώμη. Ως αρχειοφύλακας του Πατριαρχείου εργάστηκε άοκνα για την οργάνωση του αρχείου, ενώ ταυτόχρονα δημοσίευσε πλήθος εγγράφων και πραγματειών. Αρχικά εκλέχθηκε Μητροπολίτης Βελεγράδων και στη συνέχεια Μητροπολίτης Βεροίας (1911). Ένα χρόνο αργότερα είχε την ευκαιρία να πανηγυρίσει μαζί με το ποίμνιό του στην απελευθέρωση της πόλεως από τον μακροχρόνιο τουρκικό ζυγό και να υποδεχθεί στη Βέροια τον στρατηλάτη διάδοχο Κωνσταντίνο. Το έργο του στη Βέροια είναι ιδιαίτερα σημαντικό. σ’ αυτόν οφείλεται η δημοσίευση του τρίτου κοινοτικού κανονισμού της Βέροιας (1912). Το 1922 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Κυζίκου και το 1936 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Καισαρείας. Ο Καλλίνικος δεν έπαυσε ποτέ μέχρι το θάνατό του (1943) να εργάζεται και να μοχθεί για την προάσπιση των δικαίων της Εκκλησίας και την πρόοδο του ποιμνίου του.

Χρυσόστομος Χατζησταύρου (1924)

Γεννημένος στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας το 1880 σπούδασε στη θεολογική σχολή της Χάλκης και στη Λωζάνη. Συνδέθηκε με τον εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, ως αρχιδιάκονός του στη Μητρόπολη Δράμας και στη συνέχεια ως βοηθός επίσκοπος με τον τίτλο Τράλλεων (1910). Το 1913 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, ενώ το 1919 προήχθη σε Μητροπολίτη Εφέσου. Το 1922 σώθηκε από βέβαιο θάνατο, χάρη στην έγκαιρη μεσολάβηση του άγγλου ναυάρχου. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή τοποθετήθηκε ως αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα (1922) και το 1924 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Βεροίας. Έξι μήνες αργότερα μετατέθηκε στη Μητρόπολη Φιλίππων και Νεαπόλεως, την οποία εποίμανε μέχρι την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Αθηνών (1962). Χάρη στη μεγάλη του μόρφωση και πείρα, εκπροσώπησε την Εκκλησία με επιτυχία σε πολλές αποστολές. Το 1967 παραιτήθηκε από τον θρόνο.

Σωφρόνιος Β΄  Σταμούλης (1924-1927)

Γεννήθηκε στη Σηλύβρια της Θράκης (1875), σπούδασε στη νομική και τη θεολογική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πολλά πανεπιστήμια της Γερμανίας. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, χειροτονήθηκε (1906) διάκονος και διορίσθηκε αρχιερατικός επίτροπος Ναούσης (1907), όπου και εργάστηκε με ιδιαίτερο ζήλο. Τον επόμενο χρόνο υπηρέτησε ως Μητροπολιτικός επίτροπος στην Καβάλα (1908-1909), ανακλήθηκε όμως στην Κωνσταντινούπολη με απαίτηση των Τούρκων, λόγω της σχέσεώς του με τον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο. Εκεί εργάστηκε ως πατριαρχικός επόπτης των σχολείων μέχρι το 1917, οπότε και εκλέχθηκε Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως (1917). Το 1924 εξελέγη Μητροπολίτης Βεροίας και το 1927 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως, την οποία διαποίμανε μέχρι την παραίτησή του (1958). Ο Σωφρόνιος διακρίθηκε για την αφοσίωσή του στην Εκκλησία και την πολύπλευρη δράση του.

Πολύκαρπος Σακελλαρόπουλος (1927-1943)

Γεννήθηκε στην Τσαριτσάνη Ελασσώνας (1878) και σπούδασε στη θεολογική σχολή της Χάλκης. Μετά την αποφοίτησή του χειροτονήθηκε από τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Πολύκαρπο Βαρβάκη διάκονος και πρεσβύτερος και στη συνέχεια βοηθός επίσκοπος της Μητροπόλεως με τον τίτλο του επισκόπου Πέτρας (1910). Στην κρίσιμη εποχή του απελευθερωτικού αγώνα στη Μακεδονία, ο Πολύκαρπος τοποθετήθηκε στη Μητρόπολη Μογλεδών (Φλωρίνης). Στη θέση αυτή εργάστηκε με ζήλο και αξιοθαύμαστη τόλμη για την απελευθέρωση της Μακεδονίας υποστηρίζοντας, με όλα τα μέσα που διέθετε, τους αρχηγούς των ανταρτικών σωμάτων. Μετά την εκλογή του στη Μητρόπολη Βεροίας (1927), αφοσιώθηκε στην πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου του μέχρι το θάνατό του (1943). Στά δύσκολα χρόνια της κατοχής έσωσε πολύ κόσμο από τις θανατικές εκτελέσεις. Ο σεβάσμιος ιεράρχης, που ποίμανε τον λαό της Βέροιας για πολλά χρόνια, κατά τήν επιθυμία του ενταφιάστηκε πίσω από τον ιερό ναό Αγίου Αθανασίου Βεροίας ανάμεσα στούς κληρικούς του.

