Την Κυριακή 14 Απριλίου το πρωί (Ε΄των Νηστειών) ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο Λόγο στον ιερό Ναό Αγίου Αντωνίου του Νέου, Πολιούχου Βεροίας.
Στο τέλος της θείας Λειτουργίας τέλεσε την χειροθεσία σε Αναγνώστη του κ. Γρηγορίου Ντινόπουλου, συνταξιούχου αξιωματικού, ο οποίος διακονεί στο αναλόγιο του Ναού. Επίσης ο Σεβασμιώτατος τέλεσε το καθιερωμένο κατ’ έτος μνημόσυνο της αειμνήστου ευεργέτιδος Ευγενίας Μαλακούση.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
«Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὅ ἐάν αἰτήσωμέν σε ποιήσῃς ἡμῖν».
Μία συζήτηση τοῦ Ἰησοῦ μέ τούς μαθητές του μᾶς παρουσίασε τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ὁ Χριστός, γνωρίζοντας, ὅτι ἡ ὥρα τοῦ Πάθους του πλησιάζει, ἐπιδιώκει νά προετοιμάσει τούς μαθητές του γιά ὅ,τι πρόκειται νά συμβεῖ. Καί τότε βρίσκεται ἀντιμέτωπος μέ τό αἴτημα δύο μαθητῶν του ἀπό τόν στενότερο κύκλο, ἀπό αὐτούς πού εἶχε καλέσει πρώτους ἀλλά καί ἀπό αὐτούς πού εἶχε πάρει μαζί του στό ὄρος Θαβώρ καί οἱ ὁποῖοι εἶχαν δεῖ τή Μεταμόρφωσή του.
Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης ἄκουσαν ὅσα τούς εἶπε ὁ διδάσκαλός του γιά ὅσα ἐπρόκειτο νά ὑπομείνει γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἡ ψυχή τους ἦταν ἀκόμη ἀνθρώπινη, ἦταν ἀκόμη σαρκική, καί δέν μποροῦσαν νά σκεφθοῦν πνευματικά, δέν μποροῦσαν νά ἱεραρχήσουν ὅσα συνέβαιναν. Γι᾽ αὐτό καί τό αἴτημα πού διατυπώνουν φαίνεται ἐντελῶς ἐγωιστικό, φαίνεται ἐντελῶς ἔξω ἀπό αὐτά πού τούς ἔλεγε ὁ Χριστός.
«Θέλομεν ἵνα ὅ ἐάν αἰτήσωμέν σε ποιήσῃς ἡμῖν». Ὁ Χριστός ἑτοιμάζεται νά ὑποτάξει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός του καί οἱ μαθητές του ἔχουν τό δικό τους θέλημα. Ὁ Χριστός θά πεῖ σέ λίγο, προσευχόμενος στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, πρός τόν Θεό-Πατέρα του «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλά ὡς σύ», ἐνῶ γνωρίζει ὅτι αὐτό πού θέλει ὁ Θεός εἶναι ἡ θυσία του, ἀλλά οἱ μαθητές του ἐπιδιώκουν νά ἀποσπάσουν τήν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ ὅτι θά ἱκανοποιήσει τό θέλημά τους, καί μάλιστα πρίν νά τό διατυπώσουν. Καί τό θέλημά τους εἶναι ἡ πρωτοκαθεδρία τους δίπλα στόν Χριστό, ὅταν θά εἶναι στή δόξα του.
«Θέλομεν ἵνα ὅ ἐάν αἰτήσωμέν σε ποιήσῃς ἡμῖν».
Ποτέ ἴσως τό ἀνθρώπινο θέλημα δέν ἐκφράζεται μέ τόσο ἐμφατικό τρόπο, καί ποτέ ὁ Χριστός δέν ἀπαντᾶ καί δέν ἀρνεῖται νά δεχθεῖ μία ἀνθρώπινη παράκληση τόσο κατηγορηματικά. Ὅμως δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού τό ἀνθρώπινο θέλημα συγκρούεται μέ τό θεῖο. Δέν εἶναι ἡ μόνη φορά πού οἱ ἄνθρωποι, ἀντί νά δεχθοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, προτάσσουν τό δικό τους καί τό ἀκολουθοῦν, ἀντί νά ἀκολουθοῦν τό θεῖο θέλημα.
