Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων: «Βίωση της Υπαπαντής και Ευχαριστία». (BINTEO)

YpapanthVerias 2

YpapanthVerias 2

Την Τρίτη 2 Φεβρουαρίου το απόγευμα στο πλαίσιο της σειράς διαδικτυακών ομιλιών «Αγιολογία και ζωή», ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ομίλησε με την ευκαιρία της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου με θέμα : «Βίωση της Υπαπαντής και Ευχαριστία».

Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου μεταδόθηκε μέσα από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως μας, την αντίστοιχη σελίδα στο Facebook  και τον ραδιοφωνικό σταθμό «Παύλειος Λόγος» στους 90.2 FM.

Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: Τό γεγονός τό ὁποῖο τιμοῦμε μέ τή σημερινή Δεσποτική καί Θεομητορική ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς, ἕνα γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μας, εἶναι γνωστό σέ ὅλους μας. Ὅλοι τό γνωρίζουμε, ὅπως μᾶς τό περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μέ μεγαλειώδη λιτότητα. «Ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν», δηλαδή σαράντα ἡμέρες μετά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοτόκος καί ὁ Ἰωσήφ ἀνέβησαν εἰς τά Ἱεροσόλυμα γιά νά παρουσιάσουν τό παιδί στόν Κύριο στόν ναό τοῦ Σολομῶντος καί νά θυσιάσουν ζεῦγος τρυγόνων ἤ δύο νεοσσούς περιστερῶν, σύμφωνα πρός τόν Μωσαϊκό νόμο. Ἐκεῖ τούς περίμεναν ἐκπλήξεις ὡς συνέχεια ἐκείνων πού εἶχαν ζήσει κατά τή νύκτα τῆς Γεννήσεως στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.

Ὁ γέρων Συμεών, ἄνθρωπος δίκαιος καί εὐλαβής, πού ἀνέμενε τήν παρηγορία τοῦ δεινοπαθοῦντος Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, πού ἀνέμενε τόν Μεσσία, καί εἶχε τήν ὑπόσχεση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι δέν θά πεθάνει πρίν νά δεῖ τόν σωτῆρα τοῦ Ἰσραήλ, ἦλθε παρακινημένος ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο στόν ναό τοῦ Σολομῶντος γιά νά ζήσει τήν ἐκπλήρωση τοῦ πόθου του, γιά νά ζήσει τήν ἐκπλήρωση τῆς θεϊκῆς ὑποσχέσεως καί διαβεβαιώσεως. Καί τήν ζεῖ ὑποδεχόμενος μέ ἱερά συγκίνηση τό παιδίο, τόν Ἰησοῦ, πού κρατᾶ στήν ἀγκάλη της ἡ Παναγία Μητέρα του συνοδευόμενη ἀπό τόν Ἰωσήφ. Ζεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως καί εὐχαριστεῖ συγχρόνως τόν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νά τόν δεῖ, ἀναφωνώντας τό μεγαλειῶδες ἐκεῖνο: «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί του τό σωτήριόν σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ».

Ἄς σταθοῦμε σέ δύο σημεῖα τῆς διηγήσεως αὐτῆς: τήν παρουσίαση τοῦ παιδίου στόν Κύριο μέ τήν ταυτόχρονη προσφορά τῆς θυσία καί τήν ὑποδοχή του ἀπό τόν Συμεών.

Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, ἑρμηνεύοντας τό πρῶτο σημεῖο θαυμάζει πρωτίστως τό βάθος τῆς ταπεινώσεως τήν ὁποία ἐδέχθη νά ὑποστεῖ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν σταματᾶ ὁ ἅγιος Πατήρ στόν ὕμνο τῆς θεϊκῆς ταπεινώσεως. Προχωρεῖ βαθύτερα καί διερωτᾶται γιατί ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προσέτασσε νά θυσιάζονται ζεῦγος τρυγόνων ἤ δύο νεοσσοί περιστερῶν. 

