Κατά το διήμερο 1 και 2 Φεβρουαρίου εορτάστηκε στη Βέροια η εορτή της Υπαπαντής του Σωτήρος.
Κατά τον εσπερινό ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων υποδέχθηκε την τιμία κάρα του οσίου Δαβίδ Ευβοίας και στη συνέχεια χοροστάτησε και κήρυξε το θείο λόγο στον πανηγυρίζοντα ιερό Ναό Υπαπαντής στην Πατρίδα του Δήμου Βέροιας,
Την κυριώνυμο ημέρα λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στον πανηγυρίζοντα ιερό Ναό Υπαπαντής μέσα στην πόλη της Βέροιας.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Πατρίδα (Εσπερινός)
«Δεῦτε καί ἡμεῖς, ἄσμασιν ἐνθέοις, Χριστῷ συναντηθῶμεν καί δεξώμεθα αὐτόν».
Παραμονή τῆς μεγάλης δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καί ἐμεῖς, ἀνταποκρινόμενοι στό κάλεσμα τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου, σπεύσαμε σήμερα στόν περικαλλῆ αὐτόν ἱερό ναό τῆς Ὑπαπαντῆς τῆς Πατρίδος γιά νά ὑποδεχθοῦμε «ἄσμασιν ἐνθέοις» τόν Χριστό καί νά συναντηθοῦμε μαζί του, ἐρχόμενο «ὡς βρέφος τεσσαρακονθήμερον» στόν ναό τοῦ Θεοῦ γιά τή δική μας σωτηρία.
Σπεύσαμε ὅμως καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο, ἀδελφοί μου, στόν ἱερό αὐτό ναό. Σπεύσαμε γιά νά ὑποδεχθοῦμε τή χαριτόβρυτη καί θαυματουργό κάρα τοῦ ὁσίου Δαβίδ τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ, ἡ ὁποία μέ τήν ἀγαθή πρωτοβουλία τοῦ προϊσταμένου τῆς ἐνορίας καί τήν φιλάδελφη καί εὐγενῆ ἀνταπόκριση τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, πανοσιολογιωτάτου ἀρχιμανδρίτου π. Γαβριήλ, ἦλθε γιά μία ἀκόμη φορά στήν Ἱερά Μητρόπολή μας, γιά νά μᾶς μεταφέρει τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ, τή χάρη καί τήν εὐλογία τῆς ὁποίας εἶναι ταμειοῦχος ὁ ὅσιος Δαβίδ, καθώς εὐαρέστησε μέ τήν ἀσκητική του ζωή καί τήν ἀρετή του τόν Θεό.
Καί μπορεῖ ἐμεῖς νά μή βρισκόμαστε στόν ναό τοῦ Σολομῶντος γιά νά ὑποδεχθοῦμε σάν τόν γέροντα Συμεών στίς ἀγκάλες μας τόν Μεσσία καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου, βρισκόμαστε ὅμως ἐδῶ στόν ναό τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καί μποροῦμε νά ἀγγίξουμε μέ εὐλάβεια καί νά ἀσπασθοῦμε μέ σεβασμό τήν τιμία κάρα τοῦ ὁσίου Δαβίδ καί νά εὐχαριστήσουμε καί ἐμεῖς τόν Θεό σάν τόν πρεσβύτη Συμεών, γιατί μᾶς ἀξιώνει νά ὑποδεχόμαστε ἕνα ἐκλεκτό δοῦλο του, ἕνα ὅσιο πού ἔχει παρρησία ἐνώπιον του καί ἐπιτελεῖ πλῆθος θαυμάτων μέ τή χάρη του.
Καί ἄς μήν νομίσουμε, ἀδελφοί μου, ὅτι ἐμεῖς βρισκόμαστε σέ λιγότερο προνομιακή θέση ἀπό τόν ὅσιο ἐκεῖνο πρεσβύτη, ὁ ὁποῖος ἐπί χρόνια ἀνέμενε στόν ναό τοῦ Σολομῶντος νά δεῖ τόν χρηστό τοῦ Κυρίου, τόν Σωτήρα καί λυτρωτή τοῦ κόσμου· ἄς μήν νομίσουμε ὅτι εἴμαστε λιγότερο εὐνοημένοι ἀπό τήν εὐλαβῆ θυγατέρα τοῦ Φανουήλ, τήν προφήτιδα Ἄννα, πού καί αὐτή εἶχε τήν εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά δεῖ τόν Ἰησοῦ στήν ἀγκάλη τῆς Παναγίας Μητέρας του, διότι ἡ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές του εἶναι σαφής καί δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση.
