Αρχιερατικός Εσπερινός και διοριστήρια για την έναρξη της νέας κατηχητικής χρονιάς. (ΦΩΤΟ)

DioristhriaKathxhtwn2018.jpg

DioristhriaKathxhtwn2018.jpg

Την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Εσπερινό στο καθολικό της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά Βεροίας.

O Σεβασμιώτατος στο τέλος του Εσπερινού με την ευκαιρία της έναρξης της νέας κατηχητικής χρονιάς και της πρώτης συνάξεως κατηχητών, κατηχητριών, κυκλαρχών και κυκλαρχισσών διάβασε σχετική ευχή και απηύθυνε πατρικούς λόγους και ευχές για το πνευματικό έργο που ξεκινάει.

Στην συνέχεια μίλησε για οραγνωτικά θέματα ο υπεύθυνος του Γραφείου Νεότητος Αρχιμ. Διονύσιος Ανθόπουλος, ενώ στο τέλος ο Σεβασμιώτατος επέδωσε στους κατηχητές και τους υπευθύνους των κύκλων μελέτης Αγίας Γραφής τα διοριστήρια για τη νέα κατηχητική χρονιά.

ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :

Λυπημένος καί ἀπογοητευμένος ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔφυγε ἀπό τήν Ἀθήνα, ἐνῶ στά αὐτιά του ἀντηχοῦσε ἐκείνη ἡ εἰρωνική φράση τῶν Ἀθηναίων «ἦταν πολύ ἐνδιαφέροντα ὅλα, ἀκουσόμεθά σου καί πάλιν».

Ἦταν φανερό ὅτι τό κήρυγμά του στήν Ἀθήνα εἶχε ἀποτύχει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ πεσμένο τό ἠθικό καί ἀποθαρρημένος ἄφησε τήν πόλη τοῦ ὀνείρου πού τόσο δυναμική εἶχε πλάσει ἡ φαντασία του, καθώς μελετοῦσε τά ἀρι­στουρ­γήματα τῶν ἀνδρῶν της.

Καί κατευθύνθηκε μέ τή διάθεση αὐτή πρός τήν Κόρινθο, τήν κο­σμο­πολίτικη, τήν πνιγμένη στή διονυσιακή λατρεία, τήν πλούσια ἑταίρα, πού σάν λέαινα κατασπά­ραζε στά νύχια της τόσα θύματα.

«Οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, γιατί ὄντως δέν ἦταν δυνατόν στόν τυχαῖο νά πάει στήν πλούσια Κόρινθο μέ τά ἀκρι­βοπληρωμένα θέλγητρα.

Καί ὅμως ὁ φτωχός ἀπόστολος κατευθύνθηκε ἐκεῖ γιατί εὐκολό­τε­ρα ὑπερπερισσεύει ἡ χάρη ὅπου ἐπλεόνασε ἡ ἁμαρτία, ἐνῶ δυσκο­λό­τερα κατεβαίνει στά ὑπερήφανα πνεύματα. Ἡ ἀποτυχία τῆς Ἀθή­νας σάν ἀγκάθι τόν ἐνοχλοῦσε μέ­σα στίς σάρκες, παρατηρεῖ ὁ βιο­γρά­φος του Holzner.

Ἔτσι ἀπογοητευμένος περιδιάβα­ζε τούς δρόμους τῆς Κορίνθου καί ζητοῦσε ἐργασία, ὅταν κτύπησε τυ­χαῖα ἴσως τήν πόρτα τοῦ μαγα­ζιοῦ τῶν σκηνοποιῶν, τοῦ Ἀκύλα καί τῆς Πρίσκιλλας. Ἐκεῖνοι πρόσ­χαροι καί ὁλοπρόθυμοι δέχτηκαν τόν ὁμότεχνό τους καί τόν διδά­σκαλο τοῦ Νόμου στό σπίτι τους. Ἔτσι ἄρχισε ἁπλά μία ἀπό τίς πιό καρποφόρες φιλίες καί ἀπό τίς πιό ὡραῖες τοῦ ἀποστόλου Παύλου μέ τό εὐσεβές ζεῦγος. Ἡ ἔκπληξη τοῦ ἀποστόλου κορυφώθηκε, ὅταν ἔμα­θε ὅτι τό ζεῦγος ἦταν χριστια­νοί, γιατί δέν ἀναφέρεται ἡ βάπτι­σή τους. Μιά χριστιανική οἰκογέ­νεια στήν Κόρινθο! Ἦταν ἡ βάση πού συνάντησε ὁ ἀπόστολος μέσα στήν ἔρημο τῆς ἀπογοητεύσεώς του.