Στό ἐρώτημα αὐτό ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος, ἑρμηνεύοντας τήν ἐπιταγή τοῦ Θεοῦ. Ἡ περιστερά εἶναι τό πλέον ἤπιο καί πρᾶο πτηνό τοῦ ἀγροῦ, ἀντίθετα ἡ τρυγών εἶναι τό λαλίστατο ὅλων. Ἀποτελοῦν, λοιπόν, καί τά δύο τύπους καί συμβολισμούς τοῦ Σωτῆρος, ὁ ὁποῖος ἔζησε ὡς ἄνθρωπος μέ ἄκρα πραότητα, κατέκλυσε ὅμως σάν τήν τρυγόνα ὁλόκληρη τή γῆ καί μέ τήν καλλιφωνία του καί ἐπλήρωσε τόν ἀμπελῶνα του, δηλαδή ἐμᾶς πού πιστεύουμε σ᾽ αὐτόν. Τή στιγμή, λοιπόν, κατά τήν ὁποία προσεφέρετο ἀπό τήν Παναγία καί τόν Ἰωσήφ ἡ καθορισμένη ἀπό τόν μωσαϊκό νόμο θυσία γιά τόν σαραντισμό τῶν ἀρρένων βρεφῶν στόν ναό τοῦ Σολομῶντος ἔβλεπε συγχρόνως καί τόν συμβολισμό καί τήν πραγματοποίησή του.

Ἄς ἔλθουμε τώρα στό δεύτερο σημεῖο, στήν ὑποδοχή τοῦ θείου Βρέφους ἀπό τόν Συμεών. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ μελωδός περιγράφει μέ θαυμάσιους ὕμνους στόν Κανόνα του γιά τήν ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τή σκηνή αὐτή μέσα στόν ναό τοῦ Σολομῶντος καί τήν παραλληλίζει μέ τό ὅραμα τοῦ Ἡσαΐου, κατά τό ὁποῖο ὁ προφήτης εἶδε τόν Θεό, σωματωθέντα συμβολικά μόνο στόν θρόνο του καί ὑμνούμενο ὑπό τῶν Ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τόν κύκλωναν ἀπό παντοῦ. 

Κατόπιν μᾶς μεταφέρει καί πάλι στόν ναό τοῦ Σολομῶντος μέ τόν γέροντα Συμεών. Ἐδῶ ὁ Συμεών δέν βλέπει πλέον συμβολικά ἀλλά πραγματικά ἐν σώματι τόν Θεόν, τόν σαρκωθέντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, στίς ἀγκάλες τῆς Παναγίας Μητέρας του. Ἐνθυμεῖται ὅμως τό ὅραμα τοῦ προφήτου καί τόν ἄνθρακα μέ τόν ὁποῖον Ἄγγελος Κυρίου ἐκαθάρισε τά χείλη τοῦ Ἡσαΐου καί στρεφόμενος πρός τήν Θεοτόκο λέγει: «Σύ ὥσπερ λαβίδι χερσί λαμπρυνεῖς με ἐπιδοῦσα ὅν φέρεις, φωτός ἀνεσπέρου καί εἰρήνης δεσπόζοντα».

Τά δύο αὐτά σημεῖα τά ὁποῖα ἀνεφέραμε συνδέονται μεταξύ τους κατά ἕνα τρόπο παράδοξο. Μέ τή συμβολική θυσία τῶν πτηνῶν καί μέ τήν παρουσία του στόν ναό τοῦ Σολομῶντος τό βρέφος Ἰησοπυς προσεφέρθη στόν Κύριον, στόν Θεό Πατέρα. Ὅμως ἡ θυσία καί ἡ προσφορά αὐτή κατέληξε στά χέρια ἑνός ἀνθρώπου, τοῦ πρεσβύτου Συμεών, ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, ἤ, ἀκριβέστερα, ὡς ἄνθρωπος δίκαιος καί εὐλαβής ἀντιπροσωπεύει ὅλες τίς γενεές τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν καί θά πιστεύουν στόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. 

Προσεφέρθη, λοιπόν, τό θεῖο Βρέφος ἀπό τούς ἀνθρώπους στόν Θεό, καί ἡ προσφορά αὐτή καταλήγει πάλι σέ ἕναν ἀντιπρόσωπο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. 