Τί λέγει, λοιπόν, ὁ Χριστός πρός τούς μαθητές του; «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμέ δέχεται καί ὁ ἐμέ δεχόμενος δέχεται τόν ἀποστείλαντά με». Αὐτός, δηλαδή, πού δέχεται ἐσᾶς, τούς μαθητές μου, δέχεται ἐμένα, τόν Χριστό. Καί αὐτός πού δέχεται ἐμένα, δέχεται αὐτόν πού μέ ἀπέστειλε, δηλαδή τόν Πατέρα μου.
Αὐτό ἐπαναλαμβάνει καί σέ μᾶς, ἀδελφοί μου, ὁ Χριστός. Σεῖς πού ὑποδεχθήκατε ἀπόψε μέ σεβασμό, μέ εὐλάβεια, μέ συγκίνηση, μέ χαρά τόν ἐκλεκτό δοῦλο μου, τόν ὅσιο Δαβίδ τόν Γέροντα, δέν ὑποδεχθήκατε ἕνα νεκρό καί ἄψυχο λείψανο. Ὑποδεχθήκατε ἐμένα τόν ἴδιο, τόν Χριστό καί σωτήρα σας, γιατί γιά τή δική μου ἀγάπη ὑπέμεινε ὁ ὅσιος Δαβίδ τούς κόπους καί τούς μόχθους τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί ἀσκήσεως. Γιά χάρη μου θυσίασε τίς ἀνέσεις καί τίς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου καί ἔζησε «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Γιά χάρη μου νήστευσε, ἀγρύπνησε, ἐγκρατεύθηκε, ἀντιμετώπισε τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις καί ἁγιάσθηκε μέ τή δική μου ἐνίσχυση καί βοήθεια.
Καί ἐπειδή μέ ἀγάπησε πολύ καί ἔζησε τήν ἐπίγεια ζωή του σύμφωνα μέ τό θέλημά μου καί τίς ἐντολές μου, γι᾽ αὐτό καί ἀναπαύεται τώρα στή βασιλεία μου.
Καί ὅπως κατά τήν ἐπίγεια ζωή του εἶχε τή χάρη μου, ἔτσι τώρα τή διατηρεῖ τό ἱερό του λείψανο, πού βρίσκεται ἀνάμεσά σας, γιά νά σᾶς τή μεταφέρει καί αἰσθητά καί γιά νά θεραπεύσει τίς ἀσθένειες τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων σας.
Αὐτά, ἀδελφοί μου, μᾶς λέγει ἀπόψε ὁ Χριστός. Καί δέν μᾶς τά λέγει γιά κανένα ἄλλο λόγο, ἀλλά γιά νά μᾶς κάνει νά αἰσθανθοῦμε ἀκόμη περισσότερο πόσο μεγάλη εὐλογία εἶναι ἡ ἐπίσκεψη καί ἡ παρουσία τῆς τιμίας κάρας τοῦ ὁσίου Δαβίδ στήν ἐνορία αὐτή καί στήν Ἱερά Μητρόπολή μας.
Καί ἐάν ὁ πρεσβύτης Συμεών θεωροῦσε πώς μπορεῖ νά κλείσει τά μάτια του στόν κόσμο αὐτό, ἐφόσον ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά δεῖ «τό σωτήριόν» του, νά δεῖ τόν Χριστό, ἐμεῖς μποροῦμε νά προσπαθήσουμε νά ἀνοίξουμε τά μάτια μας γιά νά δοῦμε καί νά συναντήσουμε μέσω τοῦ ὁσίου Δαβίδ, μέσω τῆς δικῆς του ὁσιακῆς βιοτῆς, πού παρακινεῖ καί ἐμᾶς νά μιμηθοῦμε τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωσή του στόν Θεό, τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος πηγαίνει σήμερα στόν ναό τοῦ Σολομῶντος, γιά νά μᾶς διδάξει καί δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τήν ὑπακοή στόν θεῖο νόμο, καί νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀγαλλίαση πού αἰσθάνθηκε ὁ πρεσβύτης Συμεών παίρνοντας στά χέρια του τόν Χριστό.