Αλέξανδρος Δηλανάς (1943-1958)

Ο Μητροπολίτης Βεροίας Αλέξανδρος γεννήθηκε το 1878 στη Σάμο. Μετά τις σπουδές του στη θεολογική σχολή Αθηνών, χειροτονείται διάκονος (1903) και τον επόμενο χρόνο διορίζεται σχολάρχης της Πατμιάδας σχολής. Το 1905 τοποθετείται αρχιερατικός επίτροπος στο Αδραμύτιο και τις Κυδωνιές. Η Εκκλησία τιμώντας το έργο του τον προάγει σε επίσκοπο Μυρίνης (1910) και στη συνέχεια Μητροπολίτη Ανέων (1917). Η εθνική του δράση προκαλεί την οργή των Τούρκων που τον εξορίζουν δύο φορές. Από το 1917 μέχρι το 1941 ποιμαίνει τη Μητρόπολη Ζιχνών, ενώ το 1943 εκλέγεται Μητροπολίτης Βεροίας και Ναούσης. Η αρχιερατεία του συνδέθηκε με σημαντικά γεγονότα, όπως η άφιξη της εικόνας της Παναγίας Σουμελά (1951), οι εκδηλώσεις για τα 1900 χρόνια από την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στη Βέροια (1951) και η θεμελίωση του Μητροπολιτικού μεγάρου, το οποίο δεν πρόλαβε να εγκαινιάσει, λόγω του θανάτου του (1958).

Καλλίνικος Β΄  Χαραλαμπάκης (1958-1968)

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1893 και σπούδασε στη θεολογική σχολή της Χάλκης. Μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε ως σχολάρχης και αρχιδιάκονος στη Μητρόπολη Νικομήδειας το 1918-1921, ενώ από το 1921 μέχρι το 1928 παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Το Πατριαρχείο τον όρισε αποκρισάριο στη Μόσχα (1929) και αργότερα ιεροκήρυκα της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης (1932). Χάρη στη σημαντική του δράση προήχθη σε βοηθό επίσκοπο του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου με τον τίτλο Ολύμπου (1936). Το 1945 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Κασσανδρείας και το 1958 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Βεροίας. Εδώ ολοκλήρωσε την ανέγερση του επισκοπείου και ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεολογικών πραγματειών. Το 1968 απομακρύνθηκε από τη Μητρόπολη Βεροίας, λόγω ορίου ηλικίας.

Παύλος Γιαννικόπουλος (1968-1993)

Γεννήθηκε στην Ηλεία το 1929, σπούδασε στην εκκλησιαστική σχολή Αγίας Αναστασίας και τη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης. Χειροτονήθηκε κληρικός από τον Μητροπολίτη Εδέσσης Διονύσιο και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας. Το 1968 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Βεροίας και Ναούσης και αφιέρωσε τη ζωή του στην πνευματική καλλιέργεια του ποιμνίου. Διακρίθηκε για το σημαντικό ποιμαντικό και φιλανθρωπικό του έργο, ενδιαφέρθηκε έντονα για την ανέγερση ιερών ναών και μονών σε όλη τη Μητρόπολη και κυρίως στην επαρχία. Χειροτόνησε πολλούς κληρικούς για την εξυπηρέτηση των πνευματικών και λειτουργικών αναγκών του λαού και φρόντισε με μεγάλη επιμέλεια για την κατάρτισή τους. Ίδρυσε μια σειρά αξιόλογων εκδόσεων, στην οποία κυκλοφόρησαν σημαντικές μελέτες για την τοπική εκκλησιαστική ιστορία και αγιολογία. Τον Αύγουστο του 1993 λειτούργησε γιά τελευταία φορά στήν Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα χειρουργήθηκε στήν Αμερική, όπου τελικά κατέλιξε και ενταφιάστηκε κατά τήν επιθυμία του στην Ιερά Μονή Αγίας Κυριακής Λουτρού.