Δέν εἶναι δύσκολο νά ἀνακαλύψουμε ποῦ ὁ παράδοξος αὐτός κύκλος πραγματοποιεῖται καί ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς ἀνάμεσά μας. Διότι, ἄν ἑορτάζουμε σήμερα κατά ἰδιαίτερο τρόπο τήν ἀνάμνηση τῆς Ὑπαπαντῆς, τῆς ὑποδοχῆς δηλαδή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν Συμεών, τό γεγονός αὐτό μποροῦμε νά τό ζοῦμε ὅλοι μας διαρκῶς στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ναί, τά γεγονότα αὐτά ταυτίζονται. Κατά τήν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς μέ τή συμβολική θυσία τῶν πτηνῶν, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος, «ἑαυτόν προσκεκόμικεν» καί «τά προσκομισθένα καί ἁγιασθέντα τίμια δῶρα» γίνονται διαρκῶς δεκτά «εἰς τό Ἅγιον καί ὑπερουράνιον καί νοερόν θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς». Τήν ἡμέρα δηλαδή τῆς Ὑπαπαντῆς ὁ Χριστός προσέφερε τόν ἑαυτό του μέ τή θυσία τῶν πτηνῶν, ὅπως προσφέρονται καί τά τίμια δῶρα πού προσκομίζονται στούς δικούς μας ναούς καί γίνονται εὐπρόσδεκτα στό ὑπερουράνιο καί νοερό θυσιαστήριο.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού τότε προσεφέρθη στόν ναό τοῦ Σολομῶντος, προσφέρεται καί σήμερα σέ ὅλους τούς χριστιανικούς ναούς, ὄχι συμβολικά μέ τή θυσία τρυγόνων καί περιστερῶν ἀλλά πραγματικά διά τῆς ἀναιμάκτου θυσίας, τῆς θείας Εὐχαριστίας. Καί ὁ παράδοξος κύκλος τῆς Ὑπαπαντῆς ἐπαναλαμβάνεται. Ὁ θυσιασθείς Κύριος προσφέρεται ἀπό ἐμᾶς στόν Θεό, καταλήγει ὅμως ἡ προσφορά καί πάλι σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐσθίουμε τό Σῶμα καί πίνουμε τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τόν γέροντα Συμεών πού ἔλαβε στήν ἀγκάλη του τόν Χριστό ὡς βρέφος, τό ὁποῖο προσεφέρθη στόν Θεό.

Ὁ κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς πού προσέρχεται στή θεία Κοινωνία γίνεται ἐκείνη τήν ὥρα νέος Συμεών, νέος «Θεοδόχος», καί δέχεται στίς ἀγκάλες του τόν σαρκωθέντα Θεό. Καί ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ μελωδός παραλληλίζει τήν Ὑπαπαντή μέ τό ὅραμα τοῦ Ἡσαΐου, ἔτσι καί ἐμεῖς ὄχι μόνο ψάλλουμε κατά τή θεία Λειτουργία τόν ἀγγελικό ὕμνο τοῦ ὁράματος «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ», ἀλλά καί κατά τήν ὥρα τῆς θείας Μεταλήψεως ἐνθυμούμεθα τόν ἐξαγνιστικό ἐκεῖνο ἄνθρακα πού ἄγγισε τά χείλη τοῦ προφήτου καί γι᾽ αὐτό ὁ ἱερεύς ἐπαναλαμβάνει τά λόγια τοῦ ἀγγέλου πρός τόν προφήτη: «Τοῦτο ἥψατο τῶν χειλέων μου καί ἀφελεῖ μου τάς ἀνομίας καί τάς ἁμαρτίας μου περικαθαριεῖ».

Καί ὅπως ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος ἀνεβόησε παίρνοντας στά χέρια του τόν Χριστό καί ὁμολόγησε ὅτι: «Εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν», ἔτσι καί ἐμεῖς, τά ἔθνη καί οἱ λαοί, γιά τούς ὁποίους προεφήτευσε ὁ Συμεών κατά τήν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς, ψάλλουμε μετά τή θεία Μετάληψη χαρμόσυνα καί μέ ψυχική ἀγαλλίαση: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν». 

Καί ἀκόμη, ὅπως ἐκεῖνος εἶπε τό «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ», ἔτσι καί ὁ κάθε χριστιανός πού μεταλαμβάνει τῶν θείων καί ἀχράντων μυστηρίων στρέφει, εὐχαριστώντας τόν Θεό μετά τή θεία Κοινωνία εἰρηνικά τή σκέψη του καί πρός τήν ἀναχώρησή του ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί λέγει στήν εὐχή μετά τή θεία Μετάληψη: «Καί οὕτω τοῦ τῇδε βίου ἀπάρας, ἐπ᾽ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, εἰς τήν ἀΐδιον καταντήσω ἀνάπαυσιν, ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀπέραντος ἡδονή τῶν καθορόντων τοῦ σοῦ προσώπου τό κάλλος τό ἄρρητον».