Καί δέν εἶναι μόνο οἱ μαθητές πού ζητοῦν ἀπό τόν Χριστό νά ἱκανοποιήσει τό θέλημά τους. Eἴμαστε καί ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι καθημερινά καί χωρίς νά τό σκεφτόμαστε καί χωρίς νά τό συνειδητοποιοῦμε προτάσσουμε τό θέλημά μας ἔναντι τοῦ θείου θελήματος. Καί μέ ποιόν τρόπο τό κάνουμε;
Τό κάνουμε πρωτίστως μέ τή ζωή μας, μέ τίς ἐπιλογές μας, μέ τίς συνήθειές μας. Πόσες φορές διερωτώμεθα: «Τί θά ἤθελε ὁ Χριστός στήν περίπτωση αὐτή; Τί θά μᾶς ἔλεγε ὁ Χριστός νά κάνουμε; Τί μᾶς λέγει τό εὐαγγέλιο;». Καί ἀκόμη, πόσες φορές, ἐνῶ γνωρίζουμε τί πρέπει νά κάνουμε, ἐνῶ γνωρίζουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς προτιμοῦμε νά κάνουμε τό δικό μας, γιατί μᾶς εἶναι πιό εὔκολο, γιατί δέν ἀπαιτεῖ κόπο ἤ θυσία, γιατί δέν προσκρούει στόν ἐγωισμό μας;
Δέν εἶναι ὅμως μόνο ἡ ζωή μας καί οἱ πράξεις μας πού δείχνουν ὅτι προκρίνουμε τό θέλημά μας ἔναντι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι συχνά καί ἡ προσευχή μας, στήν ὁποία ἀκολουθοῦμε τό παράδειγμα τῶν δύο μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς ὁποίους ἀκούσαμε σήμερα.
Ζητοῦμε πολλές φορές καί ἐμεῖς ἀπό τόν Θεό νά ἱκανοποιήσει τό θέλημά μας. Τοῦ λέμε «θέλομεν, ἵνα ὅ ἐάν αἰτήσωμέν σε ποιήσῃς ἡμῖν», χωρίς νά τόν ρωτοῦμε τί θέλει Ἐκεῖνος, χωρίς νά τοῦ ἐπιτρέπουμε νά μᾶς δώσει ὅ,τι Ἐκεῖνος κρίνει ὅτι εἶναι χρήσιμο καί ὠφέλιμο γιά τή ζωή μας καί τήν ψυχή μας. Προσευχόμαστε καί προτάσσουμε ἐγωιστικά τά δικά μας «θέλω», χωρίς νά ἔχουμε τήν ταπείνωση νά λέμε στόν Θεό ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νά δεχθοῦμε ὅ,τι Ἐκεῖνος ἐπιτρέπει, ἀκολουθώντας καί τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ … καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».
Ἔχοντας ἀκούσει ὅμως τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί τήν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στό αἴτημα τῶν μαθητῶν του, ἄς τό ξανασκεφθοῦμε. Ἄς σκεφθοῦμε, καθώς πλησιάζουμε πρός τό Πάθος τοῦ Κυρίου μας, ὅτι Ἐκεῖνος ὑπήκουσε στό θέλημα τοῦ Πατρός του καί ὄχι στό δικό του, καί μάλιστα ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ», χάριν τῆς δικῆς μας σωτηρίας, «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἐπακολουθήσωμεν».
Ἡ ὑπακοή, δηλαδή, τοῦ Χριστοῦ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν εἶχε μόνο σκοπό τή σωτηρία μας, ἀλλά εἶχε σκοπό νά δείξει καί σέ μᾶς ποιά πρέπει νά εἶναι εἶναι ἡ προτεραιότητά μας· νά μᾶς δείξει ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πρέπει νά προηγεῖται τοῦ δικοῦ μας θελήματος, ἐάν βεβαίως θέλουμε νά εἴμαστε τέκνα του καί μαθητές τοῦ Υἱοῦ του.
Μέ κριτήριο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πορεύθηκε στήν ἐπίγεια ζωή της καί ἡ μακαριστή Εὐδοξία Μαλακούση καί ἀναδείχθηκε μεγάλη εὐεργέτιδα τῆς πόλεώς μας καί τοῦ πολιούχου μας ἁγίου Ἀντωνίου, ὥστε εὐγνωμόνως νά τή μνημονεύουμε μέχρι σήμερα καί νά τελοῦμε κατ᾽ ἔτος τό ἱερό μνημόσυνό της, εὐχόμενοι στόν Θεό γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς της.