Κλείνοντας αὐτές τίς λίγες σκέψεις θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω ἀπό καρδίας τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδος κύριο Χρυσόστομο, γιατί γιά πολλοστή φορά ἔδωσε τήν εὐλογία του γιά τή μεταφορά τῆς τιμίας κάρας τοῦ ὁσίου Δαβίδ στήν Ἱερά Μητρόπολή μας, καί βεβαίως τόν πανοσιολογιώτατο καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς του Μονῆς π. Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος μέ πολλή ἀγάπη καί αὐτή τή φορά δέχθηκε νά μεταφέρει αὐτοπροσώπως τόν οὐράνιο αὐτό θησαυρό στή Μητρόπολή μας. Τόν εὐχαριστῶ ἐκ βάθους καρδίας καί εὔχομαι ἡ χάρη τοῦ Κυρίου μας καί τοῦ ὁσίου Δαβίδ νά πληροῖ τίς ψυχές μας.
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην θ. Λειτουργία
«Ἀνήγαγον αὐτόν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ … καί τοῦ δοῦναι θυσίαν κατά τό εἰρημένον».
Ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς, τῆς ὑποδοχῆς δηλαδή τοῦ Χριστοῦ στόν ναό τοῦ Σολομῶντος καί τῆς συναντήσεώς του μέ τόν πρεσβύτη Συμεών, καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, πρίν νά μᾶς περιγράψει ὅσα διαδραματίσθηκαν στόν ναό τῶν Ἱεροσολύμων ἐκείνη τήν ἡμέρα, σαράντα ἡμέρες μετά τή Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, ἀναφέρει τούς λόγους πού ὁδήγησαν τήν Παναγία Μητέρα του καί τόν προστάτη της δίκαιο Ἰωσήφ στόν ναό.
Εἶχαν συμπληρωθεῖ «αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ», γράφει, «κατά τόν νόμον Μωϋσέως» καί ἔπρεπε γιά τόν λόγο αὐτό νά πάει κάθε μητέρα μέ τό τεσσαρακονθήμερο βρέφος της στόν ναό.
Ὅμως ὑπάρχει καί ἕνας ἐπιπρόσθετος λόγος καί αὐτός ἀφορᾶ τά ἄρρενα παιδιά, τά ὁποῖα θεωροῦντο ἀπό τόν Μωσαϊκό νόμο ὡς «ἅγια τῷ Κυρίῳ», καί γι᾽ αὐτό προσαγόταν στόν ναό τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τήν προσφορά τῶν γονέων τους, «ζεῦγος τρυγόνων ἤ δύο νεοσσούς περιστερῶν», εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης γιά τή γέννησή τους.
Ἡ ἀναφορά τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στήν προσφορά αὐτή πού ὑπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί πραγματώνουν σήμερα ἡ Παναγία καί ὁ Ἰωσήφ δέν εἶναι οὔτε τυχαία οὔτε συμπτωματική, καθώς ὁ σκοπός του δέν εἶναι μόνο νά μᾶς ἐφιστήσει τήν προσοχή μας στήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία σέ ὅλη του τήν ἐπίγεια ζωή ἔκανε πράξη ὁ Χριστός, «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν», ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «ὅπως ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ».
Ὁ ἱερός εὐαγγελιστής ἔχει σκοπό νά τονίσει τήν ἀξία πού ἔχει ἡ εὐγνωμοσύνη μας πρός τόν Θεό γιά τίς δωρεές πού μᾶς προσφέρει. Καί ἡ προσφορά στόν Θεό τοῦ ζεύγους τῶν τρυγόνων ἤ τῶν περιστερῶν ἀποτελεῖ ἔκφραση αὐτῆς τῆς εὐγνωμοσύνης, ἀπό τήν ὁποία εὐαρεστεῖται ὁ Θεός.