Ἡ στοργή, ἡ θαλπωρή, ἡ κατοι­κία, ἡ ἐργασία καί τά εἰσοδήματα προσφέρθηκαν στόν ἀπόστολο ἀφει­­δῶς. Γι᾽ αὐτό καί μέ εὐγνωμο­σύνη γιά τήν εὔνοια τῆς θείας Προνοίας ἀναφέρει στίς ἐπιστολές του τόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλλα. «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καί Ἀκύ­λαν τούς συνεργούς μου ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ», γράφει στό 16ο κεφά­λαιο τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστο­λῆς. «Ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλά Ἀκύλας καί Πρίσκιλλα σύν τῇ κατ᾽ οἶκον αὐτῶν Ἐκκλησίᾳ», γράφει στό 16ο κεφάλαιο τῆς Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς. «Ἄσπα­σαι Πρίσκαν καί Ἀκύλαν», γράφει στήν Β´ πρός Τιμόθεον ἐπι­στολή. Οἱ ἀναφορές αὐτές μαρτ­υ­ροῦν τό μέγεθος τῆς στενῆς φιλί­ας τοῦ ἀποστόλου μέ τούς δύο συνερ­γάτες, ὅπως τούς ὀνομάζει.

Περιπετειώδης καί πολυκύμαντη ἡ ζωή τοῦ ζεύγους. Τούς συνα­ντοῦ­με στή Ρώμη, στήν Κόρινθο, στήν Ἔφεσο καί πάλι στή Ρώμη. Γι᾽ αὐτές τίς περιπέτειες μιλοῦσαν τά βράδια στόν ἀπόστολο καί ἰδι­αί­τερα γιά τή Ρώμη.

Ἡ χριστιανική ἀγάπη, ἡ θεάρε­στη φιλία καί πρό πάντων ἡ κοινή προσπάθεια στόν ἀργαλειό τῶν σκηνῶν καί στόν ἀργαλειό τῆς βα­σι­λείας τοῦ Θεοῦ τούς σφιχτόδεσε ἄρρηκτα. Μέσα στό ἐργαστήρι τοῦ Ἀκύλα ὕφαινε ὁ ἀπόστολος «θεῖες ἰδέες στίς κλωστές τοῦ ἀργαλειοῦ του». Τεχνίτες, ἐργάτες, ἐπισκέ­πτες περίεργοι στέκονταν ὄρθιοι στή θύρα τοῦ ἐργαστηρίου καί ἄκουαν ἀπό τόν σκηνοποιό πού κρατοῦσε τό καραβόπανο στά γό­να­τα διηγήσεις πού φλόγιζαν καί συνάρπαζαν τήν ψυχή. Ἔτσι συ­νερ­γαζόμενος μέ τό εὐλογημένο αὐτό ζευγάρι, ἐπιφυλακτικός στήν ἀρχή, ἔβαλε προσεκτικά τό θεμέ­λιο, σάν καλός ἀρχιτέκτων, ἀφοῦ ἐξέτασε καλά τήν ἀντοχή τοῦ ἐδά­φους.

Μέσα στό φτωχικό ἐργα­στή­ριο τοῦ Ἀκύλα ἄρχισε ἡ Καινή Δια­θήκη, ὅταν πῆρε ὁ ἀπόστολος νά γράψει τήν Α´ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μιλώντας γιά τήν ἁπλή ἀναφορά τῶν ὀνο­μάτων τῆς Πρίσκιλλας καί τοῦ Ἀκύλα ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο το­νίζει τήν ἀρετή τοῦ Παύλου, πού ἔχοντας τή φροντίδα ὅλης τῆς οἰκουμένης καί γνωρίζοντας τό­σους βαρβάρους καί Ἕλληνες «ἑνός ἀνδρός καί μιᾶς γυναικός ἐποιεῖτο φροντίδα». Γιατί αὐτή ἡ ἰδιαίτερη μνεία καί φροντίδα; Γιατί εἶναι «οἱ συνεργοί του ἐν Κυρίῳ», λέγει ὁ ἴδιος.

Ἄς προσέξουμε ἰδιαίτερα αὐτό τό σημεῖο.