Ἑορτάζοντας, λοιπόν, σήμερα τή μεγάλη αὐτή ἑορτή τοῦ Κυρίου μας, ἄς μήν περιορισθοῦμε ἁπλῶς στήν περιγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως τά περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἄς μήν τήν θεωρήσουμε ὡς ἕνα γεγονός, ὡς ἕνα στιγμιότυπο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, πού δέν ἔχει καί μεγάλη σημασία. Ἄς μήν τήν θεωρήσουμε ὡς μία ἐκπλήρωση ἑνός Ἰουδαϊκοῦ τυπικοῦ, τό ὁποῖο ἀναγκαστικά ἀκολούθησε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ὁ προστάτης της Ἰωσήφ γιά τό θεῖο βρέφος. Γιατί αὐτό δέν ἀρκεῖ καί δέν εἶναι καί τό νόημα τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρέπει νά ζοῦμε τά γεγονότα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, καθώς αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο τά ἑορτάζουμε. Ὅσον μάλιστα ἀφορᾶ τό γεγονός τῆς Ὑπαπαντῆς δέν εἶναι δύσκολο νά τό ζήσουμε καί νά τό ζοῦμε διαρκῶς. Δέν εἶναι δύσκολο νά ἀνεύρουμε τό βρέφος Ἰησοῦ, νά τό δεχθοῦμε στίς ἀγκάλες μας, νά γίνουμε καί ἐμεῖς «Θεοδόχοι», διότι ἔχουμε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο διαρκῶς μᾶς προσφέρει τή θεία αὐτή χαρά. Μᾶς προσφέρει τή χαρά νά ζήσουμε ὄχι μόνο μία φορά στή ζωή μας τό γεγονός τῆς Ὑπαπαντῆς, ὄχι μόνο μία φορά νά ὑποδεχθοῦμε τόν Χριστό, ἀλλά ὅσες φορές τό ἐπιθυμοῦμε στή ζωή μας.

Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἐξαιρετική εὔνοια τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους μας, εὔνοια πολύ μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν πού ἔτυχε ὁ πρεσβύτης Συμεών. Ἐκεῖνος ἐγήρασε στά Ἱεροσόλυμα ἀναμένοντας νά δεῖ τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου, τήν προσδοκία τῶν Ἐθνῶν, τό σωτήριο τοῦ Θεοῦ. Περίμενε βασισμένος μόνο στήν ἐσωτερική πληροφορία πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός, χωρίς νά ἔχει κάτι ἁπτό. Περίμενε χωρίς νά ξέρει πότε θά ἐκπληρωθεῖ αὐτή ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Καί ἀσφαλῶς ὅσο περνοῦσαν τά χρόνια καί πλησίαζε πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἡ προσμονή του θά γινόταν ἀκόμη μεγαλύτερη. Καί ὅμως δέν ἀπέκαμε. Δέν ἀπογοητεύθηκε. Δέν ἀδιαφόρησε. Δέν ἀμφέβαλε. Γι᾽ αὐτό κα, ὅταν πῆρε τήν πληροφορία ἀπό τόν Θεό ὅτι θά συναντήσει ἐκείνη τήν ἡμέρα τόν Μεσσία, ἔσπευσε μέ πίστη καί ἐμπιστοσύνη νά ὑποδεχθεῖ τό θεῖο βρέφος καί νά ἀναγνωρίσει στό πρόσωπό του τόν Σωτήρα καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου.

Ἄν ὅμως ὁ γέρων Συμεών περίμενε σέ ὅλη του τή ζωή μέχρι νά ἀξιωθεῖ νά ζήσει τή μεγάλη αὐτή εὐλογία καί χάρη, ἐμεῖς εἴμαστε σέ ἰδιαιτέρως πλεονεκτική θέση. Ἐμεῖς δέν χρειάζεται νά περιμένουμε γιά νά συναντήσουμε τόν Χριστό. Ἀντίθετα μάλιστα, ὁ Λυτρωτής εἶναι αὐτός πού μᾶς περιμένει, εἶναι αὐτός μάλιστα ὁ ὁποῖος διά στόματος τοῦ λειτουργοῦ μᾶς ἀπευθύνει τήν πρόσκληση. «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». 