Ὄχι, βεβαίως, ὅτι ἔχει ἀνάγκη τήν εὐγνωμοσύνη μας, ἤ ὅτι αὐτή τοῦ προσφέρει κάτι, ἀλλά εὐαρεστεῖται ἀπό αὐτήν, διότι διά τῆς εὐγνωμοσύνης συνδεόμεθα περισσότερο μαζί του καί τοῦ δείχνουμε ὅτι ἀναγνωρίζουμε τήν ἀγάπη του καί τή μέριμνά του γιά μᾶς, ὅτι ἀναγνωρίζουμε τίς δωρεές του καί παραδεχόμαστε ὅτι ἀπό αὐτόν προέρχεται «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον».
Ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἔκφραση τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ πλάσματός του εἶναι καί ἡ ἐρώτηση πού διατυπώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πρός τόν θεραπευμένο λεπρό, «οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δέ ἐννέα ποῦ;» Δέν καθαρίσθηκαν ἀπό τή λέπρα τους δέκα; Οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα ποῦ εἶναι;
Ὅμως στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς δέν ὑποδηλώνει τήν ἀνάγκη τῆς ἐκφράσεως τῆς εὐγνωμοσύνης μας γιά τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ ἀναφερόμενος μόνο στήν προσφορά τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἰωσήφ. Τήν τονίζει περιγράφοντάς μας καί ἕνα δεύτερο πρότυπο εὐγνωμοσύνης, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν πρεσβύτη Συμεών, ὁ ὁποῖος παίρνοντας στά χέρια του τόν Χριστό καί ἀναγνωρίζοντας στό πρόσωπό του τόν Μεσσία πού γιά χρόνια ἀνέμενε καί ἀξιώθηκε ἐπιτέλους νά δεῖ, δέν διστάζει νά εὐχαριστήσει τόν Θεό γιά τή μεγάλη τιμή καί εὐλογία πού τοῦ ἐπεφύλαξε, ἀναφωνώντας τό «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου, Δέσποτα».
Ἄς σκεφτοῦμε, ἀδελφοί μου, πόσοι ἀπό ἐμᾶς, ἄν βρισκόμασταν στή θέση τοῦ πρεσβύτου Συμεών μέσα στή χαρά καί τόν ἐνθουσιασμό μας, πού ἐπιτέλους βρήκαμε αὐτό πού ἐπιθυμούσαμε, θά ξεχνούσαμε νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό. Ἄς σκεφθοῦμε πόσοι ἀπό ἐμᾶς, ἐνῶ θυμόμαστε νά παρακαλέσουμε τόν Θεό γιά τά μικρά ἤ τά μεγάλα πού ἔχουμε ἀνάγκη στήν καθημερινή μας ζωή, ἐνῶ τόν ἱκετεύουμε μετά δακρύων νά ἔρθει ἀρωγός σέ κάποια δυσκολία μας, ὅταν ἱκανοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία μας, ὅταν ἐπιλυθεῖ τό πρόβλημα πού μᾶς ἀπασχολεῖ, τότε ξεχνοῦμε τόν Θεό. Τότε δέν θυμόμαστε, πόσο ἐπίμονα καί θερμά τόν παρακαλούσαμε. Τότε ξεχνοῦμε τό χρέος τῆς εὐγνωμοσύνης πού τοῦ ὀφείλουμε γιά τή δωρεά του, ξεχνοῦμε αὐτό τό χρέος πού μέ τόσο διακριτικό τρόπο μᾶς διδάσκει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, μᾶς διδάσκει ἡ σημερινή μεγάλη δεσποτική ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς.
Ἄς διδαχθοῦμε, λοιπόν, ἀδελφοί μου καί ἐμεῖς σήμερα ἀπό τό παράδειγμα τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Κυρίου μας καί τοῦ δικαίου Ἰωσήφ, ἄς διδαχθοῦμε ἀπό τό παράδειγμα τοῦ πρεσβύτου Συμεών καί ἄς μήν παραλείπουμε νά ἐκφράζουμε ἔμπρακτα τήν εὐγνωμοσύνη μας στόν Θεό γιά τίς δωρεές του στή ζωή μας.
Καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, ἄν ἐμεῖς δέν ξεχνοῦμε νά τόν εὐχαριστοῦμε, ὁ Θεός θά μᾶς δίνει περισσότερη χάρη καί θά ἀνταποκρίνεται μέ περισσότερη προθυμία καί ἀγάπη στά αἰτήματά μας.