Δύο σκηνοποιοί δύο χρόνους ὁλό­κληρους εἶναι «συνοικοῦντες τῷ Παύλῳ». Παρατηροῦν τό σχῆ­μα, τό βάδισμα, τό βλέμμα, τόν τρόπο στολῆς, τίς εἰσόδους καί ἐξό­δους καί ὅλα τά ἄλλα. Τόν ἔβλεπαν «δειπνοποιούμενο, ἐπιτι­μῶ­ντα, παρακαλοῦντα, εὐχόμενον καί δακρύοντα, ἐξιόντα καί εἰσιό­ντα». Καί αὐτοί οἱ ταπεινοί τόν δια­κονοῦσαν σιωπηλά μέ τή σω­φροσύνη τους, τή φιλόξενη προαί­ρεση, τό κάλλος τῆς ψυχῆς, μέ τή στοργή, πού βοηθᾶ τούς μεγάλους ἄνδρες νά μή χαθοῦν στά μεγάλα τους ὕψη.

Πόσες φορές ἀπογοητευμένος ὁ ἀπόστολος ἔμπαινε στό φιλόξενο σπίτι καί ἀναπαυόταν στό στορ­γικό καί λαμπερό βλέμμα τους! Γι᾽ αὐτό καί «μέμνηται αὐτῶν διηνε­κῶς», γι᾽αὐτό καί θυμᾶται αὐτούς συνέχεια καί πλέκει μέγα καί θαυ­μαστό ἐγκώμιο. Αὐτοί, γράφει ἀλλοῦ, «τόν ἑαυτῶν τράχηλον ὑπέρ τῆς ψυχῆς μου ὑπέθηκαν».

Θέλετε νά καταλάβετε καλύτερα τήν προσφορά τους καί τή διακο­νία τους; Αὐτός πού σώζει τόν στρα­τηγό, γράφει ὁ ἱερός Χρυσό­στομος, τούς στρατιῶτες ἔσωσε. Αὐτός πού ἀπαλλάσσει ἀπό τόν κίνδυνο τόν γιατρό, τούς ἀρρώ­στους ἐθεράπευσε. Αὐτός πού ἅρ­πα­ξε τόν κυβερνήτη ἀπό τήν τρι­κυμία, τό πλοῖο ὅλο ἀπό τά κύμα­τα ἀπάλλαξε καί αὐτοί πού διακό­νησαν καί ὑπηρέτησαν καί διέσω­σαν τόν διδάσκαλο τῆς οἰκουμέ­νης καί τό αἷμα τους γιά τή σωτη­ρία ἐκείνου ἔδωσαν, καί ὅλα τά δικά τους πρόσφεραν, εὐεργέτες τῆς οἰκουμένης εἶναι. Γι᾽αυτό καί «οὐκ ἐγώ μόνος εὐχαριστῶ», λέγει ὁ ἀπόστολος, «ἀλλά καί πᾶσαι αἱ Ἐκκλησίαι».

Ἀλλά θά ἐμάκρυνε ὁ λόγος ἄν ἐξακολουθοῦσα νά ὁμιλῶ γιά τήν προσφορά τῶν δύο αὐτῶν ξενοδό­χων καί συνεργατῶν τοῦ ἀποστό­λου Παύλου. Παίρνοντας ὅμως ἀφορμή ἀπό τή σημερινή μας σύ­ναξη, στήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλη­σιαστικοῦ ἔτους, θά ἤθελα νά θέ­σω ἐνώπιόν σας κάποιον προβλη­μα­τισμό.

Μία λανθασμένη ἐντύπωση ἔχουν σχηματίσει οἱ ἄνθρωποι σή­με­ρα, οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας πε­ρισσότερο, ἀλλά καί τά ἴδια τά πι­στά τέκνα της. Πιστεύουν ὅτι οἱ κληρικοί, οἱ ἱεροκήρυκες, οἱ θεο­λό­γοι, οἱ κατηχητές εἶναι ὑπεύ­θυ­νοι καί γιά τήν ἐξάπλωση τῆς θεί­ας διδασκαλίας, ἀλλά ὅτι καί αὐ­τοί θά πρέπει ἀποκλειστικά νά ὑπηρετοῦν στό ἔργο τῆς Ἐκκλη­σίας καί τούς πιστούς της. Σάν συνέπεια αὐτῆς τῆς λανθασμένης ἐντυπώσεως εἶναι τό σύνηθες φαι­νόμενο πού παρατηρεῖται νά ἐργά­ζονται οἱ ἱερεῖς μας, νά ἀγωνί­ζονται ἐγκαταλελειμένοι, πολλές φορές, μόνοι στήν πρώτη γραμμή, ἐνῶ οἱ χριστιανοί εἶναι βολεμένοι μέσα στήν οἰκογενειακή θαλπωρή καί ἀπολαμβάνουν τούς καρπούς μιᾶς ἥσυχης καί κομμένης στά μέ­τρα τους εὐσέβειας. Τό δύσκολο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὑπόθεση τῶν ἐπισκόπων, τό πολυσχιδές καί πολύπλευρο ἔργο τῆς ἐνορίας, στήν ὁποία ἀνήκουν, εἶναι ὑπό­θε­ση τοῦ ἱερέα τῆς ἐνορίας. Συνεπῶς ὑπόθεση δική τους εἶναι ἡ οἰκο­γέ­νειά τους, τά παιδιά τους, τά οἰκο­νομικά τους, γιατί ὄχι καί ἡ ἀνώ­δυνη εὐσέβεια.