Πόσο μεγάλη τιμή καί πόσο μεγάλη εὐλογία εἶναι νά μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός κάθε φορά, σέ κάθε θεία Λειτουργία νά τόν δεχθοῦμε, νά τόν ὑπαντήσουμε καί ἐμεῖς σάν τόν πρεσβύτη Συμεών, νά γίνουμε Θεοδόχοι καί νά κλείσουμε τό θεῖο βρέφος μέσα μας. Γι᾽ αὐτό καί δέν θά πρέπει νά τόν ἀφήνουμε νά μᾶς περιμένει. Δέν θά πρέπει νά τόν ἀφήνουμε νά μᾶς καλεῖ καί ἐμεῖς νά ἀδιαφοροῦμε καί νά μήν φροντίζουμε νά εἴμαστε ἕτοιμοι, ὥστε νά ἀνταποκριθοῦμε στή μεγάλη αὐτή τιμή καί τήν οὐράνια δωρεά.

Ἡ ἀδιαφορία δέν ἔγκειται ὅμως στήν μή ἀνταπόκρισή μας στήν πρόσκληση τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ μας, ἀλλά ἔγκειται καί στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο προσερχόμεθα γιά νά τόν ὑποδεχθοῦμε. Διότι ἀδιαφορία εἶναι καί νά προσερχόμεθα στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, νά προσερχόμεθα γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν βασιλέα τῶν οὐρανῶν καί νά εἴμεθα ἀπροετοίμαστοι ἤ νά προσερχόμεθα ἀπό συνήθεια καί χωρίς νά ἔχουμε συναίσθηση τί ἀκριβῶς κάνουμε καί γιατί ἀκριβῶς τό κάνουμε.

Μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νά μήν χρειάζεται νά περιμένουμε γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν Χριστό, ὅπως περίμενε ὁ γέρων Συμεών, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι μποροῦμε νά πλησιάζουμε στό μυστήριο χωρίς νά τό θέλουμε καί νά τό ἐπιθυμοῦμε πραγματικά, χωρίς νά αἰσθανόμεθα τήν ψυχή μας νά λέει «ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι», ἀλλά καί χωρίς νά τοῦ ζητοῦμε νά καταφλέξει «πυρί ἀΰλῳ» τίς ἁμαρτίες μας. 

Καί ὁ Χριστός τό κάνει, ὅταν ἐμεῖς προσερχόμεθα μέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας γιά νά τόν δεχθοῦμε μέσα μας. Τό κάνει, ὅταν ἐνσυνείδητα ἐξομολογούμεθα τίς ἁμαρτίες μας καί ζητοῦμε τή συγχώρηση καί τήν ἄφεση. Τό κάνει, ὅταν προσερχόμεθα γιά νά κοινωνήσουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα του ὡς «φάρμακο ἀθανασίας» ὑπό τίς τρεῖς προϋποθέσεις μέ τίς ὁποῖες ὁ ἴδιος μᾶς καλεῖ, δηλαδή «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης».

Φόβος Θεοῦ εἶναι ἡ συναίσθηση ὅτι αὐτό πού μεταλαμβάνουμε δέν εἶναι σύμβολο, δέν εἶναι ἄρτος καί οἶνος, ἀλλά εἶναι αὐτό τό τίμιο Σῶμα καί τό πανάχραντο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας, πού προσφέρθηκε ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γιά τή σωτηρία τοῦ καθενός μας προσωπικά. Φόβος Θεοῦ εἶναι ἀκόμη ἡ συναίσθηση ὅτι, ἐάν δέν προσερχόμεθα ἔχοντας φροντίσει νά καθαρίσουμε τήν ψυχή καί τό σῶμα μας ἀπό τούς ρύπους τῆς ἁμαρτίας, τότε κινδυνεύουμε νά κοινωνοῦμε ὄχι «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον», ἀλλά «εἰς κρῖμα καί εἰς κατάκριμα».

Ἡ δεύτερη προϋπόθεση εἶναι ἡ πίστη. Καί ἡ πίστη πού ἀπαιτεῖται εἶναι ἡ πίστη στό μυστήριο καί στή δύναμή του. 