Τό γεγονός ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος ξεχωρίζει ἀπό ὅλους τούς πι­στούς τόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλ­λα, τούς ξεχωρίζει γιατί ἦταν οἱ συνεργοί του καί γιατί «ὑπέ­θηκαν τόν ἑαυτῶν τρά­χηλον ὑπέρ τῆς ψυχῆς του», ὁμιλεῖ σ᾽ ὅλο τό πλή­ρωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στρατευμένη σήμερα, πολεμᾶ, ἀγωνίζεται καί οἱ στρατιῶτες ὅλοι ὑποχρεωτικά ἔχουν κάποιο πόστο. Οἱ ἀσκητές καί οἱ μοναχοί στίς ἐρήμους καί στά μοναστήρια κρατοῦν στά χέ­ρια τους τούς ἀσυρμάτους καί στέλ­νουν μηνύματα καί τά σή­ματα κινδύνου στόν οὐρανό μέ τίς προσευχές τους καί τά κομπο­σχοί­νια. Οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς, οἱ θεολόγοι, οἱ κατηχητές, οἱ κατη­χήτριες, οἱ κυκλάρχες καί οἱ κυ­κλάρ­χισσες καί οἱ ἄλλοι ἐκκλη­σιαστικοί παράγοντες καθοδηγοῦν τίς φάλαγγες ἐνάντια στόν ἐχθρό καί οἱ ἁπλοί στρατιῶτες μέ ποιά λογική εἶναι βολεμένοι στά σπίτια τους; Ὁ πόλεμος μαίνεται καί αὐ­τοί κοιμοῦνται; Ποῦ ἡ παρουσία τους στόν ἀγώνα; Ποιά ἡ προσ­φο­ρά τους στή μάχη; Καί εἶναι τόσο ἀπαραίτητοι, γιατί γιά νά ἐπιτευ­χθεῖ ἡ νίκη ἀπαιτοῦνται καί οἱ ἀσύρματοι καί τά λόκ καί οἱ στρα­τηγοί καί οἱ ἀρχηγοί, ἀλλά πάνω ἀπ᾽ ὅλα τό πλῆθος τῶν ἁπλῶν στρα­τιωτῶν, πού καί μέ τίς πιό τα­πεινές καί μικρές ὑπηρεσίες τους συντελοῦν ὁπωσδήποτε στή νίκη. Πράγματι, ἄν δέν ἔχεις τή δύναμη νά εἶσαι μεγάλος κήρυκας καί ἱε­ραπόστολος, ἄν δέν μπορεῖς νά εἶ­σαι ἕνας φωτεινός μεγάλος προ­βο­λέας, μπορεῖς ὅμως νά εἶσαι ἕνα μικρό ταπεινό κεράκι πού διαλύει κάπως καί σπάει τό σκοτάδι. Αὐτό τό μπορεῖς, εἶναι εὔκολο καί ἁπλό. Γίνεσαι ἐνεργό μέλος τῆς ἐνορίας σου μέ τήν παρουσία σου, μέ τόν φτωχό ὀβολό σου, ὅταν χρειά­ζεται, μέ τόν σεβασμό στόν ἱερέα τῆς ἐνορίας σου, μέ τήν ὁποια­δή­ποτε προσφορά σου στό μικρό οἰ­κο­δόμημα τῆς ἐνορίας σου. Ἔτσι ἐντάσσεσαι στό στράτευμα, ἔτσι γίνεσαι συνεργός τῶν κληρικῶν μας στό δύσκολο ἔργο, ἔτσι κατα­λαμβάνεις ἕνα πόστο, πού θά πρέ­πει νά κρατήσεις μέχρι τέλους.

Ἰδιαίτερα τονίζεται καί ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο ἡ διακονία στούς ἁγί­ους, ἡ συμπαράσταση στούς ἁγί­ους, ἡ ὑπηρεσία στόν ἀπόστολο τῶν ἁγίων Ἀκύλα καί Πρίσκιλλας.

Καί τότε καί τώρα οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι, οἱ κήρυκες, οἱ ἱερεῖς ἔ­χουν ἀνάγκη συμπαραστάσεως, γιατί βάλλονται ἰδιαίτερα αὐτοί ὡς εὑρισκόμενοι στό ὕψος ἐξαι­τί­ας τοῦ ἀξιώματος.

Μέ πολλή συγκίνηση γι᾽αὐτό τόν λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στούς Γαλάτες ὅτι ἐάν ἦταν δυνα­τόν καί τά μάτια τους θά ἔβγαζαν καί θά τοῦ τά ἔδιναν.

«Μαρτυρῶ γάρ ὑμῖν, ὅτι, εἰ δυ­να­τόν, τούς ὀφθαλμούς ὑμῶν ἐξορύ­ξαντες ἄν ἐδώκατέ μοι» καί γιά τόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλλα ὅτι «ὑπέθηκαν τόν τράχηλο αὐτῶν γιά τή ζωή του». Ποία ἀνακούφιση καί χαρά θά αἰσθανόταν καί σή­με­ρα ὁ ἄοκνος ἐργάτης τοῦ Εὐαγ­γελίου ἄν εἶχε συνεργάτες πού δέν θά ἔβγαζαν βέβαια τά μάτια τους γιά χάρη του, ἀλλά τουλάχιστο θά ὑπερασπιζόταν ἀπό αὐτούς ἐνά­ντια στούς διῶκτες καί ἐχθρούς.

Αὐτό καί μόνο ἀποτελεῖ συνερ­γα­σία, αὐτό καί μόνο κρίνει τήν εὐ­σέβεια τοῦ Χριστιανοῦ, τόν βγάζει ἀπό τό βολικό του σπίτι καί τόν ἐντάσσει δίπλα στόν ἀγωνιστή κλη­ρικό, γιά νά ἀπολαύσει καί μετέ­πειτα ἀπό κοινοῦ τά νικητή­ρια.

Τό ἐγκώμιο τοῦ ἀποστόλου Παύλου δέν κάνει τούς δύο ἁγίους λαμπροτέρους, γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀλλά προσπαθεῖ μέ αὐτό «ἵνα τούς λοιπούς εἰς τόν αὐ­τόν ἀγάγῃ ζῆλον, καί πείσῃ μα­καρίζειν, οὐχί τούς πλουτοῦντας, οὐδέ τούς ἐν ἀρχαῖς ὄντας, ἀλλά τούς φιλοξένους, τούς ἐλεήμονας, τούς φιλανθρώπους, τούς ἐπιδει­κνυ­μένους πολλήν φιλοφροσύνην περί τούς ἁγίους».