Ἔχουμε ἀναφερθεῖ ἐπανειλημμένα τό τελευταῖο διάστημα στό θέμα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δυστυχῶς ὅμως εἶναι κάποιοι πού ἐπιμένουν νά τό συκοφαντοῦν καί νά ἀμφισβητοῦν τήν παράδοση καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι᾽ αὐτό καί τό τονίζουμε γιά ἄλλη μία φορά ὅτι ἡ θεία Κοινωνία εἶναι τό ὑπέρτατο μυστήριο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Εἶναι μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τή δική του ἐντολή, νά μεταλαμβάνουν οἱ μαθητές του τό Σῶμα του καί τό Αἷμα του «εἰς ἀνάμνησίν» του, εἰς ἀνάμνηση τῆς θυσίας του ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας, νά μεταλαμβάνουν «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον» καί εἰς διαρκῆ μαρτυρία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος θυσιάσθηκε γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά τοῦ χαρίσει τή ζωή. 

Ἐάν ἔχουμε αὐτή τήν πίστη, τότε δέν μποροῦμε νά ἀμφιβάλλουμε γιά τό μυστήριο, τότε δέν μποροῦμε νά πιστεύουμε σέ ὅλους αὐτούς πού συκοφαντοῦν τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, λέγοντας ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνο στόν καιρό τῆς πανδημίας, γιατί δι᾽ αὐτοῦ μπορεῖ νά μεταδοθεῖ ὁ κορωνοϊός, ἐπιδιώκοντας μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἀπομακρύνουν τούς πιστούς ἀπό τή θεία Κοινωνία, νά τούς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Χριστό καί τόν σύνδεσμό τους μαζί του, ὁ ὁποῖος πραγματώνεται μέσω τῆς θείας μεταλήψεως.

Ἄς μήν ἀκοῦμε ὅσα συκοφαντικά δυστυχῶς λέγονται, ἀλλά ἄς προσερχόμεθα μέ πίστη ὅτι κανένας ἰός δέν μεταδίδεται μέ τή θεία Κοινωνία, ὅπως δέν μεταδόθηκε ποτέ εἴκοσι αἰῶνες τώρα. Καί γι᾽ αὐτό δέν ὑπάρχει λόγος νά συζητοῦμε εἴτε γιά ἀπαγόρευση τοῦ μυστηρίου εἴτε γιά ὁποιαδήποτε ἀλλαγή τοῦ τρόπου μεταδόσεώς του, ὅπως εἰσηγοῦνται ὁρισμένοι ἀδαεῖς περί τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία. 

Ἄλλωστε ὅσοι προσέρχονται στό μυστήριο ἔχοντας καί τήν τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή τήν ἀγάπη, δέν ἔχουν νά φοβηθοῦν τίποτε, διότι «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον». Ὅποιος, δηλαδή, ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί πιστεύει στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί θυσιάσθηκε γιά χάρη του, αὐτός δέν μπορεῖ νά πιστεύσει ὅτι κινδυνεύει ἀπό ὁτιδήποτε ἐξαιτίας τοῦ πόθου καί τῆς ἀγάπης του πρός τόν Χριστό καί ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας του νά εἶναι σύσσωμος καί σύναιμος Χριστοῦ μετέχοντας στό ἱερό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ἄς φροντίζουμε, λοιπόνμ νά ἀξιοποιοῦμε τή μεγάλη τιμή πού μᾶς κάνει ὁ Χριστός μέ τό μυστήριο τῆς θείας Μεταλήψεως. Ἄς ἀξιοποιοῦμε τή μεγάλη τιμή νά μᾶς καλεῖ νά τόν ὑποδεχθοῦμε ὄχι ἁπλῶς στά χέρια μας, ἀλλά καί μέσα στήν ψυχή καί τό σῶμα μας. Καί ἀκόμη ὄχι μόνο νά τόν ὑποδεχθοῦμε ἀλλά νά τόν ἔχουμε «κατοικοῦντα καί μένοντα» καί ἁγιάζοντά μας μέ τήν παρουσία του.

Ἄς παραδειγματισθοῦμε ἀπό τόν πόθο καί τήν πίστη τοῦ γέροντος Συμεών πού εἴδαμε σήμερα καί ἄς μήν παραλείπουμε νά σπεύδουμε καί ἐμεῖς πρός συνάντηση τοῦ Κυρίου μας, ἀλλά καί νά μήν παύουμε νά τόν εὐχαριστοῦμε πάντοτε γιατί μᾶς ἀξιώνει αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς, ὄχι μόνο νά βλέπουμε τό σωτήριό του, ἀλλά καί νά κοινωνοῦμε γιά τήν προσωπική μας σωτηρία.