Τό ἐγκώμιο τῶν δύο ἁγίων μᾶς πείθει ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπό­διο ἤ κώλυμα πού νά μᾶς ἀπο­τρέπει ἀπό τόν δρόμο τῆς ἀρε­τῆς, τίποτε πού νά μᾶς ἐξαιρεῖ ἀπό τόν ἀγώνα, μήτε ὁ γάμος, μήτε ἡ γυναίκα, μήτε τό σπίτι, μήτε τά παι­διά, μήτε ἡ ὁποιαδήποτε ἐργα­σία. Μαζί μέ ὅλα αὐτά μπορεῖ νά προσφέρει κάποιος πολύτιμη ὑπη­ρε­σία στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Μιμούμενος παρά τήν ἐλαχιστό­τη­τά μου σήμερα τόν ἀπόστολο Παῦλο καί μέ τήν εὐκαιρία τῆς πα­ρούσης συνάξεως, στήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἐπι­τρέ­ψατέ μου νά ἐπαινέσω καί ἐγώ «τούς συνεργούς μου ἐν Κυρίῳ», κληρικούς καί λαϊκούς, ἄνδρες καί γυναῖκες, πού εἶστε ὅλοι ἐσεῖς, οἱ κληρικοί, οἱ κατη­χη­τές, οἱ κατηχήτριες, οἱ κυκλάρ­χες καί οἱ κυκλάρχισσες. Ὁ πόνος καί ὁ κόπος καί ἡ ἀγάπη μου γιά τή Μητρόπολή μας βρῆκε ἀντα­πό­κρι­ση ἀπό ὅλους ἐσᾶς πού σπεύ­σα­τε συνεργάτες πολύτιμοι γιά νά ἀρ­χίσουμε μιά προσπάθεια δημι­ουρ­γίας, ἐδῶ καί 25 χρόνια, καί πνευματικῆς ἀφυπνί­σεως. Ζήσατε μαζί μου τήν ἀπο­γο­ή­­τευση τῆς ἀποτυχίας —εἶναι φυσικό νά συμβαίνει καί αὐτή— καί τή χαρά τῆς μεταμορφώσεως μέρα μέ τήν ἡμέρα. Οἱ κόποι, ὁ πολύτιμος χρό­νος σας, ἡ συμπαράσταση μαζί μέ τόν δικό μου πόθο ὕφαναν μέσα στό ἐργαστήρι τῆς Ἐκκλησίας σκη­νές γιά τήν νεότητα, γιά τό παιδί κάθε ἡλικίας, γιά τόν φτωχό, γιά τόν γέροντα, γιά τόν ἀσθενῆ, γιά τόν ἀνήμπορο. Καί τό σπουδαιό­τερο, ὑπομονετικά πελεκήσαμε μα­ζί μία πρός μία τήν πέτρα, γιά νά ὑψώσουμε νέους ναούς ἀπό τήν Παλαιά Μητρόπολη μέχρι τά Μο­να­στήρια μας.

Ἐγκώμιο θαυμαστό σᾶς πρέπει γιά ὅλα, γιά τόν ζῆλο, τήν ἐργα­τι­κότητα, τή φιλανθρωπία, τήν ἐλεη­μοσύνη, τά συσσίτια, τή φιλο­φροσύνη, τή συμπαράσταση πρός τούς ἱερεῖς σας καί τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Στέφανος καί ἐγκώμιο αἰώνιο ἐνα­πόκειται σέ ὅλους τούς συνερ­γούς.

Αὐ­τή τήν ἀλήθεια ἄς μή τή λη­σμο­νοῦμε ποτέ. Ὁποία ἀνακούφι­ση αἰσθάνθηκε ὁ ἀπογοητευμένος ἀπό τούς πεφυσιωμένους Ἀθηναί­ους ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν εἰσῆλθε στό σπίτι τῶν ταπεινῶν σκηνοποιῶν! Δέν τή λησμόνησε ποτέ.

Πῶς μπορεῖ νά ξεχάσει ὁ ἐπί­σκο­πος, ὁ ἱερεύς, ὁ ἀπογοητευμένος ἀπό τά πλήγματα ἐχθρῶν καί φίλων, τήν ἀγάπη, τήν ἐμπιστο­σύνη, τήν πίστη τῶν συνεργατῶν του; Φιλόξενο, στοργικό σπίτι γί­νεται καί ἡ γεμάτη ἐμπιστοσύνη λαμπερή ματιά τους. Καί αὐτό, ἀδελφοί μου, δέν τό λησμονεῖ ποτέ.

Σᾶς εὐχαριστῶ πού ἀνταποκριθήκατε καί στήν πρόσκληση αὐτή, νά ἔρθετε προκειμένου στήν ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς χρονιᾶς νά ξεκινήσουμε αὐτό τό ἔργο πάλι τῆς οἰκοδομῆς τῶν ψυχῶν.

Σᾶς εὐχαριστῶ γιά ὅλο τό ἔργο τό ὁποῖο ἐπιτελεῖτε. Θά ἤθελα μέ ὅλη τή ζέση τῆς ψυχῆς μας νά τό κάνουμε ξανά αὐτό τό ἔργο, τό ὁποῖο δέν διεκόπη βέβαια λόγω τοῦ θέρους ἀλλά τώρα θά ἐργασθοῦμε πιό συνειδητά καί πιό ἔντονα.

Θά ἤθελα νά παρακολουθεῖτε τίς συνάξεις πού γίνονται, προκειμένου νά ἐνημερώνεστε γιά τά θέματα τῆς κατηχήσεως. Καί πάλι σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς εὔχομαι καλή καί εὐλογημένη χρονιά.

ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